Συνέντευξη στον Γιάννη Ν. Μπασκόζο
Η εκ νέου έκδοση των μυθιστορημάτων του Νίκου Καζαντζάκη από άλλον εκδοτικό (Διόπτρα) σε νέα τυποεκδοτική εμφάνιση (επιμ. Γιάννης Καρλόπουλος) μαζί με την ανακάλυψη και κυκλοφορία ενός ανέκδοτου χειρόγραφου (Ο Ανήφορος) έφερε και πάλι τον κρητικό συγγραφέα στην επικαιρότητα. Ο Νίκος Μαθιουδάκης, επισκέπτη καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Γρανάδας, εκ των επιμελητών της σειράς των έργων του Καζαντζάκη δίνει το στίγμα της νέας αυτής γνωριμίας με τον συγγραφέα. Οι εμμονές του, η θέση της γυναίκας, τα προβλήματα με τον πατέρα, οι επιρροές, η σχέση των γνωστών έργων του με το λογοτεχνικό σήμερα είναι μερικά από τα σημεία που θίγονται στη συνέντευξη αυτή.
(η φωτό του Ν.Μ. είναι από το Documento)
Πόσο κοντά βρίσκεται Ο Ανήφορος στην Ασκητική του ή την Αναφορά στον Γκρέκο – το άλλο αυτοβιογραφικό του έργο;
Κατά τη γνώμη μου, ο Ανήφορος, η Ασκητική και η Αναφορά στον Γκρέκο δημιουργούν ένα ιδιότυπο σχήμα, ας πούμε τριών ομόκεντρων κύκλων: ο εσωτερικός κύκλος είναι το ιδεοφιλοσοφικό του έργο Ασκητική. Ο ενδιάμεσος κύκλος είναι το μυθιστόρημα Ανήφορος, καθώς ο Καζαντζάκης, όπως γνωρίζουμε, σκόπευε να συμπεριλάβει ολόκληρη την Ασκητική στο τέλος του Ανήφορου, παρουσιάζοντας και τα δύο έργα στο διεθνές κοινό ως ένα ενιαίο μυθιστόρημα. Ο τελευταίος κύκλος, ο εξωτερικός, είναι η αυτοβιογραφική του μυθιστορία Αναφορά στον Γκρέκο, η οποία έχει ψήγματα από τα άλλα δύο έργα. Προσωπικά, θεωρώ πως ο Ανήφορος αποτελεί τον προάγγελο, την λογοτεχνική μαγιά, για τη συγγραφή της Αναφοράς του στον παππού-Γκρέκο – φυσικά με θεμέλιο το ιδεοφιλοσοφικό του μανιφέστο.
Γιατί δεν εκδόθηκε ποτέ o Ανήφορος – ποιες ήταν οι τυχόν αμφιβολίες του;
Ο Καζαντζάκης σαφέστατα γράφει τον Ανήφορο με κύριο σκοπό τη μετάφρασή του στα αγγλικά και την έκδοσή του στο εξωτερικό. Η μετάφραση αυτή πραγματοποιήθηκε από την Έλλη Λαμπρίδη, πράγμα που μαρτυρείται και από την αλληλογραφία τους την περίοδο εκείνη. Ο ΝΚ έγραφε κεφάλαιο-κεφάλαιο το νέο του έργο και το έστελνε στη Λαμπρίδη προς μετάφραση. Μάλιστα ο Κρητικός λογοτέχνης ήθελε να μεταφραστεί γρήγορα για να εκμεταλλευτεί κατά κάποιον τρόπο την «έξοδό» του στην Ευρώπη και ιδιαιτέρως την παραμονή του στην Αγγλία. Δυστυχώς, το σχέδιό του δεν πραγματοποιήθηκε. Ο Ανήφορος μεταφράστηκε στα αγγλικά αλλά δεν εκδόθηκε ποτέ. Παρ’ όλα αυτά, δεν γνωρίζουμε αν αποκήρυξε το έργο αυτό, παρά το γεγονός πως μια τέτοια πληροφορία μάς δίνει η Ελένη Καζαντζάκη. Ο ίδιος ο συγγραφέας δεν γράφει κάτι τέτοιο, διατυπώνοντας τις όποιες αμφιβολίες του. Οπότε, δεν είμαι σίγουρος αν αποκήρυξε το έργο ή αν ήθελε – φυλάσσοντάς το στο συρτάρι του – να το χρησιμοποιήσει κάπως αργότερα, όπως και έπραξε. Πιθανόν, όμως, ο Καζαντζάκης: αφενός να θεωρούσε τον Ανήφορο έναν δικό του συγγραφικό πειραματισμό στον άγνωστο για εκείνον μυθιστορηματικό στίβο και αφετέρου να ένιωθε πως το κείμενό του ήταν αρκετά άγουρο και αδούλευτο σε σχέση με τα άλλα έργα του. Το μόνο σίγουρο είναι πως όσο ήταν στη ζωή ο ΝΚ δεν έκανε άλλη προσπάθεια να εκδοθεί ούτε στην Ελλάδα ούτε στο εξωτερικό.
