Νοσηρές καταστάσεις και διλήμματα

0
828

της Μαρίζας Ντεκάστρο.

 

 

Η Γερμανίδα Σούζαν Κρέλερ στο Μπλε καταφύγιο, ένα σπιτάκι στα χωράφια, στις παρυφές μιας μικρής γερμανικής πόλης, το καλύβι που ονειρεύονται για τα παιχνίδια τους πολλά παιδιά, αφηγείται μια ιστορία συγκλονιστικής ενδοοικογενειακής βίας, η οποία συμβαίνει χάρη στην ανοχή της τοπικής κοινωνίας. Ένα γερμανικό ‘Κωσταλέξι’, δηλαδή.

Η Μάσα περνάει το καλοκαίρι στους παππούδες της και βαριέται αφόρητα γιατί δεν έχει άλλα παιδιά για να παίξει. Όταν εμφανίζονται στην παιδική χαρά δυο άγνωστα παιδιά, ένα κορίτσι κι ένα μικρότερο αγόρι, η Μάσα χαίρεται που απρόσμενα απέκτησε παρέα. Πιάνει κουβέντα και παρατηρεί ότι τα παιδιά είναι χτυπημένα και τρομαγμένα. Τι συμβαίνει; Κανείς δεν της λέει όταν ρωτάει ή σωστότερα κανείς δεν μιλάει για το τι συμβαίνει στο σπίτι τού καθώς πρέπει αντιπροσώπου αυτοκινήτων της πόλης. Η Μάσα το ανακαλύπτει μόνη της: ο πατέρας, βίαιος στα όρια της διαστροφής, χτυπάει παιδιά και σύζυγο, τα κλειδαμπαρώνει μέσα, πείθοντάς τα ότι αυτή η ζωή που τους προσφέρει είναι φυσιολογική. Αποφασίζοντας να τα σώσει τα κλείνει με τη σειρά της στο Μπλε καταφύγιο, το χώρο του ανέμελου παιχνιδιού. Τα δυο αδέλφια υφίστανται έναν δεύτερο εφιαλτικό εγκλεισμό που ξεκίνησε σαν παιχνίδι, αλλά που όπως φαίνεται δεν είναι και παράλληλα αγωνιούν για τις πιθανές ‘φυσιολογικές’ συνέπειες που θα ακολουθήσουν όταν τα ανακαλύψει ο πατέρας τους.

Η Μάσα με το παιδικό της μυαλό αυτό τον τρόπο βρίσκει για να προστατέψει τους φίλους της.  Έρχεται όμως αντιμέτωπη μ’ ένα ερώτημα  που την ξεπερνάει: αφού είναι βέβαιο πως κάτι τρομερό συμβαίνει στα δυο παιδιά, γιατί κανένας δεν κάνει κάτι για να αλλάξει η ζωή της Ιουλίας και του Μαξ; Και πιστεύει ότι η πρωτοβουλία που πήρε είναι για το καλό τους. Καταλήγει βέβαια στο τέλος για καλό όταν οι ενήλικοι σηκώνουν το πέπλο της σιωπής και παραδέχονται την άθλια στάση τους απέναντι στα συμβάντα.

Η συγγραφέας δίνει πέντε φράσεις – κλειδιά για να εξηγήσει την κοινωνική αδιαφορία και να βάλει τον αναγνώστη στο πρόβλημα ‘Τι κάνουμε σε τέτοιες καταστάσεις’. Όλοι ήξεραν, όμως  ‘Όλοι τον γνωρίζαμε, όλοι είχαμε αγοράσει τα αυτοκίνητά μας απ’ αυτόν’, ‘Δεν θα ανακατευτούμε’, ‘Πάντα ήθελα να έχω την ησυχία μου’, ‘ Να μην αλλάξει τίποτα εδώ’. Τραγική κοινωνική στάση.

Αν η κοινωνία του Μπλε καταφυγίου περιγράφεται ως ανεκτική στο κακό, αυτά που βγαίνουν στην επιφάνεια, στο μυθιστόρημα του Herman Koch, κατά τη διάρκεια ενός  Δείπνου της ολλανδικής ανώτερης αστικής τάξης είναι εξίσου εφιαλτικά.

