τῆς Ἔφης Κατσουροῦ
«μὲ τὴ χώρα μου στὸ χάρτη τοῦ χεριοῦ»
Γ. Βέης, «Μοναξιὰ ἰστιοφόρου», Παράφραση τῆς νύχτας
Συχνά, καὶ κατὰ κανόνα πλησίον τῶν παύσεων τοῦ καιροῦ, τῶν διαστημάτων ἐκείνων ποὺ ὁ χρόνος εἶναι μὲ τὸ μέρος μας, καὶ μποροῦμε νὰ τὸν ξοδέψουμε ὅπως ἐπιθυμοῦμε, τείνουμε νὰ μιλᾶμε γιὰ ταξίδια· νὰ τὰ ὀνειρευόμαστε, νὰ τὰ ὀργανώνουμε καὶ κάποτε, ἀπὸ καιροῦ εἰς καιρὸν, ἄλλοι συχνότερα κι ἄλλοι σπανιότερα, νὰ τὰ πράττουμε. Μὲ ἄξονα αὐτή, τῆς μοναδικῆς μυθολογίας, ἔννοια, τὸ ταξίδι, οἱ ἄνθρωποι, καὶ μέσα σὲ αὐτοὺς κι οἱ ποιητές, χωρίζονται σὲ δύο μεγάλες κατηγορίες, σὲ ἐκείνους, ποὺ κάνουν τὸ σῶμα τους σχεδία καὶ παραδίδονται σὲ ἕνα ἀτελεύτητο ταξίδι μὲ διαρκῶς ἀνανεωνόμενο προορισμό καὶ μόνον εὑρισκόμενοι σὲ αὐτὴ τὴν ἀέναη κίνηση εὐτυχοῦν καὶ στοὺς ἄλλους, οἱ ὁποῖοι ριζώνουν σὲ μήκη καὶ πλάτη πεπερασμένα, ταλαντεύονται ἀνάμεσα σὲ πόλους ὁρατοὺς καὶ σπάνια ἐπιτρέπουν σὲ ἕνα ἐλεύθερο κλαρί, σὲ ἕνα φύλλο τους νὰ τεντωθεῖ, νὰ τὸ παρασύρει ὁ ἄνεμος καὶ νὰ φτάσει σὲ τόπους ἄγνωρους. Ὄχι ἀπὸ φόβο, μὰ ἀπὸ ἕνα ἰδιότυπο αἴσθημα αὐτάρκειας. Στὴν περίπτωση τῶν ποιητῶν, τὸ ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρον εἶναι ὅτι ἡ κίνηση αὐτή, ἡ αγεωμέτρητη καμπύλη ἀπὸ τὴ μία καὶ ἡ ἡμιτονοειδὴς καμπύλη μίας ἁρμονικῆς ταλάντωσης ἀπὸ τὴν ἄλλη, εἶναι ἄρρηκτα συνδεδεμένη μὲ τὴν γραφή τους, ὄχι ὅμως ὑπὸ τὴν ἔννοια τῆς συλλογῆς εἰκόνων, τῆς ἄντλησης ἐρεθισμάτων ἀπὸ τὸν νέο τόπο ἢ τὸν οἰκεῖο χῶρο ἀντίστοιχα, ἀλλὰ ὡς καθεαυτὴ πράξη ἀπελευθέρωσης τῆς πυρίκαυστης ὕλης ποὺ κουβαλοῦν στὸ σαρκίο τους. Γιὰ τὴν πρώτη ἀπὸ τὶς δύο κατηγορίες, τὸ ταξίδι, μοιάζει μὲ τὸ χῶρο καὶ τὸ χρόνο, ἐπώασης τῆς γραφῆς, ἐνῶ γιὰ τὴ δεύτερη, προβάλλει, ὡς συνθήκη ἀνοικείωσης, ἀπομάκρυνσης ἀπὸ τὸν οἰκεῖο χῶρο καὶ χρόνο ἀπελευθέρωσης τῶν αἰσθημάτων. Μὲ ἄλλα λόγια, θὰ μποροῦσε κανεὶς κάπως σχηματικὰ νὰ πεῖ, ὅτι μποροῦμε νὰ μιλοῦμε γιὰ ποιητὲς -καὶ ἀνθρώπους ἐν γένει- τοῦ Ἐκεῖ καὶ ποιητὲς καὶ ἀνθρώπους τοῦ Ἐδῶ.