Η έννοια του χρέους τότε και αργότερα στον Καζαντζάκη διαφέρει, εξελίσσεται;
Η έννοια του χρέους ενυπάρχει στον Καζαντζάκη από την αρχή της συγγραφικής του καριέρας. Όμως, το 1927, όταν δημοσιεύει την Ασκητική, η έννοια αυτή σκιαγραφείται ακριβώς, όπως ο λογοτέχνης την έχει σχηματισμένη στον νου του. Βέβαια, η ιδεολογική επιρροή του χρέους υπάρχει και στα επόμενα έργα του και κυριότατα στην ποιητική του κοσμοθεωρία, την Οδύσεια. Το χρέος (το οποίο είναι χωρισμένο σε τρία στάδια, προκειμένου ο άνθρωπος να συλλάβει το όραμα και να μετατρέψει τη θεωρία σε πράξη, να μετουσιώσει την ύλη σε πνεύμα) σημειολογικά σχεδόν απαράλλακτο παρουσιάζεται και στη «νέα» Ασκητική που εκδόθηκε το 1945. Οπότε ο Ανήφορος γράφεται την κορυφαία καζαντζακική στιγμή, όπου ο λογοτέχνης, έχοντας αποκρυσταλλώσει πλήρως μέσα του το χρέος του, προσπαθεί να το επικοινωνήσει στον κόσμο. Αργότερα, στα άλλα έργα της ώριμης συγγραφικής του περιόδου, θα μπορούσα να πω πως η έννοια του χρέους εξελίσσεται ή μάλλον μεταπλάθεται λογοτεχνικά. Άλλωστε το 1946 είναι η αρχή ενός δύσκολου δρόμου του Κρητικού συγγραφέα να καταξιωθεί διεθνώς, πράγμα που το πετυχαίνει σε έναν μεγάλο βαθμό με την καθιέρωση του ως μυθιστοριογράφος.
Το θέμα με τον πατέρα του φαίνεται να τυραννά τον Κοσμά/ Καζαντζάκη. Πιστεύετε ότι ξέφυγε ποτέ από αυτόν;
Η μορφή του πατέρα, του Καπετάν Μιχάλη, κατατρέχει τον Καζαντζάκη σε ολόκληρη τη ζωή του. Ο Κοσμάς/Καζαντζάκης νιώθει τον πατέρα του σαν ένα άγρυπνο μάτι και σαν μια απόκοσμη σκιά που τον παρακολουθεί και τον ακολουθεί συνεχώς. Πιστεύω πως όσο κι αν προσπάθησε να «νικήσει» τον πατέρα του, μιλώντας και γράφοντας για εκείνον, δεν κατάφερε να ξεφύγει από αυτόν. Ο Καπετάν Μιχάλης είναι και θεός και δαίμονας για τον ΝΚ. Είναι μια δύναμη που κυριαρχεί μέσα του: από πρόσωπο-πρόγονος γίνεται έννοια-ιδέα. Άλλωστε, οι έννοιες θεός και πατέρας, ευθύνη και χρέος, παραμένουν στο κέντρο της καζαντζακικής εργογραφίας, ως οδηγός-συνοδοιπόρος: ευθύνη προς τον θεό-πρόγονο, χρέος προς τον πατέρα-πρόγονο.
