του Δημοσθένη Αγραφιώτη
- Τρεις τόποι, τρεις τρόποι
Γνώρισα τον Νίκο Καρούζο προς τα μέσα της δεκαετίας του 1980 στα γραφεία των εκδόσεων «Ερατώ». Ο Μανώλης Μανουσάκης, υπεύθυνος των εκδόσεών, μού τον σύστησε με σεβασμό, ωστόσο τα λόγια που ανταλλάξαμε ήταν λιγοστά και εκείνη η πρώτη επαφή μου άφησε το αίσθημα μιας άλλον τυπικής φιλοφρόνησης. Έπειτα τον συναντούσα πολλές φορές στους διαδρόμους του Γ΄ Προγράμματος στο Ράδιο – μέγαρο της Αγίας Παρασκευής, καθώς την ίδια εποχή, στα μέσα της δεκαετίας του 80΄, συμμετείχα στις εκπομπές του «Πνευματικού Περισκοπίου» που συντόνιζε η Μαρία Μαυρουδή. Την προτελευταία δεκαετία του περασμένου αιώνα περνούσα μπρος από το παράθυρο του ημιυπόγειου στην οδό Δημητρίου Σούτσου 36, στους Αμπελοκήπους, πηγαίνοντας στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (Υγειονομική Σχολή Αθηνών, 1932-2004), για την εκπλήρωση των καθηκόντων μου ως καθηγητή κοινωνιολογίας της Υγείας. (βλ. εικόνες 1 και 2).
Σε αυτούς τους τρεις χώρους, και μόνο σ’ αυτούς, είχα την ευκαιρία και το προνόμιο να συνομιλήσω με τον Νίκο Καρούζο και μάλιστα σε κάθε ένα από τους τόπους για διαφορετική δέσμη ζητημάτων.
Οι συνομιλίες στους χώρους της «Ερατώς» δεν ξέφευγαν από τους συμβατικούς χαιρετισμούς και τις ευγενικές διατυπώσεις, και δεν έχω καμία συγκεκριμένη ανάμνηση. Ωστόσο, ο Μανώλης Μανουσάκης μαζί με την Ελληνογαλλίδα φωτογράφο Catherine Tatsopoulos είχαν αρχίσει να επεξεργάζονται ένα βιβλίο με τίτλο «Νίκος Καρούζος» το οποίο θα περιλάμβανε ποιήματα του Νίκου Καρούζο, φωτογραφίες της Catherine Tatsopoulos που θα τον απεικόνιζαν, καθώς και ένα δικό μου κείμενο-γέφυρα σχετικό και με τα ποιήματα του Νίκου Καρούζου και με τις φωτογραφίες της Catherine Tatsopoulos. Ο υπότιτλος του βιβλίου θα ήταν «Και εγώ νυν ειμί φυγάς, θεόθεν και αλήτης, νείκει μαινομένω», δηλαδή ο γνωστός στίχος του Εμπεδοκλή («Καθαρμοί», απόσπασμα 115). Η μορφοποίηση του βιβλίου προχώρησε αρκετά τότε και όπως με πληροφόρησε ο εκδότης, θα επανέλθει στην ολοκλήρωση του βιβλίου στο προσεχές μέλλον. Ο Μανώλης Μανουσάκης θεωρούσε ότι ο Νίκος Καρούζος και ο Ηλίας Λάγιος ξεχώριζαν στον μικρόκοσμο των ποιητών και φαινόταν αποφασισμένος να τους συνοδεύσει στην δημιουργική τους περιπέτεια.