Μέσα βέβαια, σὲ αὐτὴ τὴν κατηγοριοποίηση, ὅπως σὲ κάθε ἀνάλογη προσπάθεια, ἐλλοχεύουν κίνδυνοι μηδενιστικῶν γενικεύσεων, ἀφοῦ κάθε κανόνας, κάθε προσπάθεια παραμετροποίησης τῆς ἀνθρώπινης βούλησης καὶ πράξης, καὶ εἰδικὰ ὅταν μιλᾶμε γιὰ δημιουργία, καὶ ἐν προκειμένῳ, γιὰ ποίηση, ἀπαλείφει τὴ μοναδικότητα τοῦ προσώπου γιὰ νὰ φτάσει στὴν εὐρύτητα τοῦ κανόνα. Μία τέτοια περίπτωση, ποὺ ξεφεύγει ἀπὸ τὸ γενικὸ πλαίσιο, εἶναι ὁ ποιητὴς Γιῶργος Βέης, ὁ ὁποῖος μοιάζει νὰ μετεωρίζεται στὸ διηνεκές ἀνάμεσα σὲ ἕνα ἀπείρως ἐναλλασσόμενο καὶ ἀναγεννητικὸ Ἐκεῖ καὶ τὸ σταθερὰ ἀειθαλὲς καὶ ζωογόνο Ἐδῶ. Κρατῶντας στὰ χέρια μου, καὶ ἔχοντας πρὸ ὀλίγων ὡρῶν ὁλοκληρώσει τὴν περιπλάνηση μου στοὺς ποιητικοὺς κόσμους τοῦ νέου «ταξιδιωτικοῦ» του βιβλίου Ἐκεῖ, νοιώθω ὅτι συνομιλῶ ξανὰ μὲ τὸν ποιητὴ Γιῶργο Βέη, τῆς Γεωγραφίας κινδύνων, τῶν Ὑστερογράφων γῆς, τοῦ Γιὰ ἕνα πιάτο χόρτα καὶ ὅλων τῶν ὑπόλοιπων ποιητικῶν του βιβλίων, ἀφοῦ τὸ Ἐκεῖ στὰ μάτια μου προστίθεται καὶ ἀποτελεῖ πλέον, ἀναπόσπαστο κομμάτι τοῦ ποιητικοῦ του ἔργου. Δηλώνοντας καὶ ὁ ἴδιος, πλειστάκις, σὲ συνεντεύξεις του ὀπαδὸς τῆς ἑνιαίας γραφῆς, μὲ νομιμοποιεῖ, καὶ κατὰ τρόπον μὲ προτρέπει νὰ δῶ τὶς μαρτυρίες του αὐτὲς ὄχι ὡς ὑπομνήσεις ταξιδίων, ἀλλὰ ὡς λυρικὲς (ἀντ-)αποδόσεις τόπων, ὡς ποιητικὲς συνέχειες καὶ ἀσυνέχειες τῆς ποίησης καὶ τῆς ζωῆς του.
Γνωρίζοντας κανείς, ὅτι ὁ Βέης μετρᾶ ἤδη, μαζὶ καὶ μὲ τὸ πρόσφατο Ἐκεῖ, ἐννέα ταξιδιωτικὰ βιβλία, ἔναντι δεκατριῶν ποιητικῶν, καὶ συλλογιζόμενος τὴ γραφή του ὡς μία συνάρτηση καὶ τῆς ἐπαγγελματικῆς του πορείας στὸ διπλωματικὸ σῶμα, ἴσως νὰ ἔσπευδε νὰ τὸν κατατάξει στοὺς ποιητὲς τοῦ Ἐκεῖ. Ὁ Βέης κινεῖται, κινεῖται ἄτακτα καὶ συνεχῶς, οἱ στάσεις του μετροῦν διάρκειες ποὺ ὁρίζονται ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἐπίταξη τῆς ἐργασίας καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὴν ἴδια τὴν ἐπιθυμία, χαράσσοντας μία καμπύλη ἀνυπότακτη σὲ ὁποιονδήποτε εὐκλείδειο κανόνα μὲ πλατώματα, κορυφὲς