Της Ελένης Σβορώνου.
.
Όσο αινιγματικός είναι ο τίτλος (Η Κοντορεβιθούλα) του φιλοσοφικού αυτού δοκιμίου του Michel Serres, άλλο τόσο εύγλωττος είναι ο υπότιτλος (Ο κόσμος άλλαξε τόσο πολύ που οι νέοι πρέπει ν’ ανακαλύψουν ξανά τα πάντα: τρόπους να ζουν μαζί, θεσμούς, τρόπους της ύπαρξης και της γνώσης). Το ανά χείρας μικρό –μόλις 123 σελίδες— βιβλίο είναι ένα διαμάντι οξυδερκούς σκέψης, στοχασμού και ανάλυσης της νέας γενιάς. Είναι ένας οδηγός σε όσους αναζητούν κλειδιά ερμηνείας μιας κοινωνίας (της δυτικής τουλάχιστο) που αλλάζει ραγδαία. Είτε είσαι γονιός που θέλει να καταλάβει τους έφηβους γιους και κόρες του, είτε εκπαιδευτικός που πασχίζει να ερμηνεύσει τι κάνει λάθος και η μουρμούρα στην τάξη ή στο αμφιθέατρο δε λέει να σταματήσει, είτε ένας οποιοσδήποτε πολίτης που θέλει να κατανοήσει τους νέους δίχως να καταφεύγει σε επιφανειακές αξιολογικές κρίσεις, το βιβλίο αυτό είναι ένα υπέροχο «λυσάρι». Και μάλιστα γραμμένο σε μια γλώσσα απολύτως προσιτή χωρίς να είναι υπερβολικά εκλαϊκευτική. Είναι τόσο πυκνό και απέριττο το ύφος, όσο χρειάζεται για να κρατά το νου σε εγρήγορση.
Γιατί Κοντορεβιθούλα λοιπόν; Ο Κοντορεβιθούλης, το γνωστό παραμύθι που κατέγραψε ο Charles Perrault, είναι απόδοση του «Petit Poucet». Ο μικρός ήρωας του παραμυθιού παίρνει το όνομά του από τη λέξη pouce που σημαίνει αντίχειρας. Ονομάζεται, άρα, «Μικρός αντίχειρας» επειδή είναι ιδιαίτερα επιδέξιος στις κινήσεις του και στις επινοήσεις του. Ο συγγραφέας βαφτίζει τη δική του ηρωίδα Petite Poucette, Κοντορεβιθούλα, αναφερόμενος στην καταπληκτική επιδεξιότητα που έχουν σήμερα οι νέοι να χειρίζονται πληκτρολόγια, οθόνες αφής και όλα τα μέσα της σύγχρονης τεχνολογίας. Τα δάχτυλά τους πετάνε μπροστά στα έκπληκτα μάτια μας! Τα οποία δάχτυλα είναι συχνά κομψά, με βαμμένα πολύχρωμα νύχια, ενίοτε με αυτοκολλητάκια και μικροσκοπικά σχέδια. Είναι δηλαδή γυναικεία δάχτυλα. Ο Serres αποδίδει φόρο τιμής στο «δεύτερο φύλο» που εισβάλλει δυναμικά στη σκηνή και αναλαμβάνει ηγετικές θέσεις στον επαγγελματικό στίβο και στην κοινωνική ζωή.
Ποια είναι λοιπόν αυτή η Κοντορεβιθούλα; Ποια είναι αυτά τα νέα παιδιά που θέλουμε να τα διδάξουμε, στα σχολεία και στα Πανεπιστήμια;
«Πριν διδάξει κανείς οτιδήποτε σε οποιονδήποτε, οφείλει τουλάχιστον πρώτα να τον γνωρίσει. Ποιος είναι αυτός που πηγαίνει σήμερα στο σχολείο, στο δημοτικό, το γυμνάσιο, το λύκειο, το πανεπιστήμιο;» αναρωτιέται στην προμετωπίδα του βιβλίου ο συγγραφέας. Αυτόν θα επιχειρήσει να μας γνωρίσει στη μελέτη του.
Το βιβλίο χωρίζεται σε τρία μέρη: Η Κοντορεβιθούλα, το Σχολείο, η Κοινωνία. Από το άτομο στη συλλογικότητα του σχολείου και από κει στη συλλογικότητα της παγκόσμιας κοινότητας.
Το πορτρέτο της Κοντορεβιθούλας προβάλλει ανάγλυφο: δεν έχει δει ποτέ στη ζωή της μοσχαράκι (ζει μακριά από τη φύση), έχει όμως οικολογικές ευαισθησίες και φέρεται πιθανόν καλύτερα στο περιβάλλον από ό, τι οι γονείς της. Κατοικεί στην πόλη, σε έναν υπεράριθμό κόσμο (από τα δυο δισεκατομμύρια ψυχές περάσαμε στα επτά μέσα στο διάσημα μιας και μόνο ανθρώπινης ζωής), όπου το προσδόκιμο ζωής έχει φτάσει στα 80. Δεν έχει ζήσει πόλεμο ενώ απολαμβάνει τα αγαθά της ιατρικής επιστήμης που απαλύνει τον πόνο. Η σύλληψη και γέννησή της είναι αποτέλεσμα προγραμματισμού, οι γονείς της, που ανήκουν σε άλλη γενιά (η μέση ηλικία της μητέρας για το πρώτο της παιδί αυξήθηκε κατά 15 χρόνια), έχουν πιθανόν χωρίσει, και ίσως ζει σε μια διευρυμένη οικογένεια με αδέρφια εξ αγχιστείας. Μεγαλώνει, τέλος, σε μια πολυπολιτισμική σχολική τάξη. Τα παιδιά αυτά λοιπόν υπέφεραν λιγότερο από τους προκατόχους τους και έχουν μια εντελώς διαφορετική αίσθηση του κόσμου, της κοινωνίας, της Ιστορίας, της πατρίδας, και της ηθικής. Και της γνώσης:
«Με το κινητό τους τηλέφωνο έχουν πρόσβαση σε όλα τα πρόσωπα. Με το GPS σε όλους τους τόπους και με το Δίκτυο σε όλη τη γνώση. Τριγυρνούν έτσι διαρκώς σε έναν χώρο γειτνιάσεων, ενώ εμείς ζούσαμε σε έναν χώρο μετρικό, οριζόμενο από τις αποστάσεις.
