της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη
Ο σχεδόν 84χρονος Ντελίλο, με 17 μυθιστορήματα και πορεία μισού αιώνα στα γράμματα, θεωρείται, δικαίως, ο μετρ του τρόμου. Ακόμη και για τα δικά του στάνταρντ όμως, το γεγονός ότι ολοκλήρωσε το πιο πρόσφατο βιβλίο του, με τίτλο «Σιωπή», το Μάρτιο, δηλαδή ακριβώς όταν η Νέα Υόρκη, η πόλη όπου γεννήθηκε και ζει, έμπαινε σε lock down θεωρείται από τη Guardian «εκπληκτικού timing εναγκαλισμός λογοτεχνίας με γεγονότα». Η πλοκή εξελίσσεται το 2022, στον απόηχο της πανδημίας του κορονoϊού όταν «κάτι συμβαίνει», όχι μια νέα πανδημία αλλά μια «απώλεια ρεύματος» που καταλήγει σε ένα «ημι-σκότος» που ερημώνει τα πεζοδρόμια και γεμίζει τους θαλάμους των νοσοκομείων. Κανείς δεν ξέρει τι συμβαίνει επειδή δεν υπάρχουν πλέον τα μέσα για να μάθει τι συμβαίνει. Οι τηλεφωνικές γραμμές σιωπούν. Οι οθόνες μαυρίζουν. Η τεχνολογία χρεωκοπεί.
Σύμφωνα με το συγγραφέα, που βασίζει το έργο του πολύ σε εικόνες, η ιδέα για το βιβλίο προέκυψε από την εικόνα μιας κενής οθόνης: «Αναρωτήθηκα τι θα συνέβαινε αν το ρεύμα κοβόταν παντού, αν δεν λειτουργούσε τίποτε, ένα καθολικό blackout.» Η ιδέα εκκολάφθηκε χάριν δυο παραγόντων:
Πρώτον μιας ασυνήθιστης για το συγγραφέα πτήσης από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη: « Πέρασα σχεδόν όλη τη διάρκεια της πτήσης κοιτάζοντας τις οθόνες κάτω από τα ντουλάπια χειραποσκευών. Έβγαλα ένα παλιό τετράδιο που κουβαλάω πάντα και σημείωσα λεπτομέρειες, έγραφα στη γλώσσα που οι λέξεις εμφανίζονταν στην οθόνη: εξωτερική θερμοκρασία, ώρα στη Νέα Υόρκη, ώρα άφιξης, ταχύτητα εδάφους κτλ. Έριξα μια ματιά στο τετράδιο όταν έφτασα σπίτι και άρχισα να σκέφτομαι αυτό που τελικά εξελίχθηκε στο πρώτο κεφάλαιο του βιβλίου.»
Δεύτερον, ενός τόμου από το 1912- το χειρόγραφο της θεωρίας της σχετικότητας του Einstein: «Πρόκειται για ένα υπερμεγέθες βιβλίο – μεγάλο μέρος του παραείναι τεχνικό για εμένα». Το μεταφρασμένο στα αγγλικά κείμενο, μαζί με άλλα βιβλία που αφορούν τη ζωή και το έργο του Αϊνστάιν παρακίνησαν τον Ντελίλο να αρχίσει το μυθιστόρημα. Ο συνδετικός κρίκος των δυο παραγόντων; Ο χρόνος.