καὶ κοιλότητες ποὺ ἐναλλάσσονται ἀενάως ὁρίζοντας μιὰ διαδρομὴ ἀνεπιτήδευτη καὶ ἰδιαζόντως θελκτική γιὰ τοὺς ἐραστὲς τῶν περιηγήσεων. Ὡστόσο, ἐγὼ ἐπιλέγω νὰ τὸν διαχωρίσω ἀπὸ αὐτὴ τὴν εὐρεία κατηγορία διότι νοιώθω, ὅτι ἔχουμε νὰ κάνουμε μὲ μία πολὺ πιὸ περίπλοκη περίπτωση, ἕνα ἰδιότυπο κρᾶμα, ταξιδιοῦ καὶ ριζώματος, ποὺ ἱδρύει τὸν δικό του ποιητικό τόπο. Πέρα ἀπὸ τὸ ποιητικό του ἔργο στὸ ὁποῖο τὸ Ἐκεῖ καὶ τὸ Ἐδῶ, συνυπάρχουν καὶ ἀλληλεπιδροῦν διαρκῶς, μὲ τὴ γενέτειρα Σάμο, τὴ Σαντορίνη καὶ τὴ Φολέγανδρο, νὰ ἀποτελοῦν κάποιες μόνον ψηφίδες της ποιητικῆς εἰκόνας ποὺ συμπληρώνουν ἰδανικὰ τὸ Μανχάτταν, ἡ Τζακάρτα, τὸ Πεκίνο, τὸ παρὸν βιβλίο ἔρχεται νὰ ἐπισφραγίσει τὴν θέση του αὐτή, τὴν ἐνδιάμεση φύση του, μὲ τὴν δομή του. Μαρτυρεῖ ὅτι, ὁ ποιητής, ὡς ἕνας ἀπὸ τοὺς εὐπειθέστερους τῶν νοσταλγῶν, ὅπου κι ἂν βρίσκεται, ὅποιον πολιτισμὸ καὶ ἂν περιδιαβάζει, μὲ ὅποιους ἀνθρώπους κι ἂν ἐπιτυγχάνει νὰ βρεθεῖ σὲ τέλεια κοινωνία, πάντοτε ἔχει στραμμένο τὸ βλέμμα του πρὸς τὰ Ἐδῶ. Πάντα κοιτᾶ τὴν πατρίδα καὶ πάντα τὴν νοσταλγεῖ, τὴν ἴδια ὥρα ποὺ δίνεται ὁλοκληρωτικὰ σὲ μία ἕτερη ἐμπειρία, τὴν ὁποία ἀργὰ ἢ γρήγορα θὰ νοσταλγήσει καὶ θὰ τὴν γράψει, ἀπὸ τὰ ἥσυχα, τὰ ἀγαπημένα τοπία τῆς πατρώας γῆς, θέλγεται καὶ ἀγαλλιᾶται στὴ μνήμη «μιᾶς Κυριακῆς τοῦ χώματος καὶ τῶν ἀρχαίων ἑλληνικῶν» [«Αὔγουστος», Παράφραση τῆς νύχτας].
Ἡ ἴδια ἡ ἀρχιτεκτονικὴ τοῦ βιβλίου, ὁ τρόπος ποὺ δομοῦνται τὰ κεφάλαια, συνδηλεῖ αὐτὴ τὴν πρόταση, τὴν πρόθεση τῆς διαρκοῦς ἐπιστροφῆς του. Ἀνάμεσά τους, στὸ τέλος κάθε κεφαλαίου καὶ πρὶν τὴν ἀρχὴ κάθε ἑπόμενου, πρὶν ἀλλάξουμε χώρα κατὰ κανόνα, παρεμβάλεται καὶ ἕνα γράμμα, ἕνα γράμμα ἀπὸ Ἐδῶ, ἀπὸ φίλους καὶ ὁμότεχνούς του, ἀπὸ συνοδοιπόρους, στὴ ζωὴ καὶ τὴ γραφή, ποὺ τὸν προτρέπουν, ποὺ τὸν ἀγαποῦν, ποὺ τὸν περιμένουν, μαζὶ μὲ τὴν ἐπανάληψη μίας προμετωπίδας, τῆς Ἔμιλι Ντίκινσον [A Letter is a joy of Earth – / It is denied the Gods]. Ἀπὸ τὴν Κικὴ Δημουλὰ ποὺ τοῦ ψιθυρίζει «Ἡ ποίηση εἶναι