της Έλενας Χουζούρη
Στις 22 Μαίου 1968 το Παρίσι ζεί την έξαψη που προκαλεί η ουτοπία της επανάστασης. Το πνεύμα της έχει εξαπλωθεί όχι μόνον στην γαλλική πρωτεύουσα που πρωτοστατεί αλλά και στην υπόλοιπη Γαλλία. Δέκα εκατομμύρια Γάλλοι απεργούν: Οι εργάτες της Renault κι εκείνοι των ελαστικών Kleber-Colombes, οι ζαχαροπλάστες των εργοστασίων μπισκότων Lu, οι εργάτες στα κλωστουφαντουργεία του Ρουμπαί αλλά και στα σφαγεία της Βιλέτ, οι εργαζόμενοι στις δημόσιες συγκοινωνίες, [οδηγοί και ελεγκτές], κι εκείνοι στην δημόσια επιχείρηση ηλεκτρισμού [Το Παρίσι φωτίζεται με…κεριά], οι ταξιτζήδες, οι θυρωροί των πολυκατοικιών, οι χορεύτριες των Φολί Μπερζέρ, οι σκηνοθέτες της Γαλλικής Ραδιοτηλεόρασης και οι…κριτές του Φεστιβάλ των Κανών, οι υπάλληλοι των πολυκαταστημάτων, οι σκουπιδιάρηδες [τα ποντίκια κάνουν γάμο στους τόνους των σκουπιδιών], οι ηθοποιοί των θεάτρων, οι νεκροθάφτες [ τα νεκροτομεία έχουν γεμίσει πτώματα] και η λίστα των απεργών όλο και μεγαλώνει. Την προηγούμενη ημέρα, 21 Αυγούστου, η παραπαίουσα κυβέρνηση Ντε Γκωλ, αρνείται να δώσει βίζα στον Ντάνιελ Κον Μπεντίτ για να επιστρέψει στη Γαλλία, γεγονός που έχει εξαγριώσει τους φοιτητές που την επομένη διαδηλώνουν φωνάζοντας «Είμαστε όλοι Γερμανοεβραίοι» και ετοιμάζουν νέα οδοφράγματα, ρημάζοντας τους κυβόλιθους των παρισινών πεζοδρομίων. Στο γαλλικό κοινοβούλιο συζητιέται η πρόταση μομφής κατά της κυβέρνησης ντε Γκωλ. Και ενώ το Παρίσι ζει σε επαναστατικούς ρυθμούς, στο πολυτελέστατο, ένα από τα ιστορικά παρισινά ξενοδοχεία της Δεξιάς Όχθης, φημισμένο για τους βασιλιάδες, τους πρίγκιπες και τους δισεκατομμυριούχους πελάτες του, το Meurice, η εικόνα μοιάζει εντελώς διαφορετική, αφού ακριβώς εκείνη την ημέρα, πρόκειται να γίνει, όπως κάθε χρόνο, η απονομή του Βραβείου Ροζέ Νιμιέ σε πρωτοεμφανιζόμενο συγγραφέα, το οποίο χρηματοδοτείται από την εκκεντρική πολυεκατομμυριούχο και πελάτισσα του ξενοδοχείου, Φλόρενς Γκουλντ και ακολουθεί τελετουργικό γεύμα. Και εδώ αρχίζει το μυθιστόρημα της Pauline Dreyfus [προφανώς απογόνου του δυσφημισμένου, άδικα καταδικασμένου και σταλμένου στο Νησί του Διαβόλου, γαλλοεβραίου λοχαγού Dreyfus] η οποία μας συστήνει μια εντελώς διαφορετική ματιά για τον παρισινό Μάη του ΄68, σχεδόν αιρετική σε σχέση με όσα έχουμε συνηθίσει να διαβάζουμε, να σκεφτόμαστε ή να συζητάμε για εκείνον τον μήνα που συγκλόνισε τον κόσμο. Συνήθως όταν αναφερόμαστε στον Μάη στο νου μας έρχονται εικόνες από εξεγερμένους, οργισμένους νεαρούς που απέναντί τους έχουν «σιδερόφρακτους» αστυνομικούς, η εικόνες από αυτοσχέδια οδοφράγματα, καμένα αυτοκίνητα, μαζικές διαδηλώσεις κ.λ.