Η καταχνιά
Κάθε που έβλεπαν την ομίχλη να ζώνει το χωριό, έτρεχαν να κλειστούν στα σπίτια τους. Κανένας δεν θυμότανε γιατί την καταχνιά θα ’πρεπε τόσο να τη φοβούνται. Μήτε οι γεροντότεροι το θυμόντουσαν. Την έβλεπαν σαν θεριό που όμως δεν είχε σχήμα, και που τρύπωνε ύπουλα απ’ τους φευγάτους ρόζους και τα μεγάλα τα ανοίγματα που άφηναν οι τάβλες της εξώπορτας από το χωματένιο δάπεδο. Έμπαινε σαν καπνός, αργά, σαν έξω να καίγονταν οι αυλές, κι έμενε εκεί, μια σπιθαμή από το πάτωμα να το κοιτάνε τα παιδιά με γουρλωμένα μάτια.
Όταν ήρθε ο πόλεμος, έφυγαν όσοι μπορούσαν να σκοτώσουν και να σκοτωθούν, χάθηκαν οι αντρίκειες οι φωνές και το χωριό βουβάθηκε. Ακόμα και τα παιχνίδια των παιδιών ήταν μουγκά. Όσο κρατούσε ο πόλεμος ο γυναικωνίτης στην εκκλησία γνώρισε δόξες. Στο κοιμητήριο ο χώρος περίσσευε.
Τέλειωσε ο πόλεμος κι άρχισαν να γυρνάνε όσοι σκότωσαν αλλά δεν σκοτώθηκαν, και μαζί μ’ αυτούς ξαναγύρισαν οι αντρίκειες φωνές κι εκείνα τα παθιασμένα βογγητά κάτω απ’ τα σκεπάσματα τις νύχτες που πάσχιζαν να τα πνίξουν, δείγμα ζωής που επιστρέφει θριαμβεύτρια.
Ήταν και κάμποσοι που δεν επέστρεψαν ποτέ. Φόρεσε ο Θεός μαύρη κουκούλα κι έδειξε με το δάχτυλο τους άτυχους. Ανάμεσα σ’ αυτούς κι ο άντρας της Ευανθίας που τον περίμενε κάθε μέρα βάζοντας το πιάτο του αντίκρυ στο δικό της, ενώ τη μέρα της γιορτής του και κάθε Κυριακή γέμιζε ως απάνω μια κούπα με κρασί γλυκόπιοτο και το ’πινε στην υγειά του. Της γράψαν «αγνοούμενος» μα εκείνη το αγνόησε. Στο κρεβάτι, τόσο καιρό που έλειπε, συνέχισε να κοιμάται στη μεριά της. Μήτε στον ύπνο της, αθέλητα, δεν πέρασε στη δικιά του. Νιόπαντροι, πάντα εκείνος ήταν ο εισβολέας. Με τον καιρό οι επισκέψεις αραιώσανε μέχρι που ο καθένας έμενε εκεί που πλάγιαζε. Κούνια μωρού δεν στήθηκε στην κάμαρη.
Παραμονή Χριστούγεννα αποβραδίς κατέβηκε η καταχνιά απ’ τα βουνά και φυλάκισε τους ανθρώπους μες στα σπίτια τους. Η Ευανθία άναψε το καντήλι εμπρός στο θαυματουργό εικόνισμα της Παναγιάς της Φανερώτριας που πίστευαν πως φανερώνει τ’ αφανέρωτα, ευχήθηκε πάλι να φανερώσει και τον άντρα της, κι ενώ όλοι λουφάζανε στα σπίτια τους, αυτή ξεπόρτισε. Έλυσε το σύρμα απ’ το καρφί στο κούφωμα της σανιδένιας πόρτας και πάτησε στο πρώτο σύννεφο που ήταν στο κατώφλι της. Περπάταγε στητά, αρχοντικά, με βήμα αργό και σταθερό σαν να ’ταν λιτανεία. Εμπόδιο δεν συνάντησε κανένα στη πορεία της. Ούτε ψυχή. «Στα σύγνεφα δεν απαντάς εμπόδια. Μόνο αγγέλους» μονολόγησε και ησύχασε.