Δεν κατοικούν πια στον ίδιο χώρο.
Χωρίς να το πάρουμε είδηση, ένα νέο ανθρώπινο ον γεννήθηκε, μέσα σε ένα σύντομο χρονικό διάστημα, αυτό που μας χωρίζει από τη δεκαετία του 1970.»
Τι είδους γνώση λοιπόν και με ποιον τρόπο να μεταφέρουμε στην Κοντορεβιθούλα; Ο παλιός χώρος των συγκεντρώσεων, εκείνος όπου ο δάσκαλος μιλά και ο μαθητής ακούει, είναι υπό διάλυση. Να γιατί δε σταματά εύκολα η μουρμούρα και ο θόρυβος στην τάξη και το αμφιθέατρο! Δεν είναι η έλλειψη σεβασμού, ένα είδος έλλειψης καλών τρόπων όπως μας αρέσει καμιά φορά να λέμε. Η συγκέντρωση, η συνάθροιση μαθητείας έχει χάσει το νόημά της. Ο δάσκαλος μπορεί να μιλάει και από το σπίτι του και να τον παρακολουθεί ο μαθητής!
Έχουμε απόλυτο ανάγκη από μια ριζική αλλαγή στον χώρο της εκπαίδευσης, αλλά επιμένουμε να κρατιόμαστε μακριά της. Οι μεταρρυθμίσεις στην εκπαίδευση μοιάζουν με γύψο σε ξύλινα πόδια. Ο συγγραφέας όμως δεν επιδαψιλεύει ευθύνες:
«Γιατί λοιπόν δεν έγιναν […] οι αλλαγές αυτές; Φοβάμαι πως το φταίξιμο είναι των φιλοσόφων –ανάμεσά τους βέβαια και εγώ- πρόσωπα που η κλίση τους είναι να προβλέπουν τις γνώσεις και τις πρακτικές που έρχονται.»
Ίσως κάπως υπερβολικά αισιόδοξο σχόλιο για τον ρόλο των φιλοσόφων στη διαμόρφωση πολιτικής…
Εκεί όμως όπου ο Serres γίνεται πραγματικά πολύ αισιόδοξος είναι στο τρίτο μέρος του βιβλίου, στην ανάλυση της νέας κοινωνίας που ευαγγελίζεται η Κοντορεβιθουλα. Ένα πραγματικό εγκώμιο, ένα Δοξαστικό, στη νέα εποχή! Οι τίτλοι του τρίτου κεφαλαίου χαρακτηριστικοί: Το εγκώμιο της αμοιβαίας αξιολόγησης, το εγκώμιο του Χ.Πότερ, του νοσοκομείου, των ανθρώπινων φωνών, των δικτύων, του κώδικα, του διαβατηρίου, κ. ο. κ.
Αλλά και «ο τάφος της εργασίας»: Η Κοντορεβιθούλα ψάχνει να βρει δουλειά. Αλλά και όταν βρίσκει, πλήττει στη δουλειά της επειδή δεν βλέπει το αποτέλεσμα, η αξία του έργου της κεφαλαιοποιείται κάπου στο γραφείο μελετών εκεί ψηλά. Άλλωστε ονειρεύεται μια άλλη εργασία, τα προϊόντα της οποίας δε ρυπαίνουν τον πλανήτη, δεν καταπατούν τα ανθρώπινα δικαιώματα, γενικά γυρεύει νόημα στην εργασία. Γυρεύει μάλλον «μια κοινωνία χωρίς τα δομικά υλικά της εργασίας. Με ποια άλλα όμως; Και πόσες φορές αλήθεια ζητούν τη γνώμη της;»
Παράλληλα με την αισιόδοξη και εγκωμιαστική ματιά στον νέο κόσμο της Κοντορεβιθούλας αναδεικνύεται και η αδυναμία των μεγάλων να κατανοήσουν τον κόσμο της. Άραγε θα καταφέρει η Κοντοεριβθούλα να δώσει απαντήσεις ερήμην ή σε πείσμα του παλιού κόσμου; Τουλάχιστο ας προσπαθήσουμε να την ακούσουμε.
Ο Michel Serres, ναυτικός και φιλόσοφος, γεννήθηκε το 1930 στη Γαλλία. Αξιωματικός του Ναυτικού, διδάκτωρ, το 1968, καθηγητής στα πανεπιστήμια του Κλερμόν-Φεράν, Βενσέν, Σορβόννης και στο Στάντφορντ, εξελέγη το 1990 μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας.
Πληροφορίες:
Michel Serres, Η Κοντορεβιθούλα. O κόσμος άλλαξε τόσο πολύ που οι νέοι πρέπει ν’ανακαλύψουν ξανά τα πάντα: τρόπους να ζουν μαζί, θεσμούς, τρόπους της ύπαρξης και της γνώσης.
Μετάφραση: Δημήτρης Ποταμιάνος.
Εκδόσεις Ποταμός, 2013.