Στο Γ΄ πρόγραμμα, ανάμεσα στις ηχογραφήσεις, είχαμε την ευκαιρία να συζητήσουμε όχι μόνο για την θεματολογία των εκπομπών αλλά και μια σειρά άλλων ζητημάτων όπως η μουσική, η ποίηση σε σχέση με τη μουσική, η τύχη των λιμπρέτων της όπερας και οι προσωκρατικοί φιλόσοφοι. Οι εβδομαδιαίες εκπομπές μου ήταν οργανωμένες σε μεγάλους κύκλους όπως η «φωτογραφία», τα «περιοδικά», οι «έκκεντρες προσωπικότητες» : π.χ. οι Θάνος Μούρραης Βελλούδιος (φαντασιομέτρης), Γεώργιος Κωστάκης(συλλέκτης) κ.ά. Με αυτήν την ευκαιρία καλούσα τον Νίκο Καρούζο να συμμετάσχει με τη διατύπωση των ερωτήσεων του προς τους προσκεκλημένους συνομιλητές στο πλαίσιο του ραδιοφωνικού διαλόγου των εκπομπών. Το εύρος των γνώσεων του και η γρήγορη προσαρμογή του στις ιδιοτυπίες των συνομιλητών καθιστούσαν τον Νίκο Καρούζο έναν πολύτιμο συνεργάτη. Την ιδέα για την κινητοποίηση του διανοητικού του πλούτου για την ενίσχυση της εκπομπής άνηκε στην η Μαρία Μαυρουδή, και μ’ αυτό τον τρόπο ήταν δυνατόν να υπάρξει και μια χρηματική αμοιβή για την συμμετοχή του, μια και οι εκπομπές μου είχαν ανεξάρτητο προϋπολογισμό. (Αντίγραφα των εκπομπών υπάρχουν στα Αρχεία της ΕΡΤ – εξάλλου όλες οι εκπομπές είχαν σχεδιαστεί ώστε να αποτελέσουν ένα «ηχητικό αρχείο ιδεών και πρωταγωνιστών» της δεκαετίας του ’80 – καθώς και στα ηχητικά αρχεία του συλλέκτη και ιστορικού Γιώργου Ζεβελάκη, σύμφωνα με δήλωσή του).
Το ημιυπόγειο της οδού Σούτσου είχε ένα παράθυρο που έδινε στον πολυσύχναστο και θορυβώδη δρόμο και ήταν συνήθως ανοιχτό. Όταν ήμουν βιαστικός ανταλλάσσαμε χαιρετισμούς και «καλημέρες»! Μερικές φορές με καλούσε να μπω στο σπίτι του και κάμποσες φορές επισκέφτηκα τον ιδιωτικό του χώρο, που αποτελείτο από ένα μοναδικό δωμάτιο. Το τελευταίο ήταν σχετικά μικρό, είχε ένα τραπέζι στο κέντρο, στον τοίχο το κρεβάτι του, κάποια βιβλία και μερικούς φακέλους με χαρτιά – έμοιαζαν σαν χειρόγραφα. Οι τοίχοι είχαν σημάδια υγρασίας, το τασάκι ήταν πάντα γεμάτο αποτσίγαρα και η ατμόσφαιρα κάπως βαριά, υποθέτω από τα καυσαέρια των αυτοκινήτων καθώς αυτά ξεκινούσαν με το πράσινο του φαναριού της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Συνήθως πρότεινε «ένα ούζο»; Δυστυχώς, θα έπρεπε να πάω για τη διδασκαλία μου και το αλκοόλ θα με αποδιοργάνωνε και επιπλέον, έχω μια αλλεργία στο ούζο • έτσι, η απάντησή μου ήταν πάντα ένα σεμνό «ευχαριστώ». Η δύσκολη αυτή στιγμή δεν εμπόδιζε τη συζήτησή μας που ακολουθούσε. Συνήθως κουβεντιάζαμε ορισμένες πτυχές από τις εκπομπές του Γ΄ Προγράμματος, και άκουγα προσεκτικά τις εκάστοτε προτάσεις του σχετικά με το θεματικό, μουσικό και ηχολογικό επίπεδο. Δυο ζητήματα χαρακτήριζαν τον ουσιαστικό διάλογο: η μουσική και η ποιητική παράδοση που προέρχεται από τον Ορφέα, τον Πυθαγόρα και τον Εμπεδοκλή. Αναμφίβολα οι αναφορές του στη μουσική ήταν ατελείωτες και εξαιρετικά ακριβείς. Ήταν σαν ένα δεύτερο σχολείο – ένα «κρυφό σχολειό» για τη μουσική που σχετιζόταν βέβαια άμεσα και με την ορφική – πυθαγόρεια παράδοση. Τέτοιου είδους συζήτηση είχα μόνο με το Δημήτρη Βουτσινά και την οικογένειά του που στη δεκαετία του 1960 με εισήγαγαν στην κλασική μουσική και ιδιαίτερα στις συναυλίες της Κρατικής Ορχήστρας τις Δευτέρες, στο θέατρο Κοτοπούλη – Rex.
