της Κωνσταντίνας Κορρυβάντη
Ένας αντιρομαντικός πρόλογος. Ο λόγος για την ποιητική συλλογή Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα τ@ Νόα Τίνσελ [Βάγια Κάλφα, Αλεξανδρούπολη, 1984], που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Θράκα και θα μπορούσε ολόκληρη να διαβαστεί ακριβώς ως ένα αντιρομαντικός πρόλογος στην κοινή αφήγηση των σωμάτων, των φύλων και των ταυτοτήτων, σ΄ ένα πλατύ κοινωνικό ταμπλό που απεικονίζει το κλίμα της ελληνικής επαρχίας, τα οικονομικά αδιέξοδα και την οικογενειακή παθογένεια.
Στο καρουζικής εμπνεύσεως ποίημα “Αντιρομαντικός πρόλογος” @ Νόα Τίνσελ γράφει:
Μη με διαβάζετε
αν χρειάζεστε ατμόσφαιρα
Μη με διαβάζετε
Αν θέλετε φροντίδα
Και δεν δώσατε το αίμα σας ποτέ
Αν μπαίνετε στο ποίημα
Όπως πάτε στις κηδείες
Για να δείτε αν κλαίνε
Αν αυτό που λείπει από τη ζωή σας
Είναι η υποβλητική μουσικότητα
Αν περιμένετε να περιγράψω το φεγγάρι
Μετά το βιασμό
Αν αισθάνεστε το χρέος σας βαρύ
Στους ρυθμιστές του γούστου
Μη με διαβάζετε αν ψάχνετε την καύλα
Στην παρήχηση
Αν έχετε χρόνο για υπαρξιακό στοχασμό
Αν νομίζετε βρισιά το μουνί
Κι όχι μέρος του σώματος μου ή λαχτάρα
Αν πάσχετε από ελιτισμό
Αν δικαιούστε μόνο
Μη με διαβάζετε
Αν θέλετε φροντίδα
Και δεν δώσατε το αίμα σας ποτέ
Αν μπαίνετε στο ποίημα
Όπως πάτε στις κηδείες
Για να δείτε αν κλαίνε
Σκέφτομαι πως οποιοδήποτε βιβλίο επιλέγει να μιλήσει για το τραύμα με όρους ευθύτητας και με μία εκφορά αφιλτράριστη, μπορεί πολύ εύκολα να διολισθήσει στο μελό. Αυτό δεν συμβαίνει στο βιβλίο τ@ Τίνσελ, όπου η γλώσσα – ακονισμένη και ωμή – είναι αρκετά αποστασιοποιημένη για να αποδώσει προς καταγραφή όλο το βιωματικό υλικό που έχει συγκεντρώσει. Πρόκειται για μία συλλογή, αν θέλετε, δεύτερης ενηλικίωσης, ένα βιβλίο αυτογνωσίας και φροντίδας εαυτού, όπου σε κάθε ποίημά βρισκόμαστε μπροστά και σε ένα κακοποιητικό περιστατικό, μη αναστρέψιμο ως προς το ψυχικό του αποτύπωμα.
Η κλειστή κοινωνία, τα ανδρικά βλέμματα, τα λόγια του κόσμου, ο δάσκαλος, τα σόγια, ο πατέρας, η μητέρα, ο αδερφός, η ανιψιά, η φίλη, οι έρωτες, είναι όλοι παρόντες με το αληθινό τους πρόσωπο. Από το προαύλιο του σχολείου μέχρι τα αμφιθέατρα των πανεπιστημίων και τους θαλάμους των νοσοκομείων, παρακολουθούμε βήμα-βήμα ένα σκληρό κέλυφος να σπάει υπό το βάρος της καταπίεσης. Μίας καταπίεσης πολλαπλής που ξεκινά από την σεξουαλικότητα και το φύλο και φτάνει στην καρδιά του ζητήματος της μη αποδοχής και του περιθωρίου, στρέφοντας την προσοχή μας στην ταξική διαφορά και το πυκνό πλέγμα των εξουσιαστικών σχέσεων.
Το ύφος και η γλώσσα είναι από τα στοιχεία του βιβλίου που έχουν συζητηθεί περισσότερο. Η κριτική το έχει περιγράψει ως βιβλίο διαφορετικό με λέξεις ρεαλιστικές από το πεδίο του καθημερινού λόγου, πράγμα που ισχύει. Έχουν, επίσης, γίνει αναφορές για στιχοποιία συνθηματολογικής αισθητικής. Βρίσκω πως το λεκτικό της συλλογής συμβαδίζει με το κυρίαρχο αίσθημά της, αυτό του θυμού. Τίποτα κακό σ΄αυτό, ιδίως αν επικαλεστούμε και το λεοπαρντικό “Τώρα, χωρίς το θυμό, ανόητος είναι ο πόνος”.
Μεταξύ των ποιημάτων της συλλογής, υπάρχουν ποιήματα στα οποία ο θυμός διοχετεύεται με καλύτερους, δημιουργικότερους όρους και η στόχευσή τους είναι λυτρωτικά διττή. Θα σταθώ σε αυτά. Εκεί το ταυτοτικό και μερικό (η πολύ συγκεκριμένη δηλαδή θεματική εκκίνηση του βιβλίου για το τι σημαίνει να ζεις και να γράφεις ως ΛΟΑΤΚΙ+ , προχωρά και ενώνεται με το μεγάλο ποτάμι των συλλογικών διεκδικήσεων και διαβάζουμε τα ποιήματα εκείνα όπου το άτομο είναι και μη προνομιούχο και γέννημα θρέμμα της ελληνικής επαρχίας.
Κι αυτό είναι μία άλλου τύπου έκφραση, μία πολιτικού τύπου έκφραση στην οποία τα age – sex – location των εφαρμογών και των κοινωνικών δικτύων βγαίνουν στον δρόμο και την αρένα της βιοπολιτικής μιλώντας διαθεματικά για την ηλικία, το φύλο, τον τόπο. Ενδεικτικά, τέτοια ποιήματα είναι τα: “Middle Class Drag”, “Imposter Syndrome”, “Επιστρέφοντας στο πατρικό μου άνεργη (και – ακομά – λεσβία)” και το “Jingle all the way II”, το πλέον υποδειγματικό της συλλογής.
Θυμάμαι εδώ, κλείνοντας, το “And yes, the anger is rising, / the fury / The which side are you on? / The when will the guilty be called to account?) από το All humans too late τ@ Kae Tempest κι αισθάνομαι ικανοποίηση που διάβασα μία μαχητική συλλογή από μία φωνή που είχε δείξει δυνατότητες από την πρώτη εμφάνισή της, κάνοντας να ακουστεί: “ένα σώμα /δυο μέτρα απ’ τα χέρια σου /βαθιά θιγμένο”, όπως έγραφε η Κάλφα σε ένα παλιότερο ποίημα της.
Μακάρι να το είχα κάνει νωρίτερα τ@ Νόα Τίνσελ [Βάγια Κάλφα, Αλεξανδρούπολη, 1984], Θράκα.