«Όταν προφέρεις μια λέξη πρέπει να μπαίνεις μέσα στη λέξη με όλο σου το κορμί. Ανάξιος όποιος θεωρεί τον εαυτό του ανώτερο από μια λέξη». Είναι η έννοια μέσα από τη γλώσσα τελικά το πιο ισχυρό κίνητρο στον λογοτέχνη Καζαντζάκη;
Προσωπικά, νομίζω πως ναι. Κίνητρο που μπορεί να φτάνει και στο ακραίο σημείο του αυτοσκοπού. Έχω διατυπώσει αρκετές φορές την άποψή μου πως ο ΝΚ είναι πρώτα γλώσσα και μετά ιδέα. Δεν είναι τυχαίο πως έχουμε αρκετά παραδείγματα που ο Κρητικός λογοτέχνης διακηρύσσει μια ιδιοσυγκρασιακή ποιητική, προβάλλοντας ως βασικό της στοιχείο τη λέξη. Ο ίδιος μπαίνει ολόκορμα και ολόψυχα μέσα στις λέξεις του. Οι λέξεις του είναι η ίδια του η σκέψη. Οπότε η εννοιολογική αποτύπωση μιας σκέψης πρώτα διαμορφώνεται από το γλωσσικό Πιστεύω του συγγραφέα και μετά φτάνει στο σημείο της ιδεολογικής ολοκλήρωσής της. Κατά κάποιον τρόπο, η γλώσσα είναι το ένδυμα, η ιδέα το σώμα και τα δύο μαζί η σκέψη. Κάπως έτσι αντιλαμβάνομαι και προσπαθώ να δικαιολογήσω το ιδιοτυπικό γλωσσικό αίσθημα που νιώθω να κυριαρχεί στα έργα του.
Στη συνάντηση με τον νέο στο Λονδίνο ο Χριστός συναντά τους εργάτες, και ο Κοσμάς αναρωτάτε αν μπορεί ο Χριστός να δώσει την απάντηση. Ποια απάντηση δίνει ο Καζαντζάκης με το σύνολο του έργου του;
Πιστεύω πως ο Καζαντζάκης με το σύνολο του έργου απαντά σε μία κύρια ερώτηση: «Ποιος είναι ο σωστός δρόμος;» Ένα ερώτημα, μια απορία, που πηγάζει από τις υπαρξιστικές αναζητήσεις «από πού ερχόμαστε;» και «πού πάμε;» Στις αναζητήσεις του αυτές, ο Κρητικός λογοτέχνης απαντά ευθέως στις πρώτες γραμμές της Ασκητικής του: «Ερχόμαστε από μια σκοτεινή άβυσσο· καταλήγουμε σε μια σκοτεινή άβυσσο· το μεταξύ φωτεινό διάστημα το λέμε Ζωή». Επίσης, μέσα από το σύνολο του έργου του, ο ΝΚ προβάλλει την Αγάπη για τον Άνθρωπο και πιστεύει πως μονάχα ο Άνθρωπος μπορεί να δώσει τις απαντήσεις για όλα τα ερωτήματα που τον βασανίζουν. Μάλιστα με τον Ανήφορο, θέλει να κάνει σαφές όλα όσα είχε πει πριν και όσα τελικά είπε μετά τη συγγραφή του συγκεκριμένου έργου. Στέκομαι ιδιαιτέρως στο μότο που υπάρχει στο χειρόγραφο του Ανήφορου (διατηρείται η ορθογραφία του πρωτοτύπου):
― Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε το Θεο;
― Αγαπώντας τους ανθρώπους.
― Πώς πρέπει ν’ αγαπούμε τους ανθρώπους;
― Μοχτώντας να τους φέρουμε στο σωστο δρόμο.
― Ποιος είναι ο σωστος δρόμος;
― Ο ανήφορος.
Επομένως, η απάντηση που δίνει ο ΝΚ από τη συνολική του εργογραφία και ειδικότερα από το «νέο» μυθιστόρημα που βγαίνει σήμερα στο φως είναι μία και μόνο λέξη: Ανήφορος. Αυτός είναι ο σωστός δρόμος για τη σωτηρία του Θεού, του ανθρώπου και του κόσμου.
Ο Κοσμάς ταλαντεύεται μεταξύ της Πολιτικής, του Χριστιανισμού, του Κομμουνισμού, του μετα-κομμουνισμού. Εκείνη την εποχή που γράφει τον Ανήφορο ποιο είναι το ρεύμα που τον συγκλονίζει;
Ο Κοσμάς, όπως και ο Καζαντζάκης, βρίσκεται ανάμεσα στην Πολιτική, τη Φιλοσοφία και τη Θεολογία, ανάμεσα σε αυτές τις τρεις συνιστώσες δυνάμεις. Την εποχή εκείνη, ο ΝΚ επιθυμεί να διακηρύξει στον κόσμο το μετα-κομμουνιστικό του Πιστεύω. Βρίσκεται ανάμεσα στον υπαρξισμό του Νίτσε και τη ζωτική ορμή του Μπερξόν, δύο θεωρίες που κυριάρχησαν στη σκέψη και το έργο του. Κατά κάποιον τρόπο είναι ανάμεσα στην Ασκητική και στον Ζορμπά. Όπως διαβάζουμε και στον Ανήφορο, αφήνει στην άκρη τις αυθεντίες και τις μεγάλες ιδέες και αναλαμβάνει ατομική δράση. Το καζαντζακικό μότο «Ν’ αγαπάς την ευθύνη, να λες εγώ, εγώ μονάχος μου θα σώσω τον κόσμο» θα μπορούσε να είναι μια περιγραφή των σκέψεων του Κοσμά, ως ένα ιδιοτυπικό ρεύμα που τον παρασέρνει στην έκφραση της Κραυγής, που υπάρχει και κρύβεται μέσα του.