π. Τι γίνεται όμως στην άλλη πλευρά; Εκείνη των μεγαλομπουρζουάδων, αυτών που εκπροσωπούν το, κατά Μαρξ, Κεφάλαιο, την εξουσία του οποίου διατείνονται ότι θέλουν, ανάμεσα στα άλλα, να καταλύσουν οι εξεγερμένοι; Η γαλλίδα συγγραφέας με μία έξυπνη μυθιστορηματικά κίνηση, τους «συγκεντρώνει» στο χλιδάτο Meurice. Κι ενώ έξω μαίνεται η επανάσταση, στο Meurice δεν φαίνεται να αλλάζει τίποτα από την καθιερωμένη απαρασάλευτη τάξη των πραγμάτων, έστω κι αν οι πάμπλουτοι πελάτες αρχίζουν να γκρινιάζουν για τον σαματά που ακούγεται απέξω και δεν τους αφήνει να κοιμηθούν, για τα ταξί που δεν έρχονται γιατί οι ταξιτζήδες απεργούν, για το ότι δεν μπορούν να επισκεφτούν το Λούβρο γιατί το προσωπικό του απεργεί, για το ότι δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν το ασανσέρ-πιστή απομίμηση της πολυθρόνας της Μαρίας Αντουανέτας, λόγω διακοπής του ρεύματος, για το ότι είναι αναγκασμένοι να αυτοπεριορίζονται στις σουίτες τους, στημένες και διακοσμημένες στα πρότυπα των Βερσαλλιών, για να μην αναγκαστούν, αν ξεμυτίσουν από το ξενοδοχείο, να βρεθούν πρόσωπο με πρόσωπο μ’ αυτούς τους νεαρούς μαλλιάδες που θέλουν να ανατρέψουν τον καπιταλισμό τους! Ωστόσο οι μαλλιάδες και η επανάστασή τους βρίσκονται εκτός των τειχών του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου, που εκτός από τις διακοπές του ρεύματος και τους έξωθεν θορύβους, εξακολουθεί να λειτουργεί άψογα με τον κάθε υπάλληλο, σε όλη την ιεραρχία, να βρίσκεται στη θέση του και να ανταποκρίνεται πάραυτα στις, έως και απίθανες, απαιτήσεις των εκατομμυριούχων πελατών. Μέχρι το πρωινό της 22ας Μαίου όταν, με πρωτοβουλία του, αριστερών πεποιθήσεων και καταβολών, [πατέρας μεταλλωρύχος, υποστηρικτής του Λαικού Μετώπου του 1936, γιος στα μαγιάτικα οδοφράγματα] μετρ ντ’ οτέλ, Ρολάν, το προσωπικό, σε γενική συνέλευση, αποφασίζει να πάρει στα χέρια του το ξενοδοχείο και να στείλει τον διευθυντή σε περιορισμό στο…γραφείο του. Η αυτοδιαχείριση παίρνει σάρκα και οστά, οι ρόλοι αλλάζουν, το νέο διαδίδεται στα υπερπολυτελή δωμάτια και τις σουίτες και οι πάμπλουτοι ένοικοι ανατριχιάζουν από φρίκη, καθώς στο νου τους σχηματίζονται εικόνες από Βαστίλλες και λαιμητόμους. Το 1789 συγχέεται με το 1968, καθώς όλα στο ξενοδοχείο παραπέμπουν στις προεπαναστατικές ευτυχισμένες ημέρες του Λουδοβίκου και της Μαρίας Αντουανέτας. Και το προκαθορισμένο γεύμα που εθιμικά πια παρατίθεται προς τιμήν του βραβευμένου συγγραφέα; Θα γίνει; Ή δεν θα γίνει; Τι θα αποφασίσει το προσωπικό που πλέον ελέγχει μεν το ξενοδοχείο, δεν απεργεί όμως, δεδομένου ότι δεν πρόκειται παρά για ένα γεύμα που στην πραγματικότητα παρατίθεται για να ικανοποιήσει τα γούστα της εκατομμυριούχου Φλόρενς Γκουλντ και να την βγάλει για λίγες ώρες από την…. ανία των εκατομμυρίων της; Θα υποκύψει η επανάσταση στον καπιταλισμό; H Ntrefus οικοδομεί το μυθιστόρημά της πατώντας πάνω σ’ ένα σύμπλεγμα έξυπνων αντιθέσεων: Από τη μια οι τρομοκρατημένοι μεγαλομπουρζουάδες και από την άλλη ο αριστερός Ρολάν και τα μέλη του προσωπικού που επιτέλους δεν είναι αναγκασμένα σε πολύωρη ορθοστασία και δικαιούνται να απαιτήσουν σεβασμό και αξιοπρέπεια από τα αφεντικά τους. Από τη μια ο εξεγερσιακός Ρολάν και από την άλλη ο ρεσεψιονίστας Λυσιέν που το μόνο που επιθυμεί είναι να υπακούει στις απαιτήσεις των πάμπλουτων πελατών του ξενοδοχείου και η αυτοδιαχείριση τον βρίσκει εντελώς αντίθετο. Στο πλευρό του βρίσκεται και η υπεύθυνη του βεστιάριου Ντενίζ, η επονομαζόμενη «κουκουβάγια», επειδή όλα τα βλέπει μαύρα, είναι