- Δι-ερωτήσεις
Η φωνή του Νίκου Καρούζου είχε μια σπηλαιώδη χροιά και ο τρόπος εκφώνησής των λέξεων είχε μια σαρκώα (visceral) απόχρωση. Δεν ήταν εύκολο να ανταλλάξει κανείς ένα βλέμμα μαζί του καθώς είχε την τάση να ενατενίζει προς ένα αόριστο σημείο, σαν σε κάτι στο υπερπέραν. Το σώμα του τόνιζε την δύναμη έλξης, την δράση της βαρύτητας στην γη. Ο τρόπος ομιλίας του υπονοούσε μια ελεγχόμενη μανία ή μια χθόνια αγωνία. Όταν εκφραζόταν για ένα θέμα έδινε την εντύπωση ενός ταχυδακτυλουργού εμπνεύσεων, προφητειών και χρησμών. Η επαφή και οι συνομιλίες μου μαζί του στους τρεις προαναφερόμενους χώρους με είχαν γεμίσει με απορίες και ερωτήματα εκείνη την εποχή, παρά το γεγονός ότι εντέλει η επικοινωνία μεταξύ μας γινόταν κάθε φορά πιο δυνατή και πιο ουσιαστική, παρ’ όλες τις επιστημολογικές δυσκολίες και τα εμπόδια ποιητικής υφής.
Δεν γνώριζα πολλά γι’ αυτόν, παρά τις πολλαπλές πληροφορίες που είχα λάβει από τον Μανώλη Μανουσάκη[1] και αναρωτιόμουνα πώς σχετιζόταν ο τρόπος ύπαρξής του, ο τρόπος ζωής του με το ποιητικό του έργο. Πώς η διαδρομή του βρισκόταν σε σύμπλεξη με αυτή των «καθιερωμένων» ποιητών; Ήταν ένα μοναχικό αστέρι (Καβάφης) ή μήπως βρισκόταν σε πιο ανοικτή και πολλαπλή διάδραση με το ποιητικό πεδίο και τα κοινωνικο-πολιτιστικά συμβεβηκότα; Ποια σχέση μπορούσε να έχει το έργο του με τους προσωκρατικούς ποιητές ή/και φιλοσόφους; Πώς με τις δυσκολίες του βίου του μπόρεσε να μορφοποιήσει ένα έργο που αψηφούσε αυτές τις πολλαπλές αντιξοότητες; Πώς η ελληνική κοινωνία παρα-αναγνωρίζει, (τουλάχιστον στη διάρκεια της ζωής τους) ποιητές με εξαιρετικό έργο όπως τον Νίκο Καρούζο; Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα ήλθαν πολύ αργότερα, όταν είχα εμπλακεί στην έρευνα που αφορούσε το χαρακτήρα της ελληνικής ποίησης από το 1975 μέχρι 2010. [Η έρευνα αυτή κατέληξε στο βιβλίο: «Anthropologie de la poésie grecque. 1975-2005 », Kostas Nassikas et Démosthène Agrafiotis, Collection Levée d’ Ancre, Editions L’ Harmattan, Paris, 2012 και «Πολιτιστική ποιητική. Δεσμοί, τροπικότητες», Δ. Αγραφιώτης, Εκδώσεις Ερατώ, Αθήνα, 2012. («Ανθολογία, Χαρτογραφία», σελ. 116-128)]. Δηλαδή απαντήσεις, αναμφίβολα προκαταρκτικές, μπορούν βέβαια να δοθούν σήμερα με βάση τη παρακάτω διάγνωση μου για το πρόσφατα ποιητικό τοπίο κατά την περίοδο 1975-2010.
