Της Νίκης Κώτσιου.
Τα μαύρα χρόνια της γερμανικής κατοχής και ο γαλλικός αντι-σημιτισμός είναι από τις σταθερές που επανέρχονται με έμφαση στο έργο του (νομπελίστα πια) Πατρίκ Μοντιανό, έργο που αναπτύσσεται με τρόπο αριστοτεχνικό μέσα σε μια κλειστοφοβική ατμόσφαιρα διάψευσης, φόβου και παρακμής. Εύλογο, αν λάβουμε υπ’όψι ότι ο Μοντιανό έχει εβραϊκές ρίζες από την πλευρά του πατέρα τoυ, φιγούρας μάλλον σκοτεινής που παρέμεινε μέχρι το τέλος άλυτο αίνιγμα για το γιο. Τα στοιχεία αυτά συνυπάρχουν και δίνουν τον τόνο στην «Ντόρα Μπρούντερ», που διερευνά τη συμβιωτική σχέση γραφής και μνήμης και τη διάσωση της μνήμης του Ολοκαυτώματος, όταν έχουν πια τελειώσει οι αφηγήσεις και οι ενθυμήσεις από πρώτο χέρι. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή.
Μια αγγελία αναζήτησης σε κάποια παλιά εφημερίδα από τον καιρό της Κατοχής βάζει τον αφηγητή- συγγραφέα σε μια απρόβλεπτη περιπέτεια καθώς, εν είδει ντέτεκτιβ, θα προσπαθήσει να διαλευκάνει την υπόθεση αναδρομικά ρίχνοντας φως στα γεγονότα. Στην αγγελία της Παρί Σουάρ με ημερομηνία 31ή Δεκεμβρίου 1941 ,ο Ερνέστ και η Σεσίλ Μπρούντερ, αμφότεροι εβραίοι που ζουν στο γερμανοκρατούμενο τότε Παρίσι, αναζητούν την κόρη τους Ντόρα, εσώκλειστη μέχρι τότε σε καθολικό σχολείο, που το’ χει σκάσει και αγνοείται. Η εφημερίδα πέφτει στα χέρια του Μοντιανό εν έτει 1988 και μετά από έρευνα περίπου μιας δεκαετίας, προκύπτει το βιβλίο «Ντόρα Μπρούντερ»(επανέκδοση από τις εκδόσεις Πατάκη, σε ωραία μετάφραση της Καλής Τζώρτζη), που δίνει αναδρομικά απάντηση στο ζητούμενο της αγγελίας και καταγράφει σαν ημερολόγιο όλη την κοπιώδη και δύσκολη προσπάθεια να εντοπιστούν τα ίχνη της Ντόρα μέχρι το θάνατό της στο Άουσβιτς. Βιογραφία, αυτοβιογραφία αλλά και μυθοπλασία, η «Ντόρα Μπρούντερ» είναι ένα υβριδικό αφήγημα μεταμνήμης,
μνήμης όχι άμεσα βιωμένης από πρώτο χέρι αλλά μεταγενέστερης , διαμεσολαβημένης αλλά πάντα τραυματικής.
Είναι ενδιαφέρον το ότι ο αφηγητής, που εδώ ταυτίζεται με το συγγραφέα Μοντιανό, εγγράφει και τον εαυτό του μέσα στην αφήγηση παρεμβάλλοντας σκηνές και του δικού του βίου, καθώς βλέπει πάνω στην Ντόρα κάποιες πτυχές της δικής του άστατης εφηβείας, που τον παρακινούν να κάνει παραλληλισμούς και να διαπιστώσει μέχρι και ομοιότητες. Μέσω της ταύτισης και της προβολής μοιάζει να ιδιοποιείται ένα μέρος από το παρελθόν της κοπέλας αναγνωρίζοντας πάνω της όψεις του δικού του χαρακτήρα . Σε αντίθεση με την αφηγηματική φωνή του Sebald που γίνεται όλο και πιο δυσδιάκριτη μέχρι να εξαφανιστεί τελείως, η φωνή του Μοντιανό είναι καθαρή και στεντόρεια και αδιαλείπτως υπογραμμίζει την παρουσία και τον ενεργό του ρόλο στα τεκταινόμενα.
