από τον Νίκο Κουρμουλή. (Κριτική και συνέντευξη).
Ο νεαρός συγγραφέας Νίκος Μάντης, γράφει με αμεσότητα και ειλικρίνεια για ότι περικλείει εννοιολογικά, η κρίση. Με ευθύβολο, ρεαλιστικό στυλ κατασκευάζει ένα σπονδυλωτό μυθιστόρημα κυλιόμενων γεγογότων, που εναλλάσσονται στον «πίνακα ανακοινώσεων» της τελευταίας πενταετίας. Το εφήμερο, όχι ως ένα αφηρημένο συναισθηματικό πλαίσιο, αλλά σαν μια βιωμένη εικόνα που εντός ρευστού περιβάλλοντος χάνεται προς στιγμή, για να πάρει μια έτερη μορφή αργότερα.
Το παρόν έργο βρίσκει τον συγγραφέα στην κορύφωση της πρώτης αφηγηματικής του ενότητας. Μιας ενότητας που ξεκινά από το ονειροφανταστικό «Το χιόνι του καλοκαιριού», συνεχίζεται με την βραβευθείσα αλά Blade Runner «Άγρια Ακρόπολη», έως και σήμερα. Στο «Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί»(Καστανιώτης), ο Μάντης τονίζει την ένταση των δρόμων και των παραμορφώσεων που έχουν υποστεί οι πολίτες αυτής της χώρας. Με διαστρωματικό προσδιορισμό και όχι έτσι γενικά και αόριστα. Ο θηρευτής που κρύβουν μέσα τους πολλοί, δεν είναι απλά μια ψυχική «διαστροφή». Μορφοποιείται από την ανελέητη υποκρισία και την ιδιοτέλεια. Είτε πρόκειται για κρατικούς φορείς, είτε για πρόσωπα. Ένας τόπος που μετατρέπεται καθημερινά στο εργαστήριο του δόκτορος Καλιγκάρι, εκτρέφοντας τα παράγωγα του μίσους. Οι συνεκτικοί δεσμοί που ενώνουν τους αρμούς των κοινωνικών εικόνων, ματαιώνονται. Η βία, είναι το όπιο της νέας εποχής. Ο Μάντης την καταδεικνύει σε όλα τα επίπεδα. Αν και υπάρχουν ενστάσεις ότι ο συγγραφέας συνεπαίρνεται από την οργή φτιάχνοντας μονοδιάστατους χαρακτήρες, σε έναν προδιαγεγραμμένο γύρο του χαμού. Παραδόξως, υπάρχουν και οι αποχρώσεις του μαύρου.
Έτσι ένα πρεζάκι κρύβει την ταυτότητα του μυρίζοντας εγκατάλειψη, ένας χρυσαυγίτης ρουμάνικης καταγωγής αναλαμβάνει μικροεργολαβίες θανάτου, ένας Πακιστανός κάνει trafficking στους συμπατριώτες του, ο συνεργός του ένας Έλληνας που απορρίφθηκε από την οικογένεια του, μια γυναίκα επισκέπτεται το παραμορφωμένο εγγονάκι της σε μυστική κλινική, ένα ζευγάρι που ανήλθε κοινωνικά στα χρόνια της ευμάρειας και φοβάται την ολική χρεοκοπία, ένας πρώην αγωνιστής του Πολυτεχνείου μπαίνει στη φυλακή για οικονομικά εγκλήματα και εκεί συναντά τον αμετανόητο βασανιστή του. Η πορεία μιας προοδευτικής κυβέρνησης της «Αλλαγής» προς την ολική καταβαράθρωση της. Ένας πρωθυπουργός που αποδελτιώνει τους φραγμούς μιας ολιστικής πολιτικοκοινωνικής διαπλοκής. Η ηθική αποσάθρωση μιας μεγαλοαστικής οικογένειας. Ο Νίκος Μάντης παραβιάζει τα σφιχτά χείλη της υποκρισίας. Το ψέμα ως κυρίαρχη υπερδομή μιας ευδαιμονικής τερατογέννεσης. Το συναίσθημα απαγάγεται, ενώ το σκέπτεσθαι μπαίνει στο ψυγείο. Το παράλογο είναι ο εξολκέας της αλήθειας. Ενός γυμνού πορτραίτου με οστά που εξέχουν.
Η συνέντευξη
Με τον Νίκο Μάντη είχαμε μια ωραία συνομιλία για όλα τα παραπάνω και ιδού το αποτέλεσμα.
