( Επιμέλεια Γιούλη Αναστασοπούλου)
Tι πρέπει να γνωρίζουν οι αναγνώστες σας για εσάς και τους ήρωές σας;
Αν με ρωτάτε τι «κάνουν» ή τι «θέλουν» οι ήρωές μου, βρίσκω προτιμότερο να ξεκαθαρίσω τι «δεν κάνουν» ή «δεν θέλουν» οι ήρωες της Οικογενειακής πορσελάνης: Μολονότι ο αφηγητής των ιστοριών μου μεγαλώνει και αφηγείται ιστορίες από την Αθήνα και την ελληνική επαρχία της δεκαετίας του ‘80 οι ήρωές μου δεν ενδιαφέρονται για το παιχνίδι της ηθογραφικής – ρεαλιστικής αναπαράστασης της ελληνικής οικογένειας και κοινωνίας. Παρά τη μεσολάβηση της γενιάς του ’30 και των λογοτεχνικών και αισθητικών κινημάτων του πρώιμου και ύστερου μοντερνισμού, στην εγχώρια λογοτεχνία και στον κινηματογράφο εξακολουθεί να κυριαρχεί η σχηματική, επίπεδη, χωρίς βάθος απεικόνιση αναγνωρίσιμων τύπων και χαρακτήρων της ελληνικής κοινωνίας, του βουνού, του λόγγου ή του άστεως, είτε με μια διάθεση κριτικού ρεαλισμού (μελοδραματικών, συχνά, αποχρώσεων) είτε με μια διάθεση γελοιογραφικής υπερβολής στα όρια του γκροτέσκ. Φυσικά αυτή η τάση δεν αποτελεί παρά αντικατοπτρισμό μιας κοινωνίας η οποία παρά τι όποιες «αστικές μεταμφιέσεις» δυτικού τύπου, εξακολουθεί να κινείται μέσα στο πλαίσιο ενός μίζερου επαρχιωτισμού. Χαρακτηριστικό δείγμα μιας τέτοιας κοινωνίας είναι η «αρχιτεκτονική» των «πόλεών» της και χαρακτηριστικό δείγμα μιας τέτοιας λογοτεχνίας είναι η γλώσσα της, που συχνά το βασικό της μέλημα μοιάζει να είναι η πιστή απομαγνητοφώνηση αναγνωρίσιμων σκηνών της καθημερινότητάς μας, σε ένα ρεσιτάλ αυτοθαυμασμού επενδυμένου με ιδεολογήματα απενοχοποίησης της εθνικής μαγκιάς. Στο μεταξύ οι «πραγματικοί» χαρακτήρες, εξακολουθούν να ζουν, να ερωτεύονται και να πεθαίνουν σε ένα περιβάλλον δαιδαλώδες, διαθλαστικό, παράλογο, ψηφιακό, που συχνά τους υπερβαίνει, «προικίζοντας» την ύπαρξή τους με αντιφάσεις, παλινωδίες, χάσματα. Αυτοί οι τελευταίοι χαρακτήρες περνούν από την ηθογραφικής υφής νεοελληνική πεζογραφία όπως η άμμος της θάλασσας ανάμεσα στα δάχτυλα.
Τι σας κινητοποίησε να γράψετε την Οικογενειακή πορσελάνη;
Ένα βιβλίο όπως η Οικογενειακή πορσελάνη, με σπαράγματα από την παιδική και εφηβική ηλικία ενός νέου που μεγαλώνει αρχικά στην Αθήνα και στη συνέχεια σε ένα χωριό της Κρήτης στη δεκαετία του ‘80 δεν θα μπορούσε παρά να περιέχει αρκετά αυτοβιογραφικά στοιχεία από τη ζωή μου. Εντούτοις, αν σταματούσα την περιγραφή του βιβλίου εδώ, η εικόνα θα ήταν μάλλον παραπλανητική: θα επιθυμούσα να τονίσω εμφατικά τις αποστάσεις που χωρίζουν τις προθέσεις του κειμένου από το σχήμα «αφηγούμαι (από) τη ζωή μου». Το πραγματικό θέμα μου είναι η διαχείριση των σπαραγμάτων της βιωματικής μνήμης, η οποία λειτουργεί επιλεκτικά, κυρίως όμως ανασκευαστικά και κατασκευαστικά. Το αποτέλεσμα του «θυμάμαι», δηλαδή, υπονομεύεται διαρκώς μέσα από ένα άλλο, παράλληλο είδος μνήμης που συνδέεται με την λογοτεχνική, θεωρητική και αισθητική μου σκευή. Αυτό το παράλληλο είδος μνήμης διηθίζει, διαστρέφει, ανασυστήνει τη βιωματική μνήμη. Έτσι φτάνω διαρκώς να «θυμάμαι» πολλά περισσότερα, ελπίζω και σημαντικότερα, από όσα έχω ζήσει.