ἕνα μυστικό. Ἐκεῖνος ποὺ θέλει ν’ ἀκούσει αὐτὸ τὸ μυστικὸ εἶναι σίγουρο πὼς θὰ βρεῖ τρόπο νὰ τὸ ἀκούσει. Χωρὶς νὰ τοῦ τὸ σφυρίζουν!» μέχρι τὸν Γιῶργο Μαρκόπουλο, ποὺ συντρίβεται ἀπὸ τὴν ἀπουσία του: «Γιῶργο μου, τὶ ψυχρολουσία ἦταν αὐτή ποὺ ὑπέστημεν τὰ Χριστούγεννα, ὅταν ξαφνικὰ ἔφυγες καὶ πάλι; […] ὅταν μοῦ εἶπε ἡ Κατερίνα ὅτι ἔφυγες λίγο ἔλειψε νὰ μοῦ πέσει τὸ ἀκουστικὸ ἀπὸ τὸ χέρι. Κάνω ὑπομονὴ ὅμως.» καὶ τὸν Μάριο Μαρκίδη ποὺ ἐνῶ λαμβάνων κάρτα τοῦ Βέη ἀπὸ τὸ Πεκίνο δηλώνει ἕρμαιο τῆς σινικῆς φαντασίωσης, γνωρίζει ὅτι ὁ ἀποστέλλων νοσταλγεῖ τὸ ἀλωνάκι μας, καὶ στὸ τέλος τοῦ γράμματός του, καταλήγει «Βλέπετε πὼς θέλουμε δὲ θέλουμε τὸ μυαλό μας ὅλο ξαναγυρνάει στὴν Ἑλλάδα. Εἴμαστε λαός τοξικομανής.», ἀποτελοῦν ὅλοι τους ἕνα σημάδι, ἕνα φυλαχτό, μία ἀνταπόκριση ἀπὸ Ἐδῶ. Ὁ τρόπος αὐτός τοῦ Βέη, δὲν εἶναι ἁπλῶς ἕνα εὕρημα, εἶναι ἡ ἀλήθεια του, ὁ τρόπος νὰ ὑπάρξει ὁμοούσιος μέσα στὴν ἀλληλοδιαδοχὴ τῶν τόπων καὶ τῶν πολιτισμῶν. Τῶν ἀποκλίσεων καὶ τῶν συγκλίσεων ποὺ εἶναι ἡ ποίηση. Ἡ γραφὴ τῶν φίλων, ἡ ἀλληλογραφία, ποὺ σήμερα -μαζὶ καὶ μὲ ἄλλες χαμένες ποιότητες ἑνὸς κόσμου χαμηλότερων ταχυτήτων- ἂν δὲν ἔχει ἀπόλυτα ἐκλείψει σίγουρα σὲ μεγάλο ποσοστὸ ἔχει ἀποϋλοποιηθεῖ μέσα ἀπὸ τὴν ἐπικράτηση τοῦ ἠλεκτρονικοῦ ταχυδρομείου, εἶναι πατρίδα, εἶναι γῆ, εἶναι ἄρωμα καὶ ἦχος, εἶναι δάκρυ καὶ ἁφὴ τοῦ Ἐδῶ. Καθὼς ὁ φάκελος σκίζεται, τὸ χαρτὶ ξεδιπλώνεται, τὸ μελάνι ρέει μπροστὰ στὶς διεσταλμένες κόρες καὶ τὸ χαρτὶ ξαναδιπλώνεται προσεκτικὰ καὶ μένει γιὰ μέρες ἢ καὶ μῆνες σὲ κάποια τσέπη φυλαγμένο τιμαλφὲς ἀπὸ τὸν τόπο τοῦ νόστου, ἡ ἀπόσταση αἴρεται καὶ μαζί της αἴρεται καὶ ἡ ἀπουσία. Τὰ ἀγαπημένα τοπία, ποὺ εἶναι οἱ ἄνθρωποι γιὰ τὸν Βέη, ἢ ἀντίστροφα, οἱ ἀγαπημένοι ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι ἀπείρως ἐξερευνούμενα τοπία, εἶναι μαζί του, εἶναι Ἐκεῖ. Στὸ Βιετνάμ, στὴν Ἰνδονησία, στὴν Ἰαπωνία, στὸ Καμεροῦν, στὴν Γερμανία, σὲ ἕναν περίπλοκο χάρτη συνειρμῶν ποὺ ὁρίζουν τὸ τ α ξ ί δ ι.