- Ελληνική Ποίηση 1975-2010. Aπλοποιητικές & εισαγωγικές υποθέσεις
Ποια είναι η τυπολογία (αν μπορεί να μορφοποιηθεί μια εκδοχή της) της ελληνικής ποιητικής παραγωγής κατά την διάρκεια της περιόδου 1975-2010; Σε ποια σχέση βρίσκεται με άλλες ευρωπαϊκές παραγωγές; Έχει κάποια επίπτωση ή επίδραση στα τεκταινόμενα της ελληνικής κοινωνίας; Ποιες εκφάνσεις του σύγχρονου ελληνικού γίγνεσθαι καθόρισαν (και σε ποιο βαθμό) τις επιλογές και τις αναζητήσεις των Ελλήνων ποιητών; Αν ληφθεί υπόψη η ταχύτητα των κοινωνικο-πολιτιστικών μεταβολών, είναι δυνατόν να εντοπιστεί η φύση της αλληλοεπίδρασης μεταξύ ποιητικής συγκομιδής και ελληνικής κοινωνίας – λαμβάνοντας υπόψη συνάμα τον διεθνοποιημένο μας κόσμο; Το ζήτημα εδώ δεν είναι να απαντηθούν αυτά και τα δορυφόρα τους ερωτήματα και μάλιστα από ένα μελετητή – ποιητή (η περίπτωσή μας), αλλά να παρουσιαστεί ένας πρώτος (σίγουρα ατελής) καμβάς πάνω στον οποίο έγινε η ανάδυση των ποιημάτων αυτής της περιόδου.
Η χρονική περίοδος 1975-2010 έχει ένα πολιτικό ίσως νόημα, το τέλος του στρατιωτικού καθεστώτος κι η αρχή της οικονομικής κρίσης, αλλά μήπως η ποίηση και οι κοινωνικο-πολιτιστικές αλλαγές έχουν άλλες ρίζες και καταγωγές-και άλλους ρυθμούς ανέλιξης; Με άλλα λόγια, η επικέντρωση στην ποιητική συγχρονία, θέτοντας σε παρένθεση την ποιητική διαχρονία (στη διάρκεια της περιόδου αυτής, ποιητές που εμφανίστηκαν στις δεκαετίες ’50-’60 εξακολουθούν να παράγουν έργο), δημιουργεί μια ελλιπή και στρεβλή εικόνα, αλλά από την άλλη μεριά διαφαίνεται η αλληλεπίδραση ή μη μεταξύ των ποιητών/τριών που το κύριο έργο τους παράγεται σ’ αυτήν την τριαντακοπενταετία. Παραμένει βέβαια ανοικτό το ζήτημα αν η μονάδα αυτή του χρόνου μπορεί να θεωρηθεί και ως μονάδα για μέτρηση του ποιητικού πλούτου. Για να γίνει αντιληπτή η ιδιαιτερότητα του ποιητικού έργου της περιόδου αυτής, θα μπορούσε τούτο να συγκριθεί με την παραγωγή σε μια προηγούμενη περίοδο της ελληνικής ποίησης (πρόσφατης ή παλαιότερης) ή με την ανέλιξη της ποιητικής σκηνής σε μίαν άλλη κοινωνία (π.