Με ποιο άλλο έργο συνομιλεί το βιβλίο σας;
Δεν θα μπορούσα να μιλήσω για ένα συγκεκριμένο έργο με το οποίο συνομιλεί η Οικογενειακή πορσελάνη, αλλά για ένα σύνολο έργων που έχουν διαμορφώσει την ψυχονοητική μου συγκρότηση. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα η Πορσελάνη μου προτιμά ως συνομιλητές τους συγγραφείς όπου δεσπόζει η φροντίδα για τη φόρμα και την ατμόσφαιρα, η μουσικότητα ή η ρυθμικότητα της φράσης, η λοξή ματιά απέναντι στο κοινότοπο με τη βοήθεια αναπάντεχων λεκτικών συναρμογών, η εμμονή στην κινηματογραφική λεπτομέρεια και στο μοντάζ, η αρχιτεκτονική του κειμένου.
Πώς γράφετε και πού;
Προτιμώ να γράφω στο γραφείο μου με το βλέμμα μου να κοιτά λοξά προς τη βιβλιοθήκη. Είμαι ιδιαίτερα καχύποπτος απέναντι στις επισκέψεις της Μούσας, της έμπνευσης, της έκλαμψης, της θείας επίνευσης, κοκ. Η συζήτηση περί έμπνευσης μοιάζει πολύ με επικλήσεις καρτεσιανού τύπου όπου εν μέσω ενός τοπίου υποτιθέμενης «ριζικής αμφιβολίας» ή «ουδετερότητας» (στα δικά μας, βλέπε μια λευκή κόλλα χαρτιού) εμφανίζεται κάποια θεμελιώδης, πρωταρχική ιδέα ισχυρή, ρηξικέλευθη, «αναμφισβήτητη» (βλέπε η έμπνευση). Υπάρχει μεγάλη δόση υποκρισίας και αφέλειας στην ιδέα αυτών των υπερβατικών επισκέψεων. Ο δημιουργός είναι ένα ήδη διαμορφωμένο ιστορικά και αισθητικά υποκείμενο με συγκεκριμένες προτιμήσεις και ευαισθησίες, ευεπίφορος σε ορισμένες ιδέες που του παρουσιάζονται και, ως εκ τούτου, παντελώς αδιάφορος απέναντι σε κάποιες άλλες. Όταν ακούω έμπνευση, σκέφτομαι έναν παλιό, αγαπημένο φίλο που ήρθε να με επισκεφτεί και φροντίζω να τον υποδεχτώ με τον τρόπο που αρμόζει.
Αισθάνεσθε ότι ανήκετε σε μια συγκεκριμένη γενιά δημιουργών;
Βρίσκω κρισιμότερη την ανάγκη διάκρισης τάσεων και αναζητήσεων στην εγχώρια λογοτεχνική παραγωγή, σε αντίθεση με ένα είδος χύδην ομαδοποίησης, ιδιαίτερα βολική, ενδεχομένως, για τους ιστορικούς της λογοτεχνίας. Η ιδέα της μαζικής ένταξης, με ηλικιακά και χρονολογικά κριτήρια, σε μια «λογοτεχνική γενιά», μου προκαλεί τουλάχιστον επιφυλάξεις, καθώς, με τον τρόπο αυτό η ελληνική λογοτεχνική κοινότητα θυμίζει σε σμίκρυνση την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας: έναν κακοχωνεμένο μεταμοντέρνο χυλό χωρίς ύφος και χωρίς την ανάγκη να αρθρωθεί σε κάτι διακριτό και ευδιάκριτο, ως προς την ταυτότητά του.