Διαβάζοντας αὐτὸν τὸ χάρτη ποὺ σκιαγραφεῖ ὁ Βέης, νοιώθω ὅτι ἔρχομαι ἀντιμέτωπη, στὴν πραγματικότητα, ὄχι μὲ ἕνα ταξιδιωτικὸ ἀφήγημα, οὔτε κἂν μὲ μία μαρτυρία ἢ μία ποιητικὴ εἰκόνα/περιγραφὴ ἑνὸς τόπου· πρόκειται γιὰ τὴν ἵδρυση μίας νέας γεωγραφίας. Εἰκόνες, δηλαδή χῶρος, στιγμές, δηλαδή χρόνος, ἐκφράσεις, δηλαδή αἰσθήματα ἐν ἐνεργείᾳ, συνειρμοί, ἄρα μνήμη- προβολὴ τοῦ παρελθόντος στὸ παρόν καὶ στὸ μέλλον, ἔρχονται νὰ συνθέσουν μία ἀχειροποίητη πραγματικότητα, ὅπου το Ἐκεῖ εὔκολα γίνεται Ἐδῶ καὶ τελικὰ ὑπάρχει ὡς ἕνα γενικὸ ἀλλοῦ. Ὡς ἕνας τόπος ποίησης καὶ ἀποσιώπησης, στὸν ὁποῖο τὰ θραύσματα τῶν πολιτισμῶν ἀποδίδονται ὡς μία νέα ἀδιαίρετη ἑνότητα, ἰδεατὰ κατοικήσιμη. Μὲ ἄλλα λόγια μιλᾶμε γιὰ τὸν χῶρο ἑνὸς ἐκτεταμένου ποιητικοῦ λόγου ποὺ παραδίδεται στὰ βήματα ἐκείνων ποὺ θὰ χαράξουν πάνω του τὶς δικές τους ἐκστατικὲς διαδρομές. Διαδρομές ἀσυνεχεῖς, στὸν χῶρο καὶ στὸ χρόνο, τῶν ὁποίων ἡ διαδοχὴ θὰ ὁρίζεται ἄλλοτε ἀπὸ τὸ ὄνειρο καὶ ἄλλοτε ἀπὸ τὸ αἴσθημα, γραμμένες πάνω σὲ «σοκάκια-σώματα», στὰ πολύμορφα αὐτὰ ὄντα μὲ τὴν ἱστορία, τὴ συνείδηση καὶ τὸ ἀξιοσημείωτο πολλὲς φορὲς γοῦστο[1], ὅπως μᾶς τὰ γνωρίζει ὁ ποιητής.
Ἡ ἀρχιτεκτονικὴ καὶ ἡ φύση, ἡ τέχνη καὶ ἡ λαογραφία, ἡ φιλοσοφία καὶ ἡ μουσικὴ συνυπάρχουν καὶ συνεργάζονται ἀγαστὰ στὴ σύνθεση εἰκαστικῶν τοπίων, μὲ ὅμοιο τρόπο, ποὺ συμβαίνει καὶ στὴν ποίησή του. Ὅπως μὲ τοὺς στίχους του καταφέρνει νὰ μᾶς ἀφοροῦν τὰ καπνολούλουδα, τ’ ἀρσενικοβότανα, τὸ δέντρο τῆς καμφορᾶς· μᾶς κάνει νὰ θέλουμε νὰ τὰ ποτίσουμε μὲ τὴν ὑγρασία τῆς νύχτας μας κι ἂς μὴν ἔχουμε ποτὲ ἀγγίξει τὰ φύλλα τους, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο μᾶς παρασύρει μαζί του στὴν ἀναζήτηση τῶν ἀστέγων τοῦ Ἀνόι, μᾶς διδάσκει, ὅτι τὰ ἄνθη τοῦ λωτοῦ, ποὺ τόσο ἔχουμε ζωγραφίσει στὸ νοῦ μας, διαβάζοντας τὴν ποίησή του, στὰ μέρη τοῦ Βιετνάμ, δὲν εἶναι ποτὲ μονοσήμαντα, τυπικὰ στολίδια, (ἀλλὰ) ὑποκαθιστοῦν ἐγκόλπια ἤθους, μᾶς