Ο Κοσμάς αγαπούσε τον Μπέρναρντ Σω, τον έβλεπε σαν θεό ή σαν «μέγα πνευματικό δικτάτορα». Απηχεί εδώ τις σκέψεις του Καζαντζάκη;
Φυσικά και απηχεί τις σκέψεις του Καζαντζάκη, καθώς όσα γράφονται στον Ανήφορο για τον Μπέρναρντ Σω είναι σχεδόν όσα διατύπωσε για τον «μέγα πνευματικό δικτάτορα» σε ραδιοφωνική του ομιλία στο BBC. Παρ’ όλα αυτά θέλω να σταθώ σε δύο σημεία που αναφέρονται από τον Κοσμά για τον Μπέρναρντ Σω: τη διακήρυξη της αγάπης («να ’χει καιρό να κηρύξει με το μαστίγι την αγάπη») και την εκδίωξη του φόβου («να ξορίσει από το βασίλειό του τον φόβο. Τον φόβο κι όλο το θίασό του – την ανταρσία, την υποκρισία και την ψευτιά»). Οι δύο αυτές πράξεις είναι και για τον Καζαντζάκη δύο βασικοί στόχοι που άτυπα αποπειράται να περάσει μέσα από το έργο του. Σε αυτές τις δύο πράξεις, που αποδίδονται όμως στον Μπέρναρντ Σω, διακρίνω την καζαντζακική μετουσίωση της σκέψης του για τη σωτηρία του ανθρώπου.
Η γυναίκα στον Καζαντζάκη είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Βλέπουμε ίσως κάτι διαφορετικό στις τρεις γυναίκες που παίζουν ρόλο στην αφήγησή του (η Νοεμή, η Ιρλαντέζα, η Ενριέτα Νόρτον) απ’ ότι σε άλλα του έργα;
Όντως, η θέση της γυναίκας στον Ανήφορο του Καζαντζάκη είναι ένα πολύ ενδιαφέρον ζήτημα για παρατήρηση αλλά και για περαιτέρω μελέτη. Στο έργο έχουμε τρεις βασικές γυναικείες μορφές οι οποίες παίζουν καθοριστικό ρόλο τόσο στη ζωή του Κοσμά όσο φυσικά και στην εξέλιξη του καζαντζακικού μυθιστορήματος. Η Νοεμή ως σύζυγος, η Ιρλαντέζα ως συνταξιώτισσα και η Ενριέτα Νόρτον ως γυναικεία γνωριμία.
Ας δούμε όμως πρώτα την ιστορία: Με την ψυχολογική υποστήριξη της Νοεμής, ο Κοσμάς αναχωρεί για την Αγγλία, προκειμένου να συναντήσει και να συνομιλήσει με τους Άγγλους διανοούμενους με κύριο σκοπό τη συστράτευση των πνευματικών ανθρώπων για τη δημιουργία μιας «νέας» κοινωνίας. Στην Αγγλία γνωρίζει την Ιρλαντέζα, την Έλσα, η οποία αποφασίζει να τον ξεναγήσει στις βιομηχανικές πόλεις της χώρας (Μπέρμιαμ, Λίβερπουλ, Μάντσεστερ, Σέφιλντ) για να του δείξει τις πραγματικές συνθήκες ζωής των εργατών. Μετά το ταξίδι τους στην αγγλική επικράτεια, ο Κοσμάς αποφασίζει να δραστηριοποιηθεί. Όμως τη στιγμή εκείνη, έρχεται από την Κρήτη μια δυσάρεστη είδηση: η Νοεμή αυτοκτόνησε. Ο Κοσμάς, συντετριμμένος από τον χαμό της γυναίκας του, απομονώνεται στο Στράτφορντ-απόν-Αίιβον, όπου συναντά τη γοητευτική Ενριέτα Νόρτον, η οποία τον βοηθά να ξεφύγει από τη θλίψη του και να κατευθυνθεί προς την ολοκλήρωση του μέσα του σκοπού.