χ. τη γαλλική) σε παράλληλο χρόνο ή σε διαφορετικό. Μια τέτοια προσέγγιση ξεπερνάει το παρόν σύντομο κείμενο. Ωστόσο, θεωρούμε ότι η σχεδόν σχηματική απεικόνιση του ποιητικού τοπίου, επιτρέπει να θεμελιωθεί το ερώτημα αν ο Νίκος Καρούζος έπαιξε ρόλο (και ποιόν) σε σχέση μ’ αυτή την περίοδο. Μήπως θα πρέπει να έλθει το πλήρωμα του χρόνου για να διαφανεί η εμβέλεια των επιρροών του ή πρόκειται για μια «χαμένη ευκαιρία αξιοποίησης» της ποιητικής του Νίκου Καρούζου από τους/τις ομοτέχνους του ;
Τέλος (ή στην αρχή), απομένει να γίνει η συνάρθρωση της ποιητικής πράξης με τα συμβεβηκότα της μεταπολίτευσης εάν ονομαστεί συμβολικά έτσι η σύντομη ιστορική φάση 1975-2010. Με τη συμπλήρωση των 40 και πλέον χρόνων έχουν γίνει διάφοροι απολογισμοί ((κατά πλειοψηφία πολιτικο-κοινωνικής υφής) και έχουν αποτυπωθεί οι κατακτήσεις και οι απώλειες, τα κέρδη και οι ζημίες, οι χαμένες ευκαιρίες, οι λαμπρές στιγμές και τα μελανά σημεία αυτής της περιόδου. Ένας τέτοιος απολογισμός είναι ικανός να εξηγήσει ή να επιτρέψει την κατανόηση των ποιητικών έργων; Λειτούργησαν οι ποιητές/τριες, σε αναφορά και σε φόρτιση από την συγκυρία – όπως αυτή θα είχε προκύψει από μια κοινωνιολογική ανάλυση ή από μια θεώρηση καθαρά ποιητικο-καλλιτεχνική; Πως λειτούργησε το έργο του Νίκου Καρούζου σε σχέση με αυτό των άλλων ποιητών/τριών; Πώς επηρέασαν οι γενικότερες μεταβολές της ελληνικής κοινωνίας τη συγκεκριμένη διαδρομή των ποιητών/τριών ; Ίσως είναι νωρίς να διατυπωθούν τέτοιου τύπου ερωτήσεις και σίγουρα θα απαιτηθούν κάμποσες μονογραφίες για να τεκμηριωθούν οι πρώτες απαντήσεις. Επίσης σε ποιο βαθμό τα γεγονότα του παγκοσμιοποιημένου πλανήτη μας καθόρισαν τις επιλογές των πρακτικών της ποιητικής γραφής; Με ποια ποιητικά ρεύματα εκτός Ελλάδας, επιχείρησαν οι ποιητές/τριες να συνομιλήσουν και με ποιο αποτέλεσμα; (Εδώ θα ήταν πολύτιμη η συνεισφορά των ερευνητών της ελληνικής διασποράς καθώς και των ερευνητικών-εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με ενδιαφέροντα στη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία και ποίηση). Τι τείνει να επικρατήσει στα ποιητικά ενεργήματα της περιόδου: η συνέχεια ή οι απόπειρες του πειραματισμού; Η αναζήτηση της ριζικής καινοτομίας, αν και πολλαπλασιάζεται, παραμένει σε δεύτερο επίπεδο ?