μεταφέρει στὸν κόσμο τῆς Ἰνδονησίας ὅπου ἡ σιωπὴ προβάλλει ὄχι ὡς χρυσός, ἀλλὰ ὡς κάτι εὐρύτερο, ὡς κατάφαση τῆς ὕπαρξης τὴ Μέρα τῆς Σιωπῆς. Μᾶς κάνει νὰ θέλουμε κι ἐμεῖς νὰ γίνουμε συστατικὸ ἑνὸς κινούμενου πίνακα, φορώντας ἕνα ροῦχο μπατὶκ σὲ ἐκεῖνα τὰ μέρη. Στὸ Μουσεῖο τῶν Ἐμμονῶν, στὴν Ἰαπωνία ὁπλίζεται μὲ τὴ δύναμη τοῦ ἐλάχιστου καὶ τὴν ἀποδίδει μέσα στὴν πύκνωση μίας παραγράφου ποὺ θὰ μποροῦσε νὰ ἀποτελεῖ καὶ ἕνα ἀπὸ τὰ πολυάριθμα χάι-κοῦ τῆς ποίησής του: «Ἡ καλλιέργεια μιᾶς προοδευτικῆς ἐνσυναίσθησης: τὸ πουὰ ὡς κρίκος συνείδησης», γράφει ἐμβαπτίζοντάς μας στὸ ποιητικὸ χῶρο τῆς λακωνικῆς ἔκφρασης τοῦ μείζονος νοήματος. Καὶ εἰρήσθω ἐν παρόδῳ, ἀξίζει, σὲ αὐτὸ τὸ σημεῖο, νὰ παρατηρήσουμε ὅτι ὁ Βέης καὶ ἐδῶ, στὸν πεζόμορφο λόγο, ἐπιλέγει νὰ ἀκολουθεῖ τὴν σύντομη φόρμα, νὰ πυκνώνει τὶς εἰκόνες καὶ τὰ νοήματα σὲ παραγράφους πού, ἂν ἐξαιρέσουμε τὸ αὐτοτελὲς κεφάλαιο «Στὸ Χονγκ Κόνγκ μὲ τὸν Ὀδυσσέα Ἐλύτη» ποὺ καταλαμβάνει ἔκταση τριῶν σελίδων, δὲν ξεπερνοῦν ἢ σπάνια ξεπερνοῦν τὴν μία πλήρη σὲ ἔκταση σελίδα, κάτι ποὺ συμβαίνει καὶ μὲ τὰ ποιήματά του. Ἀπὸ τὴν Ὄπερα τοῦ Πεκίνο, πάλι, μᾶς ὑπενθυμίζει ὅτι οἱ λέξεις εἶναι κι αὐτὲς ἐκδηλώσεις τοῦ σώματος, συνομιλώντας τελικά, μὲ τὸ νεαρὸ ποιητὴ ἀπὸ τὶς Φόρμες καὶ ἄλλα ποιήματα, ποὺ ἔκτοτε διακήρυττε τὴν σωματικότητα τῆς ποιητικῆς πράξης, ἐνῶ στὸ Καμεροῦν, τὸ ποδόσφαιρο ποὺ προβάλλει, ὡς τελετή λόχμης, τοῦ ἀρκεῖ γιὰ νὰ μεταφερθεῖ καὶ νὰ μᾶς μεταφέρει μαζί του στὸν πυρετὸ τῶν γηπέδων τῆς ἐφηβείας του· τὸν ὁποῖο κι ἂν δὲν τὸν ἔχουμε διαβάσει, μποροῦμε νὰ τὸν νοιώσουμε ἀναβιώνοντας τὸ ὄνειρο καὶ τὶς ἐξαίσιες στιγμὲς (τῆς δικῆς μας) μακρινῆς, ἀλλὰ ὄχι ταριχευμένης, παιδικότητας [«Χωρὶς ποδήλατο», Υστερόγραφα γῆς] ἀπὸ ἕναν κόσμο χωρὶς ποδήλατο. Καὶ καταλήγοντας, στὴν Γερμανία, μᾶς μυεῖ στὴ χαλάρωση τὴν ὁποία ἐνίοτε προσφέρουν οἱ μητροπόλεις καὶ τὴν οἰκειότητα τοῦ τυχαίου, ποὺ συναντᾶται στοὺς δρόμους καὶ τὰ καφέ τους.