Τι σημαίνει για εσάς η υποψηφιότητα για το βραβείο του Αναγνώστη;
Είναι ιδιαιτέρως τιμητικό να λαμβάνεις μια υποψηφιότητα βράβευσης από τον «Αναγνώστη», όταν, μάλιστα, αναλογιστεί κανείς πως τα βραβεία αυτά αποτελούν ένα είδος συνέχειας των βραβείων που καθιέρωσε το ιστορικό περιοδικό «Διαβάζω».
Αν μπορούσατε να αλλάξετε ένα αγαπημένο έργο ποια θα ήταν η παρέμβασή σας;
Η ερώτηση είναι κάπως ύποπτη, καθώς η επιθυμία να αλλάξεις ένα αγαπημένο έργο ισοδυναμεί με την επιθυμία να στραφείς εναντίον του, να το ξαναγράψεις, ίσως ακόμα και να το καταστρέψεις. Υποσυνείδητα αυτή η επιθυμία θα πρέπει να ενέχεται σε ένα ψυχολογικό δίπολο ανασφάλειας – φθόνου. Σε κάθε περίπτωση δεν έχω επιθυμήσει ποτέ να αλλάξω ένα αγαπημένο έργο, αντιθέτως έχω επιθυμήσει ζηλότυπα να αλλάξω εγώ (τον τρόπο γραφής μου) χάρη σε ένα έργο που έχω αγαπήσει.
Γράφετε κάτι τώρα;
Προσπαθώ να συμπήξω σε ενιαίο σώμα μια σειρά δοκιμίων και ψευδοδοκιμίων με πολύπλευρη θεματολογία από την αρχιτεκτονική, τα εικαστικά, τη μουσική, τη φιλοσοφία, τον κινηματογράφο, τη λογοτεχνία. Ορισμένα από αυτά είναι κείμενα που έχουν δημοσιευτεί κατά καιρούς σε έντυπα. Ωστόσο τα επεξεργάζομαι ξανά, μαζί με νέα κείμενα, με βασικό άξονα την προσαρμογή και την ένταξη γενικών ιδεών στην ενικότητα που προϋποθέτει το αφηγηματικό ύφος του διηγήματος, της ημερολογιακής καταγραφής ή της σημείωσης στα περιθώρια ενός βιβλίου που διαβάζουμε.
Tι σας λείπει από το Λογοτεχνικό τοπίο σήμερα.
Από το σημερινό λογοτεχνικό τοπίο μου περισσεύουν περισσότερα από όσα μου λείπουν, κυρίως η ευκολία με την οποία υπογράφονται και εκδίδονται κείμενα, κατά τα φλύαρα ήθη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Συχνά, κάτω από το λογοτεχνικό ένδυμα παρατηρούμε έναν θορυβώδη ναρκισσισμό να εφάπτεται επιδερμικά με τη λογοτεχνία.
Απαντήστε μας σε μια ερώτηση που δεν σας έχουν κάνει ακόμα.
«Επιτυχία είναι η ικανότητα να πηγαίνεις από αποτυχία σε αποτυχία, χωρίς να χάνεις τον ενθουσιασμό σου» (Ουίνστων Τσώρτσιλ)
Ποιον νέο συγγραφέα θα προτείνατε να φιλοξενήσουμε στις Συστατικές Επιστολές;
Το Γιάννη Παλαβό.
*Ο Νίκος Κουφάκης (1972) γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Διοίκηση επιχειρήσεων στη Χίο (Πανεπιστήμιο Αιγαίου) και έκανε μεταπτυχιακές σπουδές Φιλοσοφίας και Επιστημολογίας στην Αθήνα (Μ.Ι.Θ.Ε.). Έχει εργαστεί ως μεταφραστής και δημοσιογράφος. Δοκίμια, βιβλιοκρισίες, ταξιδιωτικά κείμενα και διηγήματά του έχουν δημοσιευτεί στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο (Το Δέντρο, (δε)κατα, Νέα Εστία, Η Αυγή, Έθνος, Ποιείν, Ιστορίες Μπονζάι, Νέα Ευθύνη). Η Οικογενειακή πορσελάνη είναι το πρώτο του βιβλίο.