Ο τίτλος, είναι ένα παιχνίδι ρίσκου, τύχης και μαντικής. Πώς αυτά τα στοιχεία και άλλα συνδυάζονται στο βιβλίο;
Ακριβώς, ο τίτλος παραπέμπει στο γνωστό παιδικό παιχνίδι, με επιπλέον δόσεις ρίσκου, βίας και ανθρωποφαγίας, όπως ταιριάζει στη δύσκολη εποχή μας. Η τύχη αποτελεί εξάλλου βασική συντεταγμένη του μυθιστορήματος, μιας και από ιστορία σε ιστορία οι τροχιές των ηρώων διασταυρώνονται συνεχώς, σε ένα συνδυασμό τύχης κι επιλογών, όπως λέει ο Αλέξης, ένας από τους ήρωες. Και τέλος, από πλευράς δομής, η πέτρα, το ψαλίδι και το χαρτί αποτελούν σύμβολα για το καθένα από τα τρία μέρη του βιβλίου, τα οποία συναρτώνται με χρονικές φάσης αφήγησης, δηλαδή με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον.
Στους χαρακτήρες του μυθιστορήματος κυριαρχεί η δολιότητα, η υποκρισία και η σύγκρουση με τα χαμένα τους όνειρα. Πες μας περισσότερα για το σμίλεμα των χαρακτήρων.
Δεν ξέρω αν μπορώ να μιλήσω ακριβώς για σμίλεμα, κατά τον τρόπο που το κάνει δηλαδή ένας γλύπτης. Συχνά αυτό που μου συμβαίνει είναι οι χαρακτήρες να αναδεικνύονται με βάση την αρχική αλήθεια που φέρουν, η οποία όσο περισσότερο βρίσκεται εκεί, τόσο τους αποκαλύπτει στα μάτια μας, σε συνεργασία με την πλοκή. Δηλαδή, διαπίστωσα στο βιβλίο αυτό ότι οι χαρακτήρες έβγαζαν πράγματα στο φως της αφήγησης με βάση το χαρακτήρα και το ποιόν τους, χωρίς εγώ να παρέμβω για να εκβιάσω κάτι τέτοιο, αλλά σταδιακά, οργανικά, σχεδόν αυτόνομα θα έλεγα. Όσο για την υποκρισία, τη δολιότητα και τη σύγκρουση που υφέρπουν καθολικά στο βιβλίο, στόχος μου ήταν να αποτελούν φαινόμενα κορύφωσης στοιχείων καθαρά ανθρώπινων, στοιχείων που βρίσκονται δηλαδή μέσα μας εν υπνώσει και που η δύσκολη συνθήκη που ζούμε συχνά τα αφυπνίζει, με τραγικά αποτελέσματα.
Γιατί διάλεξες το σπονδυλωτό μυθιστόρημα ως όχημα της ιστορίας σου;
Ήταν ένας τρόπος αφήγησης που μου επιβλήθηκε από την ίδια τη μορφή των ιστοριών. Ξεκίνησαν αυτόνομες, σιγά σιγά όμως διαπίστωσα ότι οι χαρακτήρες συνομιλούσαν μεταξύ τους και πέραν των ιστοριών που τους ανήκαν. Κι έτσι το εκμεταλλεύτηκα και λίγο – λίγο άρχισα να τους δένω με δεσμούς αίματος, συνάφειας αλλά και απλής τύχης και σύμπτωσης. Πρέπει επίσης να πω ότι το βιβλίο γράφτηκε πραγματικά με μια πνοή, μέσα σε λίγες εβδομάδες, κι έτσι πολλά από τα στοιχεία του δεν προέρχονται από συνειδητές, αλλά μάλλον από ενστικτώδεις συγγραφικές επιλογές.