Προκειμένου λοιπόν να τη διασώσει από τη λήθη, ψάχνει μανιωδώς τα κάθε λογής αρχεία ακόμη και τα σχολικά, ανασύρει πιστοποιητικά, δελτία, ξεψαχνίζει αστυνομικά μητρώα, καταλόγους, καταχωρίσεις. Φαντάζεται και ακολουθεί τις πιθανές διαδρομές της στο Παρίσι, φτιάχνει τα δρομολόγια της καθημερινότητάς της, περιηγείται γειτονιές, οικοδομικά τετράγωνα ή περιοχές που ίσως σχετίζονταν μαζί της και όπου ενδεχομένως μπορεί να ανακαλύψει κάποιο χνάρι της. Προσπαθεί να αντικρίσει την πόλη μέσα από τα δικά της μάτια, να βαδίσει πάνω στα αλλοτινά της βήματα και να κατευθύνει το βλέμμα του πάνω σε ό,τι εκείνη θα έκρινε αξιοπρόσεκτο. Κάνει ο ίδιος αυτοψία στα μέρη απ΄όπου ίσως πέρασε κάποτε η Ντόρα, αναζητεί πιθανούς γείτονες, γνωστούς ή φίλους, που θα μπορούσαν να τον διαφωτίσουν περισσότερο.
Η πόλη είναι ένα ακόμη δυσανάγνωστο «αρχείο» που o αφηγητής-ερευνητής-συγγραφέας πρέπει να προσπελάσει με προσοχή, ώστε να μη διαφύγουν τα ίχνη που ενδεχομένως κρύβει εντός της, ίχνη συνήθως απειροελάχιστα κι αδιαφανή που πάντα χρήζουν αποκωδικοποίησης και ερμηνείας, ώστε να καταστούν χρήσιμα. Το Παρίσι περιγράφεται σαν ένα παλίμψηστο με πολλαπλές εγγραφές που σβήνονται η μια μέσα στην άλλη, και μαζί μ’αυτές και κάθε σημάδι προερχόμενο από το παρελθόν. Το μπετόν έχει το γκρι «χρώμα της αμνησίας», που απορροφά και καταστρέφει τη μνήμη. «Ολόγυρα το σκοτάδι, το άγνωστο, η λήθη, το μηδέν». Πάνω σ’ αυτήν την ολισθηρή περιοχή πρέπει να κινηθεί ο συγγραφέας, αν κάπως θέλει να προσεγγίσει την αλήθεια των προσώπων.
Τόπος του θαυμαστού και του τυχαίου, τόπος ανέλπιστων συναντήσεων και απροσδόκητων εμπειριών, το Παρίσι του Μοντιανό επιφυλάσσει εκπλήξεις αλλά και κρύβει καλά τα μυστικά του. Σημαδεμένο από το πέρασμα του χρόνου, στο έλεος των αναπόφευκτων αλλαγών και μεταβολών, άλλοτε διασώζει κι άλλοτε εξαφανίζει τη μνήμη απορροφώντας και αποσιωπώντας το τραυματικό. Ο περιπλανώμενος, κουβαλώντας μια μελαγχολία και μία νοσταλγία μπωντλερικού τύπου, επιχειρεί να αναγνώσει το κρυπτικό κείμενο της πόλης και να οδηγηθεί στο νόημα. Η πόλη ανθίσταται και αρνείται να αποκαλυφθεί παρά το πείσμα και την επιμονή του διαβάτη.
Στοιχειωμένος από τη σχεδόν απτή απουσία-παρουσία της Ντόρα, ο αφηγητής μελετά τα εναπομείναντα μισο-σβησμένα ίχνη της μέσα στη μεταλλαγμένη πόλη του σήμερα, μια πόλη που φανερώνεται εχθρική απέναντι στη μνήμη. Καθώς περπατά στους δρόμους της αλλοτινής της γειτονιάς, αυτή η ομιχλώδης γυναικεία παρουσία άλλοτε ξεπροβάλλει κι άλλοτε εξαφανίζεται στα σοκάκια, τυλιγμένη πάντα με την ίδια μυστηριώδη, ακαταμάχητη αύρα. Εν τη απουσία της, η Ντόρα Μπρούντερ καταφέρνει να είναι πάντα παρούσα στο μυαλό του κι αυτός, παραδομένος στο άπιαστο φάσμα της, αναζητεί το χνάρι της παντού φτιάχνοντας σενάρια και κάνοντας υποθέσεις. Τα κενά που προκύπτουν από τις ελλιπέστατες πληροφορίες, καλείται να τα γεμίσει η φαντασία και η λαχτάρα του για την αλήθεια που διαφεύγει.
Ωστόσο, το μυστικό της Ντόρα δεν θα αποκαλυφθεί ποτέ μένοντας αιώνια δικό της.
«Ένα μικρό και πολύτιμο μυστικό που οι δήμιοι, τα εντάλματα, οι καλούμενες αρχές κατοχής, το κρατητήριο, οι στρατώνες, τα στρατόπεδα, η Ιστορία, ο χρόνος-καθετί που σε κηλιδώνει και σε φθείρει- δε θα μπορέσουν να της το κλέψουν».
INFO: Πατρίκ Μοντιανό: Ντόρα Μπρούντερ, μτφρ. Καλή Τζώρτζη, σελ. 120, εκδ. Πατάκη,2014