Την εμμονή με τον Αϊνστάιν -τον εμιγκρέ Αμερικάνο, τον κοσμικό Εβραίο, τον τύπο με το τρελό μαλλί από τις διαφημίσεις της Apple- μοιράζεται με τον συγγραφέα και ένας από τους χαρακτήρες του βιβλίου, ένας δάσκαλος φυσικής στο Bronx, ο Martin Dekker που, με τις γνώσεις κβαντικής φυσικής που διαθέτει, προτείνει πως αυτό που «χάλασε» δεν είναι η τεχνολογία αλλά ο ίδιος ο χρόνος: « Μήπως ζούμε σε μια πλασματική πραγματικότητα;» διερωτάται. « Σε ένα μέλλον που δεν θα έπρεπε να έχει σχηματιστεί ακόμη;» Η θεωρία της σχετικότητας προτείνει πως κανένα γεγονός, και σίγουρα καμία αντίληψη γεγονότος, δε μπορεί να είναι απολύτως ταυτόχρονο. Στην πραγματικότητα δε μπορεί να υπάρχει παρόν: ο χρόνος μπορεί να είναι αναστρέψιμος, αλλά δε μπορεί να σταματήσει, οπότε το Τώρα δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνο ως λογοτεχνία. Ο Μάρτιν επιχειρηματολογεί πως χωρίς τεχνολογία, η απουσία ενός παρόντος- ή έστω η λογοτεχνικότητά του- θα ξαναγίνει απτή στις εμπειρίες μας. Χωρίς την τεχνολογία να μας ενώνει, θα αντιληφθούμε εκ νέου το δικό μας διακριτικό, προσωπικό παρόν που δεν έχει απολύτως τίποτε κοινό με το παρόν των συντρόφων μας, των οικογενειών μας, των γειτόνων μας, και αυτό θα μας τρελάνει.
Για τον Μάρτιν η Αγία Τριάδα είναι ο Αϊνστάιν, ο Χάιζενμπεργκ και ο Γκέντελ ή αλλιώς «η σχετικότητα, η αβεβαιότητα κα η ατέλεια».
Εκτός από τηn κβαντική φυσική, στη «Σιωπή» απαντώνται τα γνώριμα ντελιλιακά μοτίβα- οι συλλογικές ιεροτελεστίες των αμερικανικών αθλητικών γεγονότων, της παγκόσμιας παράνοιας, της τρέλας ή της σοφίας του πλήθους, της τρομοκρατίας και της τεχνολογικής δυστοπίας. Τα πρώτα του έργα βρίθουν με αναφορές στην αμερικανική ποπ κουλτούρα και σενάρια Αποκάλυψης όπως το “End Zone” (1972) που πραγματεύεται το αμερικάνικο football και τον πυρηνικό πόλεμο ή το «Great Jones Street” (1973) που μιλάει για την ποπ μουσική και την εγχώρια τρομοκρατία.
«Ο συγγραφέας είναι ηγέτης, όχι ουραγός.» είχε πει ο Ντελίλο στον Jonathan Frazer, αναφερόμενος σε έργα όπως τα «Ονόματα» και ο «Λευκός Θόρυβος» που αφορούν στην εγχώρια τρομοκρατία και σε μια μυστηριώδη οικολογική καταστροφή ήδη από το1982 και το 1985 αντιστοίχως και καθιερώθηκε ως συγγραφέας-προφήτης. Το «Ζυγός» (1988) με θέμα τη δολοφονία του Κένεντυ, θεωρείται από τον κριτικό Michael Wood «το τελευταίο πολύ καλό βιβλίο της χρυσής εποχής της αμερικανικής παράνοιας» αλλά κόστισε στο Ντελίλο μερίδα από το αναγνωστικό κοινό του που απομακρύνθηκε. Ο ίδιος δήλωσε πως δεν τον πείραζε : «ο συγγραφέας δουλεύει ενάντια στην εποχή του και λαμβάνει ικανοποίηση από το να μην διαβάζεται το έργο του ευρέως. Το κοινό μειώνει το συγγραφέα». Μετά το τέλος της ιστορίας, στη δεκαετία του 1990, ο Ντελίλο επέμενε στα γνώριμα μοτίβα του και με κάποιους νοσταλγικούς συμβολισμούς της καταστροφής.