και παντρεμένη με αστυνομικό που σίγουρα θα βρίσκεται στους δρόμους, απέναντι από τους νεαρούς επαναστάτες. Το γιατί όμως η Ντενίζ τα βλέπει όλα μαύρα, είναι γραμμένο στον δεξί της καρπό με τη μορφή μιας σειράς αριθμών. [Διακριτική αναφορά της συγγραφέως στο Ολοκαύτωμα]. Αντιθέσεις όμως αναφύονται και ανάμεσα στους εκατομμυριούχους: Η Φλόρενς Γκουλντ που επιμένει να γίνει το γεύμα και το μόνο που της δημιουργεί πρόβλημα είναι ότι λόγω της επανάστασης οι καλεσμένοι της έχουν αρνηθεί την πρόσκλησή της με αποτέλεσμα να αναγκαστεί να αλλάξει την σειρά που θα κάθονται στο τραπέζι όσων καταφέρουν να έρθουν. Αντίθετα ο πρώτος τη τάξει στην ιεραρχία του παγκόσμιου χρήματος, Ζαν Πολ Γκετύ είναι τόσο τρομοκρατημένος που όχι μόνον αρνείται να παραστεί στο γεύμα αλλά κλειδοαμπαρώνεται στη σουίτα του βάζοντας και βαριά έπιπλα πίσω από την πόρτα για να εμποδίσει τους υποτιθέμενους επαναστάτες να εισβάλουν και να τον καθαρίσουν! Σε εντελώς άλλο κόσμο θέλει η συγγραφέας να περιδιαβαίνει ο εκκεντρικός αλλά πάμπλουτος επίσης Σαλβαδόρ Νταλί, ένοικος και αυτός του Meurice, μαζί με την Γκαλά κι έναν οσελότο, επονομαζόμενο Μπαμπού, που κάποια στιγμή καταβροχθίζει ένα από τα τέσσερα σκυλάκια της Γκουλντ ! Η Ntrefus περιγράφει τις ιδιοτροπίες και τις πράξεις του με μια φαινομενικά ραφιναρισμένη αλλά ουσιαστικά σκληρή ειρωνεία. Τον θέλει τόσο εγωπαθή που προσπαθεί να εκμεταλλευτεί ακόμα και τον επαναστατικό ρομαντισμό των εξεγερμένων νεαρών προκειμένου αυτοί να τον δοξάσουν, και τα καταφέρνει. Βγαίνει στους μαγιάτικους παρισινούς δρόμους της αριστερής όχθης, γράφει στα γρήγορα μια προκήρυξη με τίτλο « Η πολιτιστική μου επανάσταση», την μοιράζει στους οργίλους νεαρούς και νεαρές και…αποθεώνεται. Η Ντρεφύς δια στόματος του, όχι πλέον διευθυντή, του ξενοδοχείου σχολιάζει καυστικά την συμπεριφορά του Νταλί ως εξής: «Ο Νταλί υποδέχεται το νέο [σ.σ της αυτοδιαχείρισης του ξενοδοχείου] με την ευφρόσυνη αδιαφορία αυτού που εγκρίνει όλα τα πολιτικά καθεστώτα ….αρκεί να μην αμφισβητείται η μεγαλοφυία του». Για τον μοναδικό ένοικο του υπερπολυτελούς ξενοδοχείου που, η οπτική της συγγραφέως αλλάζει εντελώς, είναι η περίπτωση του Αριστίντ Ομπουισόν, ενός επαρχιώτη, άρτι συνταξιούχου συμβολαιογράφου, με καρκίνο στο τελευταίο στάδιο, που αποφάσισε να ξοδέψει τον χρόνο που του απόμεινε διαμένοντας στο Meurice, γευόμενος την πολυτέλεια και τις ανέσεις που δεν είχε έως τότε ζήσει, αλλά και την «παραμυθένια» νυχτερινή ζωή του Παρισιού. Η μαγιάτικη όμως εξέγερση του αφαιρεί σε μεγάλο βαθμό αυτήν τη δυνατότητα αφού λόγω των απεργιών αναγκάζεται να παραμένει στο ξενοδοχείο. Η Ντρεφύς περιβάλλει τον άρρωστο συνταξιούχο με ιδιαίτερη τρυφερότητα, πλάθοντας έναν ήρωα –σε αντίθεση με όλους σχεδόν τους προηγούμενους- χαμηλόφωνο, σεμνό, ευαίσθητο, φιλαναγνώστη, που προέρχεται από το ημίφως της γαλλικής επαρχίας, που όμως κρύβει ένα μυστικό το οποίο οδηγεί και στο αναπάντεχο τέλος του μυθιστορήματος καθώς ρίχνει γέφυρα προς τον νεαρό τότε συγγραφέα, τον πασίγνωστο και πολυδιαβασμένο σήμερα, Πατρίκ Μοντιανό.