Μὲ ἄλλα λόγια, μᾶς παραδίδει, ὅσα κέρδισε στὶς πρεσβεῖες του, τύπους ἀπὸ στιγμὲς ἢ, ἀλλιῶς, τὰ δικά του ἀνεπτυγμένα, «στιγμιότυπα», πού, ἅπαξ κι ὑπήρξανε μιὰ φορά, τίποτε, ποτὲ πιά, δὲν θὰ μποροῦσε νὰ τὰ καταλύσει[2]. Ἡ μυσταγωγία στὴν ὁποία μετέχει ὁ ἀναγνώστης διαβάζοντας γιὰ τὸ τελετουργικὸ τῆς Μέρας τῆς σιωπῆς, ποιοτικὰ ἰσοδυναμεῖ μὲ τὸ αἴσθημα ποὺ τὸν συνέχει διαβάζοντας τὴ λακωνικὴ εἰκόνα τοῦ Ἐλύτη γιὰ τὴν Ὕδρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς, στὸ εὐρύτερο σύνολο τῶν στιγμιοτύπων τοῦ ποιητῆ, ἐνῶ οἱ περιπλανήσεις τοῦ Βέη στοὺς δρόμους τοῦ Βιετνὰμ μοιάζει νὰ συναντιοῦνται κάπου μὲ τὴν Cordoba τοῦ Ἐλύτη, ποὺ πάει νὰ πεῖ, ὅτι μεταφερόμενοι Ἐκεῖ, μεταφερόμαστε στὸν τόπο τῆς ποίησης, τῆς οὐσιαστικῆς καὶ ἀδιαίρετης, ποὺ ἀποδίδεται στὸ αἴσθημα. Θέλω νὰ πῶ δηλαδή, ὅτι αὐτὸ ποὺ κατὰ τὴν προσωπική μου ἀνάγνωση ἐπιτυγχάνει ὁ Βέης, εἶναι ὅτι δημιουργεῖ ἀγγίγματα, μυστικὲς συζεύξεις, ποὺ ἀφοροῦν στὴν ὕπαρξη καὶ ὄχι ἀπεικονίσεις ποὺ ἐπιστρέφουν στὸ χῶρο. Τυχαίνει ὅσα μᾶς μεταγγίζει νὰ ἔχουν συμβεῖ κ ά π ο υ, σὲ ἕναν τόπο ποὺ ἀκόμη καὶ ἂν δὲν κατονομαζότανε καὶ πάλι θὰ μᾶς ἀφοροῦσε, ὡς μία πιθανὴ οὐτοπία, καθὼς ἡ γραφὴ τοῦ Βέη μετατοπίζεται ἀπὸ χῶρο σὲ χῶρο ἀποδίδοντας ἔμφαση στὸν συντελεσμένο χρόνο καὶ χρησιμοποιώντας, τελικά, τὸν προσδιορισμένο τόπο ὡς κουκούλι τῆς ἐμβίωσης. Τὸ ἑλκυστικὸ καὶ πολλὰ ὑποσχόμενο ἀφαιρετικὸ Ἐκεῖ τοῦ τίτλου περιέχει ὅλη τὴν ἀσάφεια καὶ τὴν ἐλευθερία τῆς κίνησης σὲ ἕνα τοπίο, ἐν τέλει, νοητό, τὸ ὁποῖο ἀποτελεῖ ἀφορμὴ ποιήσεως.
Κι ἔπειτα, ἔρχονται οἱ φωνές, τὰ λόγια ἐκείνων ποὺ ποτὲ δὲν τὸν ἐγκαταλείπουν, τοῦ Πλάτωνα, τοῦ Σωκράτη, τοῦ Σικελιανοῦ, τῶν φιλοσόφων καὶ τῶν ποιητῶν ποὺ ὑπομνηματίζουν τὶς στιγμὲς καὶ τὶς σκέψεις του, τοῦ Ἐπίκουρου, τοῦ Καστοριάδη καὶ τοῦ Φουκῶ, τοῦ Σεφέρη, τοῦ Μπόρχες καὶ τῆς Συμπόρσκα, τοῦ Μπένγιαμιν καὶ τοῦ Μερλῶ Ποντὺ καὶ τόσων καὶ τόσων ἀκόμη, ποὺ θὰ ἦταν μάταιο νὰ ἀπαριθμήσω, νὰ ὁλοκληρώσουν τὴν τοπογραφία του σὲ ἕνα παιχνίδι γνώσης καὶ συνειρμοῦ, μαθητείας καὶ ἀφομοίωσης, συμφωνίας καὶ ἀπόκλισης. Ἐπιλέγοντας ἀριστοτεχνικὰ τὰ ἀποσπάσματα ποὺ χρησιμοποιεῖ καὶ τοποθετώντας τα ἄλλοτε ὡς προμετωπίδες