Δυο ζευγάρια, ένας υποψήφιος πρωθυπουργός με τη γυναίκα του και ο αδελφός του με τη δική του, δειπνούν σ’ ένα ακριβό εστιατόριο του Άμστερνταμ. Μεταξύ των σερβιρισμάτων – απεριτίφ, ορεκτικό, κυρίως πιάτο, επιδόρπιο, ντεζεστίφ – ο αναγνώστης καταλαβαίνει την ένταση που υποβόσκει στις μεταξύ τους σχέσεις, παρόλο που οι ταυτότητες που έχουν φορέσει στους εαυτούς τους τούς θέλουν κόσμιους και κοινωνικούς. Μέχρι τη στιγμή που αποκαλύπτεται η δολοφονία μιας άστεγης γυναίκας σ’ έναν τηλεφωνικό θάλαμο την οποία διέπραξαν τα δεκαπεντάχρονα βλαστάρια τους. Και τότε βγαίνουν τα μαχαίρια. Ποια από τις δυο οικογένειες είναι πιο αρρωστημένη; Και από τι υποφέρει κάθε μέλος της; Ποια είναι η σχέση γονιών – παιδιών και των ξαδελφιών μεταξύ τους; Ποιο από τα παιδιά παρέσυρε το άλλο; Ποιος είναι η πηγή του κακού; Και μήπως υπάρχει κάποιος ενορχηστρωτής πίσω από την πράξη των αγοριών; Κατά τη διάρκεια του γεύματος μαθαίνουμε κι από ένα κομματάκι της προϊστορίας των τεσσάρων: την ψυχική ασθένεια του αδελφού, την κατεστραμμένη καριέρα του ως εκπαιδευτικού, την επιτυχημένη επαγγελματικά σύζυγο και την προσκόλληση του γιου τους πάνω της, την κακή σχέση του υποψηφίου με τη γυναίκα του, η οποία όμως βρίσκεται στο πλευρό του αυτή την κρίσιμη ώρα, την αγωνία για την εξουσία και το κοινωνικό στίγμα, την ύπαρξη ενός δεύτερου παιδιού, ενός μικρού αφρικανού (ο οποίος δεν είναι τελικά καθόλου ενταγμένος στην ολλανδική κοινωνία) που υιοθέτησε η οικογένεια του υποψηφίου για να προβάλλει την κοινωνική ευαισθησία της… Όλοι αναζητούν στα λόγια το φταίχτη, αλλά οι πράξεις μαρτυρούν άλλα. Το θέμα που τους καίει είναι πώς θα κουκουλωθεί η ιστορία και πώς θα περιφρουρηθούν τα παιδιά και οι ίδιοι για να γλιτώσουν από την κατακραυγή. Διαφθορά και στυγνός υπολογισμός που υποστηρίζονται από μια ενοχική άποψη για τη διαπαιδαγώγηση με τίτλο ‘όλα για τα παιδιά’.

Στην ουσία η διαπαιδαγώγηση που εφαρμόζουν οι ήρωες του Δείπνου είναι εντελώς στρεβλή γιατί διαπαιδαγωγεί από την ανάποδη. Αυτό το ‘όλα για τα παιδιά’ σημαίνει με απλά λόγια ότι η λέξη ‘όχι’ είναι εκτός του οικογενειακού λεξιλογίου και άρα, οδηγεί σε μια κατάσταση που αποδέχεται και κατανοεί την παραβατικότητα και την ανευθυνότητα των παιδιών τους, επιδιώκοντας γενικά να δικαιολογήσει και να συγκαλύψει προς ίδιο όφελος, ανεξάρτητα από το κόστος των πράξεων.

Και τα δυο μυθιστορήματα παρουσιάζουν ακραίες καταστάσεις με οικογένειες κλεισμένες σ’ ένα αδιαφανές προστατευτικό κουκούλι που τις κάνει να λειτουργούν έξω από το παραδεκτά ‘φυσιολογικό’. Οι θεσμοί της δικαιοσύνης μπορούν να διαρρήξουν αυτά τα κουκούλια αλλά συναντούν αντιστάσεις. Στη μικρή κοινωνία του Μπλε καταφύγιου όλοι προστατεύουν τον διεστραμμένο πατέρα κρατώντας τον μακριά από το χέρι του νόμου γιατί αλληλοϋποστηρίζονται και αρνούνται να διαταράξουν την καθημερινή τάξη. Παρόμοια η προσπάθεια των χαρακτήρων του Δείπνου. Στην περίπτωσή τους, μορφωμένοι αστοί μέσα στα πράγματα, λειτουργεί η ναρκισσιστική αυταπάτη ‘έχουμε τα μέσα και μπορούμε να μείνουμε στο απυρόβλητο λόγω της κοινωνικής μας θέσης’. Αλλά διαψεύδονται.

Αλήθεια, τι περιμένεις όταν διαβάζεις για νοσηρές καταστάσεις με ανυπεράσπιστα θύματα, ανηλίκους εν προκειμένω, και διαλυμένες προσωπικότητες; Να διαβάσεις λογοτεχνία; Να δεις πώς χειρίζεται μια τέτοια κατάσταση ο συγγραφέας; Να πιστοποιήσεις μέσα από τα μυθιστορήματα ότι την κοινωνία στην οποία ζούμε ορίζει βία διαφόρων μορφών; Να ξορκίσεις το κακό γράφοντας γι’ αυτό;

Μια ιδέα θα ήταν να ασχοληθούν οι ενήλικοι/νεαροί ενήλικοι αναγνώστες με τα διλήμματα των ηρώων του Δείπνου. Όσον δε αφορά τα παιδιά που θα διαβάσουν το Μπλε καταφύγιο, να μάθουν ότι κάτω από την επιφάνεια των πραγμάτων κρύβονται συχνά μύρια κακά κι ότι είναι απαραίτητο να μιλούν όταν υφίστανται ή διαπιστώνουν βία.

 

BLEΣούζαν Κρέλερ

Το μπλε καταφύγιο

Μετ. Τάνια Σταύρου

Εκδ. Ψυχογιός

 

 

Herman Koch

DEIPNO

Το δείπνο

Μετ. Μαρία Αγγελίδου

Εκδ. Μεταίχμιο

 

Προηγούμενο άρθροΗ φωνή των εφήβων στο σύγχρονο μυθιστόρημα
Επόμενο άρθροPaul Auster: «Η ενοχή μας κάνει πιο ανθρώπινους»

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