ΤΟ ΓΕΥΜΑ
Θα γίνει λοιπόν το περίφημο γεύμα για την απονομή του Βραβείου Ροζέ Νιμιέ ή όχι; Τι θα αποφασίσουν οι καταληψίες υπάλληλοι του Meurice; Πριν να αποκαλύψω την μυθιστορηματική απάντηση της Ντρεφύς, λίγα λόγια για το σχετικό βραβείο αλλά και τον συγγραφέα που έδωσε το όνομά του σ’ αυτό. Ο Ροζέ Νιμιέ [1925-1962] έγινε γνωστός από το μυθιστόρημά του «Ο μπλε Ουσάρος»[ 1950]. Ήταν εθνικιστής και φιλομοναρχικός. Θεωρείται ο ιδρυτής του λογοτεχνικού και πολιτικού κινήματος «Οι Ουσάροι» κάτω από τη σκέπη του οποίου φιλοξενήθηκαν συγγραφείς με εθνικιστικές και συντηρητικές απόψεις που, στον έναν ή στον άλλο βαθμό, συνεργάστηκαν με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής και την δωσιλογική κυβέρνηση του Βισύ αλλά διασώθηκαν από τη μεταπολεμική κάθαρση. Το κίνημα των Ουσάρων συνέχισε να μάχεται και μεταπολεμικά εναντίον του υπαρξισμού αλλά κυρίως της στρατευμένης τέχνης την οποία συμβόλιζε ο Ζαν Πωλ Σαρτρ. Ανάμεσα στους συγγραφείς με ύποπτο παρελθόν κατά την γερμανική κατοχή, συγκαταλέγονται και οι Ζακ Σαρντόν, Πωλ Μοράν, Αντουάν Μπλοντέν και Μαρσέλ Ζουανό, συνήθεις προσκεκλημένοι στα γεύματα της εκκεντρικής εκατομμυριούχου, πάλαι ποτέ φίλα προσκείμενης στο ναζιστικό καθεστώς. Μόνο που αυτή τη φορά οι περισσότεροι αδυνατούν να παραβρεθούν στο γεύμα λόγω της γενικής εξέγερσης και των απεργιών. Η Ντρεφύς κλείνει κι εδώ το μάτι στην Ιστορία ανοίγοντας ταυτόχρονα την πόρτα για να εισέλθει η λογοτεχνία. Από τη μια λοιπόν έχουμε τους Γάλλους συγγραφείς με το ύποπτο παρελθόν που προσπαθούν να το θάψουν κάτω από το χαλί και από την άλλη έναν πρωτοεμφανιζόμενο 23χρονο συγγραφέα που τους το επαναφέρει εκ πλαγίου. Διότι ο νεαρός Μοντιανό μόνον για εκείνο το παρελθόν ενδιαφέρεται. ««Έχω την παράξενη αίσθηση» λέει ο μυθιστορηματικός Μοντιανό στον Ζαν Ντενοέλ «πως έζησα πριν γεννηθώ, ότι η Κατοχή στο Παρίσι με έχει σημαδέψει…Είναι η προπατορική μου νύχτα…Κατά κάποιο τρόπο έχει δηλητηριάσει τη μνήμη μου ». Και εδώ η Ντρεφύς, όχι τυχαία, κάνει ένα άλμα στο χρόνο για να συγκρίνει ουσιαστικά τα οδοφράγματα που έστησαν οι παριζιάνοι στις 21 Αυγούτου 1944 μετά από κάλεσμα της γαλλικής Αντίστασης για εξέγερση εναντίον των γερμανικών δυνάμεων Κατοχής, με αυτά που στήνει στο Παρίσι η παριζιάνικη νεολαία τον Μάη του ΄68. Είναι φανερό ότι η Γαλλίδα συγγραφέας, θέτει ζήτημα μεγεθών, ανάμεσα σ΄εκείνη την εξέγερση και στην μαγιάτικη. Σ’ εκείνη την ζοφερή περίοδο, όπου ο θάνατος