Η «Σιωπή» ξεκινάει με το Jim και την Tess, εν μέσω πτήσης από το Παρίσι στη Νέα Υόρκη. Ο μεταξύ τους διάλογος, μοιάζει αυτοματοποιημένος και βαρετός σαν τις πληροφορίες στις οθόνες κάτω από τα ντουλάπια χειραποσκευών. Ξαφνικά κάτι ταρακουνάει το αεροπλάνο και η Tess διερωτάται αν φοβούνται. Μετά την άφιξή τους θα κατευθυνθούν στο διαμέρισμα της Diane και του Max,όπου ήδη βρίσκεται και ένας παλιός φοιτητής της Diane, o Martin, για να δουν όλοι μαζί το Super Bowl. Με το που ξεκινάει, οθόνες, κινητά, τα πάντα νεκρώνουν. Αν κάποιος περιμένει φόνους, δολοφονίες και λοιπές συμφορές θα απογοητευτεί. Ο Ντελίλο πραγματεύεται την εξάρτηση μας από την τεχνολογία. «Τι συμβαίνει» διερωτάται ο αφηγητής « σε όσους ζουν μέσα από τα κινητά τους;»
Δεδομένου ότι ρυθμός της λογοτεχνίας ταιριάζει καλύτερα σε αυτά που ήταν, σε αυτά που θα είναι και σε αυτά που δεν είναι (όπως π.χ. η αυλή του Ερίκου του 8ου, τα Westeros, ή ο πλανήτης Άρης), οι New York Times αποδίδουν στην επιμονή του Ντελίλο μια δονκιχωτική ποιότητα να γράφει για τον σύγχρονο πολιτισμό αποφεύγοντας τα αστυνομικά, το ρεπορτάζ ή το non fiction, στο οποίο καταφεύγουν οι περισσότεροι όταν θέλουν να μιλήσουν για το παρόν ή σε ένα είδος δημοσιογραφικής λογοτεχνίας όπου η πραγματικότητα επισκιάζει τη φαντασία. Ο Ντελίλο αντιμετωπίζει το επίκαιρο όχι ως απόπειρα σχετικότητας αλλά ως μια λαχτάρα για αμοιβαιότητα, για κάτι που μπορεί να μοιραστεί. Οι ειδήσεις αποτελούν για τον Ντελίλο τον τελευταίο πολιτισμό που όλοι μας μοιραζόμαστε- όχι οι ειδήσεις ως προσυμφωνημένα γεγονότα, αλλά ως μια ξεχωριστή και συνεχώς ανανεούμενη κρυφή μνήμη αισθήσεων που θα προβληματίσουν, θα συζητηθούν και τελικά θα ξεχαστούν.
Για το λόγο αυτό, στο έργο του δεν αρκείται στη δημοσιογραφική απεικόνιση της πραγματικότητας: θέλει να μας πει όχι πώς έχουν τα πράγματα, αλλά πώς γίνονται αισθητά. Η μεγαλοφυΐα του έγκειται ακριβώς σε αυτή του την ικανότητα να καταγράφει το συναίσθημα της στιγμής. Είτε πρόκειται για χρηματοοικονομική κατάρρευση, είτε για τρομοκρατία, είτε για πυρηνική και βιοχημική καταστροφή, όπως στα «Ονόματα», το «Μαο ΙΙ», το «Κοσμόπολις» ή το «Λευκός Θόρυβος», τα γεγονότα έλαβαν χώρα κάπως διαφορετικά από την πραγματικότητα, το καθοριστικό όμως ήταν οι αντιδράσεις των χαρακτήρων του Ντελίλο. Το να διαβάζει κανείς για την 11η Σεπτεμβρίου ή την κρίση ή την πανδημία στον καιρό της πανδημίας αποτελεί διαδικασία επανασύνδεσης, ένα πείραμα μιμητικής κατά το οποίο η διαύγεια του συγγραφέα παραβιάζει τη δική μας.
Ο Ντελίλο επιθυμεί να αποσαφηνίσει μια οικουμενική συμφορά: τη θνητότητα. Αυτό αποτελούσε το θέμα του προηγούμενου βιβλίου του «Ζero K» που πραγματεύεται τη χρήση της τεχνολογίας για να σταματήσει το γήρας και οι ασθένειες σε μια απόπειρα αποφυγής του θανάτου και επίτευξης ανάστασης. Η «Σιωπή» είναι, σύμφωνα με τους New York Times, ακόμη πιο αμείλικτη και ξεγυμνωμένη, αν και το θέμα της είναι ευρύτερο: άνθρωποι αποστερημένοι της τεχνολογίας παραιτούνται και πεθαίνουν, όχι έναν ατομικό αλλά ένα πολιτισμικό θάνατο, το τέλος του κόσμου, το τέλος της εποχής.
info: Ντελίλο, Η Σιωπή, μτφρ. Ζωή Μπέλλα- Αρμάου, Gutenberg