Αλλά τι σημαίνει συνέχεια; Στην ελληνική περίπτωση εννοείται ότι πέρα από το 1975 επιβιώνουν και προσαρμόζονται θέματα και πρακτικές γραφής της περιόδου των δεκαετιών 1950-1960 και Με μια απλούστευση θα ήταν δυνατόν να λεχθεί ότι στην μεταπολεμική και μετεμφυλιακή περίοδο το ποιητικό πεδίο κυριαρχείται από το ρεύμα του λεγόμενου «συμβολικού υπαρξισμού» (existencialisme symbolique) και το ρεύμα της λεγόμενης γενιάς της «ήττας» όπως και από κάποια έξαρση του νεοτερικού-μοντερνιστικού χαρακτήρα. Για τα δυο πρώτα ρεύματα θα ήταν δυνατόν να ειπωθεί ότι ανήκουν σε ένα είδος «ρομαντισμού» (που δεν διοχετεύθηκε όπως σε άλλες χώρες στο κίνημα της ποιητικής νεοτερικότητας – modernité) ή ότι καλλιεργούν έναν εξομολογητικό λυρισμό όπου το γραμματικό «εγώ» και το «εγώ» του ποιητή συγχέονται με την ταυτόχρονη παραδοχή μιας ποιητικής καθαρότητας (σχεδόν ψυχολογικής) απέναντι στην «πορεία μιας ζωής». Με μια ίδια αντίληψη συχνά αντιμετωπίστηκαν τόσο το πολιτικό κλίμα και η λήψη αποφάσεων στο χώρο της αριστεράς (κομμουνιστικής ή μη) όσο και η εισβολή των καταναλωτικών προτύπων ή ανάδυση των αντιφάσεων ανάμεσα στην οικονομική ανάπτυξη και των θεσμικο-πολιτικών αγκυλώσεων μετά το 1950. Όσο για την ποσοτικά μειοψηφούσα «νεοτερική» τάση οι ποιητές της απαντούσαν στο δραματικό δίλημμα: πώς η ριζοσπαστική καλλιτεχνική νεοτερικότητα (συμπεριλαμβανομένων του υπερρεαλισμού) διαχύθηκε με διαφορετικό τρόπο έξω από τις χώρες που τη διαμόρφωσαν (π.χ. η Βόρεια Ευρώπη) • ως χώρας υποδοχής της νεοτερικότητας, η Ελλάδα, η Βραζιλία, η Κίνα ή η Ιαπωνία μοιάζουν αλλά και διαφέρουν, καθώς οι εισαγωγές έγιναν μέσα από διαφορετικές συνθήκες και καταστάσεις.
Τελικά και τα τρία προηγούμενα ρεύματα συσχετίζονται με τις ανακατατάξεις οικονομικο-πολιτικού και ποιητικού χαρακτήρα πριν και μετά τον 2ο Παγκόσμιο, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο, κάτω από τις σκιές του Καβάφη και του Σεφέρη. Αυτά τα πρότυπα και αυτή η «παράδοση» συνεχίζεται και μετά το 1975 με ορισμένες προσαρμογές. Για παράδειγμα, η «εθνική συμφιλίωση» του 1975 αναίρεσε και συμβολικά τις «πληγές» του Εμφυλίου και τις συνέπειες της «ήττας». Εξάλλου οι νεότερες γενιές καλλιτεχνών δεν είχαν βιωματική εμπειρία της πολεμικής βίας, παρά μόνο της ψυχροπολεμικής μέχρι τα τέλη του 1980, με τελικό αποτέλεσμα το ρεύμα του πνεύματος της «ήττας» να αποσυρθεί από τον ποιητικό ορίζοντα. Αλλά και το ρεύμα της εσωτερικής ενατένισης και της ελεγειακής φόρτισης διαφοροποιήθηκε από τις καθιερωμένες πρακτικές και στράφηκε στις παλιές καλές ημέρες ή στα κλασικά ποιητικά σχήματα (π.