στὰ κεφάλαιά του καὶ ἄλλοτε ὡς παρεκβατικὲς σημειώσεις ποὺ προστίθενται ἐν τῇ ρύμῃ τοῦ λόγου στὴ γραφή του, δομεῖ καὶ ἀποδομεῖ τὸν δικό του προσωπικὸ Ταξιδιωτικὸ σάκο σὲ ἕναν ἀδιόρατο, ἀλλὰ πάντοτε ζωντανό, διάλογο μὲ τὸν προπάτορά του Ὀδυσσέα Ἐλύτη. Δὲν εἶναι ἐπίδειξη γνώσης ἢ παλιμψηστικὴ κατασκευὴ ἡ σύνθεση τῶν χωρίων αὐτῶν, εἶναι ἡ ἀνάσα του, εἶναι τὰ ἀπαραίτητα. Κι εἶναι ἀρκετὰ γι’ αὐτὴ τὴ ζωὴ – καὶ γιὰ πολλὲς ἄλλες ἀκόμη. Μόνο ποὺ ὁ Βέης ἀντὶ νὰ τὰ καταγράψει ἐν σειρά, ὅπως πράττει ὁ Ἐλύτης, μᾶς τὰ ἐμφανίζει ἕνα πρὸς ἕνα, μὲ φειδὼ κι ἀνάλογα μὲ τὸν καιρὸ καὶ τὸν χῶρο, ὅποτε ἡ συνθήκη τὸ ἐπιβάλλει, ἀφήνοντάς μας πάντοτε μὲ τὴν ἀμφιβολία, μὲ τὴν ἀκόρεστη λαχτάρα, μὲ τὴν βαθειὰ πίστη, ὅτι σίγουρα αὐτὸς ὁ σάκος περιέχει κι ἄλλα ταξιδιωτικὰ ἐνέχυρα, τὴ συνέχεια τῶν ὁποίων θὰ ἀνακαλύψουμε στὸ ἑπόμενο, ὅπως ὁ ἴδιος στὴν τελευταία σελίδα τοῦ βιβλίου μᾶς ὑπόσχεται. Στὸ ἑπόμενο ταξίδι, ποὺ δὲν θὰ εἶναι παρὰ μιὰ νοητὴ συνέχεια κάθε προηγούμενου, τῆς ἀγεωμέτρητης καμπύλη ποὺ διατηρεῖ ὡστόσο κατεύθυνση, πάντοτε σταθερὴ πρὸς τὴν Ἰθάκη, ποὺ εἶναι ἡ Σάμος, ποὺ εἶναι ἡ Σαντορίνη, ποὺ εἶναι ἡ Καλλιθέα, ποὺ εἶναι οἱ ἄνθρωποι, ποὺ εἶναι ἡ ἴδια ἡ ποίηση, ἀφοῦ ἡ ταξιδιωτικὴ λογοτεχνία τοῦ Βέη, ἔρχεται ἀπὸ τὰ μέρη τοῦ νόστου καὶ τοῦ Ὁμήρου, τοῦ Ὀδυσσέα καὶ τοῦ ἄλλου Ὀδυσσέα καὶ ὁ Ὁδηγὸς του δὲν περιέχει μήτε σχεδιαγράμματα μήτε τίποτα. Μόνο λέξεις. Ἀλλὰ λέξεις ποὺ ὁδηγοῦν μ’ ἀκρίβεια σ’ αὐτὸ ποὺ γυρεύει. Ἔτσι, σιγὰ-σιγά, φυλλομετρώντας, βλέπουμε μαζί του, νὰ σχηματίζεται ὁ χῶρος ὅπως τὸ δάκρυ ἀπὸ τὴ συγκίνηση. Κι ὁ ποιητὴς μέσα του. Κι ἐμεῖς κάπου ἐκεῖ – κάπου ἐδῶ, ὅπου μᾶς ταξιδεύει νοιώθουμε σὰ νὰ συστεγαζόμαστε στὸ μυσταγωγικὸ ἀλλοῦ τῆς ποίησης.
info: Γιώργος Βέης, Ἐκεῖ , Κέδρος
[1] Τὰ ἀποσπάσματα ποὺ εἶναι γραμμένα μὲ πλάγια γράμματα καὶ δὲν ἀναφέρεται ἡ πηγή τους προέρχονται, ἀπὸ τὸ Ἐκεῖ.
[2] Γίνεται μία ἀντιβολὴ μὲ τὴν σύνθεση τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη, Ὁ μικρὸς ναυτίλος καὶ συγκεκριμένα τὰ κεφάλαια «Ὁ ταξιδιωτικὸς σάκος», «Αἰγαιοδρόμιον» καὶ «Τὰ στιγμιότυπα». Τὰ χωρία με πλάγια γράμματα ποὺ ἀκολουθοῦν προέρχονται ὅλα ἀπὸ αὐτὴ τὴ σύνθεση τοῦ Ἐλύτη.