Κάνοντας μια αυθόρμητη σκέψη, θα μπορούσα να πω πως τα τρία αυτά γυναικεία πρόσωπα αντιπροσωπεύουν ουσιαστικά τα τρία μέρη του έργου: Κρήτη – Αγγλία – Μοναξιά. Και εξηγούμαι: Στο πρώτο μέρος, στην Κρήτη, πρωταγωνιστεί η Νοεμή. Στο δεύτερο μέρος, στην Αγγλία, συναντιέται με την Ιρλαντέζα. Στο τρίτο μέρος, στη Μοναξιά (ίσως ως τόπος καθαρά ψυχολογικής κατάστασης), εμφανίζεται η Ενριέτα Νόρτον.
Τα τρία μέρη «Κρήτη – Αγγλία – Μοναξιά», γένους θηλυκού. Οι τρεις βασικές ηρωίδες του έργου του, ως συντρόφισσες. Η Νοεμή τού συμπαραστέκεται και τον παροτρύνει να ταξιδέψει στην Αγγλία για να αναλάβει δράση προς το κοινό καλό της κοινωνίας. Η Ιρλαντέζα τού αποκαλύπτει το σκληρό πρόσωπο της πραγματικότητας και τον καθοδηγεί προς τον αληθινό δρόμο για να μπορέσει να διαπιστώσει τους τρόπους της δημιουργίας μιας «νέας» κοινωνίας. Η Ενριέτα Νόρτον τού κάνει συντροφιά και τον απελευθερώνει, κατά κάποιον τρόπο, από τα δεσμά της θλίψης. Έτσι, ο Κοσμάς αναγεννάτε, αποδεχόμενος πως το χρέος του είναι να γράψει μια πνευματική εξομολόγηση, το Πιστεύω του.
Επομένως, οι τρεις γυναίκες στον Ανήφορο, όπως γενικότερα και οι γυναικείες φιγούρες στην καζαντζακική εργογραφία παίζουν σημαντικό ρόλο, υποβοηθώντας πάντοτε τον βασικό ήρωα να εξελιχθεί και να εκτελέσει ουσιαστικά το συγγραφικό σχέδιο του Καζαντζάκη.
Η Ενριέτα Νόρτον λέει κάποια στιγμή στον Κοσμά «φαίνεστε σα παλαιϊκός άνθρωπος ή σα μελλούμενος». Πού βρίσκεται εδώ ο Καζαντζάκης;
Εντάσσοντας την απορία της Ενριέτα Νόρτον προς τον Κοσμά μέσα στο κείμενο «μου φαίνεστε σαν παλαιικός άνθρωπος ή σα μελλούμενος, δεν ξέρω… Δεν είστε τωρινός», ουσιαστικά προσπαθεί να προκαλέσει τον ήρωα να υποκύψει στη γοητεία της, ως άλλος πειρασμός, και να τον ελευθερώσει από τη θλίψη. Ο Κοσμάς/Καζαντζάκης υπερασπίζεται τον εαυτό του στην άνιση μάχη με την Ενριέτα Νόρτον, η οποία τον παροτρύνει να αφήσει τα παλιωμένα λόγια περί αγάπης και να μιλήσει πιο ανθρώπινα. Σε αυτό σημείο βρίσκεται λοιπόν ο ΝΚ: σε μια μεταιχμιακή στιγμή της ζωής του. Παρατηρεί το παρελθόν, προσπαθεί να ζήσει (σ)το παρόν και πειραματίζεται για το μέλλον. Ως άνθρωπος είναι ανάμεσα στο παρελθόν και το παρόν, ως συγγραφέας ανάμεσα στον παρόν και στο μέλλον. Θεωρώ πως ο ΝΚ ήταν αρκετά προοδευτικός και φιλελεύθερος με εμφανείς τάσεις να δημιουργήσει ένα πρωτοποριακό και μοντερνιστικό έργο.