Σταμάτησε όταν κατάλαβε πως βρισκόταν πάνω στο πέτρινο γεφύρι στην άλλη άκρη του χωριού. Άκουσε το ρέμα να τρέχει από κάτω της φουσκωμένο. Στάθηκε καταμεσής του γεφυριού, τέντωσε τα χέρια της μπροστά και, πώς της ήρθε; Ίσως γιατί ήταν σίγουρη πως κανένας δεν την έβλεπε ούτε την άκουγε· ψέλλισε: «Λουκά». Αναθάρρεψε και το ’πε πιο δυνατά κι ύστερα φωναχτά: «Λουκάαα». Σώπασε. Ντράπηκε μα ένιωσε να ξαλαφρώνει. Μάζεψε πίσω τα χέρια-κεραίες κι έκανε να φύγει. Και τότε, σαν ν’ αναδεύτηκε η άσπρη πήχτρα εμπρός της. Σαν να φυσήξαν άνεμοι μαστόροι και σμίλεψαν το σύννεφο και τ’ άσπρο τίποτα πήρε υπόσταση. Τον είδε! Το πρόσωπο ωχρό, ένα με την αντάρα. Αγκαλιάστηκαν, τον πήγε σπίτι μέσα απ’ τα σύννεφα και του μαγείρεψε φασόλια μαυρομάτικα, που ήξερε πως του άρεσαν πολύ, κι ας ήτανε παράταιρο με την περίσταση και τη μέρα. Ταίριαζαν όμως με τα μάτια του. Του σέρβιρε δυο πιάτα. Πώς πείναγε ο καημένος! Του ’βαλε και κρασί γλυκόπιοτο και κάθισε αντίκρυ του να τον κοιτάζει όσο έτρωγε αμίλητος.
Σιμά το πρωί άκουσε την καμπάνα να καλεί τους χριστιανούς, σημάδι του ερχομού του Θεανθρώπου και λήξης του συναγερμού με την καταραμένη την αχλή. Η Ευανθία σηκώθηκε ακροπατώντας και ντύθηκε στο σκοτάδι. Βγαίνοντας απ’ το σπίτι ετούτη τη φορά πάτησε σε στέρεο έδαφος. Στην εκκλησιά μπήκε στητή και δεν ανέβηκε στον γυναικωνίτη όπως συνήθιζε, παρά στάθηκε μπροστά μπροστά, δίπλα στον άμβωνα. Ήταν ολόκληρη μανουάλι ολόχρυσο με χίλια κεριά να φέγγουν στο πρόσωπό της.
Και πέρασε και τ’ άι-Βασιλιού κι ήρθαν τα Φώτα κι ο φωτισμός κι η Ευανθία είχε χαρές μεγάλες. Οι χωριανοί την έβλεπαν κεφάτη και χαμογελαστή να περιδιαβαίνει τους δρόμους και τους μαχαλάδες, κι όταν οι γειτόνισσες τη ρωτούσαν τι σκέφτεται να βάλει στο τσουκάλι, εκείνη έλεγε φασόλια μαυρομάτικα. Και σαν να γιόρταζε επέτειο, κάθε που ερχόταν το «θεριό» κι οι άνθρωποι κλείνονταν στα σπίτια τους, εκείνη έβγαινε αγκαζέ με τον Λουκά κι έκαναν σεργιάνι στα σύννεφα μέχρι το ρέμα κι ύστερα πάλι πίσω, να του σερβίρει τα φασόλια και να τον βάλει να πλαγιάσει. Κι όταν η Αθηνούλα, η κόρη της Αρίσταινας θα παντρευόταν και φώναξαν τον κυρ Αγησίλαο τον φωτογράφο, η Ευανθία, κατά πως έκαναν κι άλλοι στο χωριό όταν τους δίνονταν αυτή η ευκαιρία, τον κάλεσε να βγάλει μια πόζα μπροστά στο σπίτι της.
Χρόνια αργότερα, η καινούργια αφέντρα του σπιτιού – μια απ’ την πόλη που αγόρασε το σπίτι για ξεκαλοκαίριασμα – , πέταξε όλη τη παλιατζούρα που ’χε η μακαρίτισσα (έπιπλα, τα λίγα κουζινικά και το διπλό κρεβάτι με τον σομιέ τον ταλαιπωρημένο μόνο από τη μια μεριά), και κράτησε για ενθύμιο το εικόνισμα και μια φωτογραφία που δείχνει την Ευανθία μονάχη της στο άσπρο κεφαλόσκαλο μπροστά στο σπίτι, να ’χει το αριστερό της χέρι λυγισμένο, μετέωρο, σαν να κρατάει κάποιον αγκαζέ, και να χαμογελάει στον φακό ευτυχισμένη.