καραδοκούσε σε κάθε βήμα και με όλες τις μορφές και σ’ αυτήν του ουτοπικού Μάη, όπου μια ανήσυχη, οργίλη και γεμάτη όνειρα για έναν ομορφότερο, γεμάτο φαντασία κόσμο, νεολαία πίστευε ότι έκανε επανάσταση. Για την Ντρεφύς, που θα γεννηθεί το 1969 και έχει την μετέπειτα γνώση, ο Μάης παρομοιάζεται με τη μεσαιωνική γιορτή των τρελλών, όπου για ένα εικοσιτετράωρο οι ιεραρχίες ανατρέπονταν και οι κατεστημένοι κοινωνικοί ρόλοι άλλαζαν πρόσωπα και προσωπεία, χωρίς στην ουσία να αλλάζει εκ βάθρων τίποτα αφού την επομένη όλα επανέρχονταν στη θέση τους. Παρόλα αυτά δεν είναι αρνητική ως προς την μαγιάτική ουτοπία και τα όνειρά της. «Σύμφωνοι» σκέπτεται η Ντενίζ που φέρει ανεξίτηλα στο πετσί της την βία του Άουσβιτς « η ουτοπία αργά ή γρήγορα σπάει τα μούτρα της στην πραγματικότητα, όμως υπάρχει τίποτα πιο θλιβερό από μια ζωή χωρίς ουτοπία»;
Αδιάφορος ως προς την μαγιάτικη εξέγερση των συνομηλίκων του εμφανίζεται και ο μυθιστορηματικός Μοντιανό καθώς δεν μπορεί να διώξει από πάνω του το βάρος του παρελθόντος. Και εδώ η Ντρεφύς ανοίγει κι ένα τρίτο ζήτημα, εκείνο της εβραικής ταυτότητας, ή των πολλαπλών εβραικών ταυτοτήτων. Ομολογώ ότι δεν έχω διαβάσει – δεν έχει κυκλοφορήσει στην Ελλάδα- το παρθενικό εκείνο μυθιστόρημα του Πατρίκ Μοντιανό «La Place des Etoiles”, στο οποίο, σύμφωνα με την Ντρεφύς, ο νεαρός τότε Γαλλοεβραίος- με ρίζες από τη σεφαραδίτικη Θεσσαλονίκη- συγγραφέας δεν στάθηκε αποκλειστικά στο πρόσωπο του καταδιωκόμενου, θύματος Εβραίου αλλά «προβάλει έναν ήρωα και τους πολλαπλούς τρόπους του να είναι Εβραίος: Εβραίος φοιτητής, Εβραίος κοσμικός, Εβραίος αντισημίτης, Εβραίος οπαδός του Σαρλ Μορράς, Εβραίος αγρότης, Εβραίος προδότης, εραστής της Εύας Μπράουν και έμπιστος του Χίτλερ, στρατιωτικός καταδικασμένος σε καταναγκαστικά έργα στη Νήσο του Διαβόλου, αλλά και περιπλανώμενος Εβραίος και Εβραίος κλεισμένος σ ’ένα κιμπούτς, πόση ζωή μέσα σε λίγες μόνο σελίδες…». Σύμφωνα και πάλι με την Ντρεφύς , το μυθιστόρημα θεωρήθηκε προκλητικό και ο Gallimard δεν το εξέδωσε το 1967, την χρονιά που ο Μοντιανό παρέδωσε το χειρόγραφο, λόγω του…Πολέμου των Επτά Ημερών, μεταθέτοντας την έκδοση του για την επόμενη χρονιά. Και πώς μια Επιτροπή ακροδεξιών λογοτεχνών επέλεξε να του δώσει το Βραβείο ενός ομοιδεάτη τους; Οι απαντήσεις που δίνει η επίσης Γαλλοεβραία συγγραφέας είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσες, όσο και εκείνες σχετικά με το γιατί ο νεαρός τότε