Ο Ανήφορος αλλάζει τη θέση του Καζαντζάκη στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας. Προσφέρει κάτι καινούριο;
Με την πρώτη ανάγνωση του Ανήφορου, διαπιστώνουμε πως ενυπάρχουν οι βασικές ιδέες της κοσμοθεωρίας του ΝΚ, όπως τις γνωρίσαμε κυρίως στα ώριμα μυθιστορήματά του. Σίγουρα, στον Ανήφορο, αντιλαμβανόμαστε διάχυτα τον διδακτικό τόνο της Ασκητικής με κεντρικό άξονα το ύψιστο, στην καζαντζακική σκέψη, χρέος που αποτυπώνεται στην ιδέα της σωτηρίας του κόσμου. Κατά τη γνώμη μου, ανάμεσα στο εννοιολογικό ζεύγος της θεωρίας και της πράξης, στο συγκεκριμένο έργο, ο ΝΚ προσθέτει και άλλη μια συνιστώσα ανάμεσα στους δύο πόλους: την εμπειρία. Το διμερές σχήμα θεωρία-πράξη αναπροσδιορίζεται σε ένα τριμερές πλέον σχήμα: θεωρία-εμπειρία-πράξη, αντιστοίχως με τα τρία μέρη του έργου. Βασικά ιδεοφισολοφικά στίγματα στον ΝΚ παραμένουν η ευθύνη, το χρέος και το καθήκον του ανθρώπου, παρουσιάζοντας όμως και ένα νέο σημαντικό εννοιολογικό σημείο: τον ανήφορο. Η πραγματική πορεία του ανθρώπου προς τη λύτρωσή του είναι ο καζαντζακικός ανήφορος.
Επομένως, δεν θεωρώ πως ο Ανήφορος αλλάζει τη θέση του Καζαντζάκη στην ιστορία της ελληνικής λογοτεχνίας, αλλά σαφώς ανανεώνεται η ματιά μας προς εκείνον και το έργο του. Το νέο μυθιστόρημα έρχεται σίγουρα να προσθέσει καινούρια στοιχεία για τη λογοτεχνική του παρουσία. Θεωρώ πως ο ΝΚ έχει μια συγκεκριμένη θέση στον χάρτη της νεοελληνικής λογοτεχνίας, αναφορικά με την ποιητική του ταυτότητα. Ίσως με το νεοεκδοθέν αυτό μυθιστόρημα έρχεται να παρουσιαστεί – ίσως και προστεθεί – με μεγαλύτερη σαφήνεια μια άλλη πτυχή του Κρητικού λογοτέχνη: του μυθιστορηματικού χρονογράφου.
Πιστεύετε ότι μπορεί να δημιουργηθεί πάλι ένα ρεύμα προς τη λογοτεχνία του Καζαντζάκη ή μήπως αυτό δεν σταμάτησε ποτέ να υπάρχει; Τι ρόλο μπορεί να παίξει σήμερα;
Όπως συμβαίνει και με άλλους συγγραφείς τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, με τα χρόνια η λογοτεχνική τους παρουσία αλλάζει δυναμική προς το αναγνωστικό κοινό αλλά και την έρευνα. Κατά τη γνώμη μου, η χρυσή εποχή του Καζαντζάκη ήταν οι δεκαετίες του ’50 και του ’60 και ίσως μέχρι και λίγο αργότερα. Μετά πιστεύω πως υπήρξε μια μικρή πτώση στη δυναμική του παρουσία σχετικά με την αναγνωσιμότητά του. Τις επόμενες δεκαετίες υπήρξε εύφορο έδαφος για προσεχτική και αντικειμενική μελέτη του έργου του. Φυσικά, η ζωή και το έργο του Καζαντζάκη δημιουργούν μια εμβληματική φιγούρα στο μυαλό των αναγνωστών που επηρεάζονται από πολλούς παράγοντες. Την τελευταία δεκαετία, πιστεύω πως γίνονται αρκετά πράγματα, όμως δεν θα το έλεγα ακριβώς ρεύμα προς τη λογοτεχνία του Καζαντζάκη, αλλά θα το έλεγα μια διάθεση με σταθερή πορεία, και ίσως με μια σταδιακή άνοδο. Πιθανότατα, η έκδοση ενός ανέκδοτου (μέχρι σήμερα) μυθιστορήματός του και η εκ νέου κυκλοφορία του έργου του να δώσει την αφορμή για μια επανεξέταση του φαινομένου «Καζαντζάκης». Σίγουρα μετά το 2027, με την απελευθέρωση των πνευματικών του δικαιωμάτων, θα δούμε πολλές διαφορετικές προσεγγίσεις όχι μόνο εκδοτικά αλλά και σε άλλες μορφές τέχνης.
«υπήρξε έφορο έδαφος»
ευχαριστούμε για την επισήμανση