Οι πρωταγωνιστές των ιστοριών, βιώνουν ή παραλλάσσουν με τον δικό τους τρόπο, όψεις της οντολογικής κρίσης που μας πλήττει τελευταία. Πως φτάσαμε τελικά στο σημείο να καταρρέουν όλα;
Αυτή είναι η ερώτηση που μας τυραννάει και θα μας τυραννάει υποθέτω για πολλά χρόνια ακόμα, μαζί με το πιο βασανιστικό -και τραγικό συνάμα- «τι άλλο μας περιμένει;». Στο βιβλίο προσπάθησα, όσο μπορούσα, να ψηλαφήσω μια μορφή απάντησης. Πέρα από την αμετροέπεια της εποχής της ευμάρειας και την ύβρη που επέφερε η ζωή δίχως μέτρο (τόσο σε συλλογικό, όσο και σε ατομικό επίπεδο) για μένα αλλά και για το βιβλίο η μεγαλύτερη ύβρη βρίσκεται στην καχυποψία, την αντιπαλότητα και εν τέλει το μίσος για το διπλανό, που υποσκάπτει κάθε προσπάθεια ουσιαστικής συλλογικότητας. Ένα αίσθημα, το μίσος, που βρίσκεται φυτεμένο λες στο συλλογικό νευρικό σύστημα αυτού του λαού, και του οποίου ο σπόρος ρίζωσε και βλάστησε μέσα στα μεγάλα γεγονότα του εικοστού αιώνα. Γι’ αυτό και στην «Πέτρα» η απαρχή των συγκρούσεων με τον εαυτό μας και με τους άλλους μπορεί ν’ ανιχνευτεί κάπου εκεί, στα «αποπλύματα της Ιστορίας», όπως λέει ένας χαρακτήρας, ο παλιός βασανιστής Δενεζάκος. Προϊόν αυτού του μίσους είναι άλλωστε και η Χρυσή Αυγή, που ως φαινόμενο κατέχει κεντρική θέση στον προβληματισμό του βιβλίου.
Πες μας για την γλώσσα του βιβλίου. Είναι κοφτή, άμεση πολλές φορές, ενώ η αφήγηση γειτνιάζει με το φανταστικό.
Η γλώσσα υπήρξε ένα από τα στοιχήματα που έβαλα γράφοντας την «Πέτρα», με την έννοια ότι ήθελα να ασκηθώ στο αποσπασματικό, το άναρθρο και το ακατέργαστο της εκφοράς του λόγου, αφήνοντας πίσω τις πιο καλλιγραφημένες σελίδες των προηγούμενων βιβλίων μου. Η αφήγηση στο βιβλίο είναι ως επί το πλείστον πρωτοπρόσωπη, άρα, και με δεδομένο τον ταραγμένο ψυχισμό των κεντρικών χαρακτήρων, ο λόγος, τόσο ως διάλογος, όσο και ως πρόζα, έπρεπε να συντονιστεί με το κοφτό, σπασμωδικό βήμα του ψυχικού τους κόσμου. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και το σπάσιμο του αυστηρού ρεαλισμού σε κάποια σημεία, εκεί όπου καραδοκούσε η παράνοια και η απώλεια της νοητικής πυξίδας των χαρακτήρων. Στο βιβλίο αυτό ένιωσα έντονα αυτό που λένε, ότι ο συγγραφέας πρέπει να υποδύεται, να μπαίνει στα παπούτσια των ηρώων που δημιουργεί. Το αποτέλεσμα της ψυχικής αυτής αναζήτησης από πλευράς μου -ελπίζω πως- εγγράφτηκε στη γλώσσα του βιβλίου.
Ποιες είναι οι λογοτεχνικές επιρροές σου;
Αρκετές και μεταβαλλόμενες κατά περιόδους. Εδώ και κάποιο καιρό με απασχολεί το ζήτημα των παράλληλων αφηγήσεων, όπως εμφανίζεται στα έργα μεγάλων τεχνιτών της γραφής, όπως ο Πύντσον, ο Μπολάνιο, ο Βόλμαν. Νομίζω ότι αυτός ο αποσπασματικός «μεγάκοσμος» που εμφανίζεται στα πιο εμβληματικά βιβλία τους (2666, Κεντρική Ευρώπη, Το Ουράνιο Τόξο της Βαρύτητας) έχει πολύ ψωμί. (Εδώ ταιριάζει το «άμποτε», που λέγανε παλιά, και που δίνει σε όλους μας δικαίωμα στη φιλοδοξία και το όνειρο.) Από ελληνική γραφή, πρότυπο και φάρος για το βιβλίο αυτό υπήρξε ο Αλέξανδρος Κοτζιάς, του οποίου η «Αντιποίηση Αρχής» με τον ταραγμένο λόγο του κεντρικού της ήρωα αποτέλεσε για χρόνια οδηγό για τη γραφή μου, που ελπίζω να μην πρόδωσα. Πολύ περισσότερο μιας και ο Κοτζιάς τόλμησε τότε να αναμετρηθεί με ένα πολιτικά καυτό πραγματολογικό υλικό, χωρίς να υποκύψει στη λογική του «μην εγγίζετε» (αρκετά διαδεδομένη ακόμα και σήμερα).
INFO: Νίκος Μάντης
«Πέτρα, ψαλίδι, χαρτί»
εκδ: Καστανιώτης
σελ: 275