Μοντιανό δέχεται το Βραβείο από αυτούς και βέβαια και την πλουσιοπάροχη επιταγή της εκκεντρικής εκατομμυριούχου. Σε εκείνον όμως που η συγγραφέας δίνει το μυθιστορηματικό κλειδί- δηλαδή στην ίδια- να «ανοίξει» παράθυρο προς το συγγραφικό μέλλον του Μοντιανό, είναι ο επαρχιώτης πλην φιλαναγνώστης Αριστίντ Μπουασόν. Ο συμβολαιογράφος – ελλείψει καλεσμένων- προσκαλείται στο γεύμα, γνωρίζει τον Μοντιανό, διαβάζει το μυθιστόρημά του και ανασύρει από τη μνήμη του την αληθινή ιστορία μιας οικογένειας Γαλλοεβραίων που είχε γνωρίσει το 1941, σ΄ένα μικρό, άθλιο, παριζιάνικο ξενοδοχείο, την Σεσίλ και τον Ερνέστ Μπρυντέρ οι οποίοι είχαν χάσει την 15χρονη κόρη τους , Ντόρα. Ο Μπουασόν θέλει να την διηγηθεί στον νεαρό συγγραφέα, «που θέλγεται από τον ζόφο, λατρεύει την αμφισημία, το σκοτεινό, το μυστήριο, θα ενδιαφερόταν για την ιστορία της εξαφανισης ενός δεκαπεντάχρονου κοριτσιού στο κατεχόμενο από τους Γερμανούς Παρίσι». Και βέβαια η Ντρεφύς με ένα έξυπνο κλείσιμο του ματιού μας παραπέμπει, χωρίς να το κατονομάζει, στο βαθιά ανθρώπινο, σπαρακτικό βιβλίο του Πατρίκ Μοντιανό «Dora Bruder» το οποίο στην Ελλάδα κυκλοφόρησε για πρώτη φορά από τις εκδόσεις Πατάκη το 1999 και επανεκδόθηκε το 2014 από τον ίδιο εκδοτικό οίκο.
Πίσω όμως από όλους τους ήρωες του μυθιστορήματος της Ντρεφύς, αναδύεται το Παρίσι και η διαχρονική Ιστορία του. Το Παρίσι με τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις του, το Παρίσι των Μακί [γαλλική Αντίσταση]αλλά και των δοσιλόγων, των εξοντωμένων γαλλοεβραίων του, αλλά και των λαμπρών μνημείων του που σεβάστηκε ακόμα και ο τελευταίος Γερμανός Στρατηγός διοικητής του και δεν τα ανατίναξε όπως του πρόσταξε ο Χίτλερ, λίγο πριν την άφιξη των συμμαχικών δυνάμεων σ’ αυτό, το Παρίσι με τις μοναδικές ομορφιές του, τις απολαύσεις του, τη ζωντάνια του, τους μποέμ και τους καλλιτέχνες του, τα καφέ του, τα ιστορικά ξενοδοχεία του, όπως το Meurice. Η Ντρεφύς κατόρθωσε να μιλήσει για όλα αυτά, με αφορμή τον Μάη του ’68, μ’ έναν φαινομενικά ανάλαφρο και παιγνιώδη τρόπο αλλά μεστό, και πυκνό σε νοήματα. Αποτέλεσμα, η αναγνωστική απόλαυση στην οποία αναμφισβήτητα συντελεί η εξαιρετική μετάφραση του Ανδρέα Παππά, που κατόρθωσε να αναδείξει το λεπτό, υποδόριο χιούμορ της συγγραφέως και τις πολλαπλές αποχρώσεις του μυθιστορήματος της.
info: Pauline Dreyfus: ΓΕΥΜΑ ΣΤΑ ΟΔΟΦΡΑΓΜΑΤΑ [εκδ. Πατάκη]
Στο αρθρο δεν γινεται καθολου αναφορα ,για τον εβραιο δανηιλ κοεν μπεντιν.