χ. τα σονέτα) • ως προς τις αποχρώσεις που σχετίζονται με την ειρωνεία, τον κυνισμό, τον αυτοσαρκασμό και κυρίως τα προβλήματα δόμησης ταυτότητας ή οριοθέτησης της υποκειμενικότητας ενόψει πια της ευρωπαϊκής ενσωμάτωσης (που θα άλλαζε σε μεγάλο βαθμό τις συντεταγμένες της ατομικής και συλλογικής ζωής των Ελλήνων). Καθώς η ελληνική κοινωνία αποκτούσε έναν υβριδικό χαρακτήρα όπου συνυπήρχαν κοινωνικο-πολιτιστικά πρότυπα της οθωμανικής περιόδου (γενικευμένη διαφθορά), παραδοσιακής κοινωνίας (παρουσία της εκκλησίας), βιομηχανικής κοινωνίας (βιομηχανοποίηση – αποβιομηχανοποίηση διαφόρων περιοχών), κοινωνίας της αφθονίας (κατανάλωση χωρίς οικολογική συνείδηση, κοινωνίας της πληροφορίας (εκρηκτική διάδοση των κινητών τηλεφώνων, περιορισμένη εισδοχή πληροφοριακών συστημάτων), κοινωνίας της γνώσης (με αναντιστοιχία σε παραγωγή γνώσης και έρευνας) και «μεταμοντέρνας σύγχυσης (με την δήθεν απώλεια νοήματος από μια κοινωνία που δεν υπήρξε ποτέ «μοντέρνα»), το ζήτημα της ποίησης δεν μπορεί παρά να είναι κι αυτό σύνθετο, πολύπλευρο και πολύπλοκο.
Η ισχυρή παρουσία της «εσωστρεφούς» ποίησης στον ορίζοντα της ελληνικής κοινωνίας είναι αμφίσημη • από τη μια πλευρά μπορεί να θεωρηθεί ως ύστατη αντίσταση στα ξενόφερτα πρότυπα ζωής ή τέχνης και από την άλλη ως σύμπτωμα της μη δυνατότητας των συγχρόνων Ελλήνων να αυτοπροσδιοριστούν και να ανοιχτούν σε μια γενικευμένη ανταλλαγή προτύπων και πρακτικών με τον υπόλοιπο κόσμο- και μάλιστα με τις ισχυρές οικονομικά και πολιτιστικά χώρες (με την έννοια της πολιτιστικής και επικοινωνιακής βιομηχανίας). Μια πιθανή παράμετρος αυτής της επικράτησης είναι το ακόλουθο συμβεβηκός. Ενώ στις περισσότερες κοινωνίες της αφθονίας, η ποίηση κλήθηκε να αντιμετωπίσει δημιουργικά την ισχυρή πίεση της λογοτεχνικής και ποιητικής θεωρίας και η ποιητική γραφή εξερεύνησε τα όριά της (μ’ ένα εξαιρετικά συστηματικό τρόπο), η τάση αυτή δεν είναι παρούσα με ευκρίνεια στον ελληνικό ποιητικό χάρτη της περιόδου. Δηλαδή το ρεύμα της υπαρξιακής αυτοθεώρησης είχε το προνόμιο να κρατήσει το θέμα του αυτοπροσδιορισμού ως κεντρικό χωρίς να έχει να αντιμετωπίσει τη συστηματική και συνεκτική προσέγγιση από τις κοινωνικές επιστήμες (κοινωνιολογία, ανθρωπολογία), τις ψυχολογικές (ψυχανάλυση) και τη φιλοσοφία (φαινομενολογία) καθώς οι γνωσιακές αυτές διεργασίες στη χώρα μας δεν έχουν αποκτήσει την παρουσία και την εμβέλεια που έχουν στις χώρες του υπαρκτού επιστημονισμού. Στις άλλες χώρες η ποίηση βρέθηκε σε ανταγωνισμό όχι μόνο με τις θεωρίες της ποιητικής αλλά και με τις θεωρίες και τις έρευνες για κάθε έκφανση του ατομικού και του συλλογικού βίου. Αυτό το προνόμιο ίσως είναι και ένα εμπόδιο για την ελληνική ποίηση και μάλιστα ίσως να λειτούργησε ως ψευδο-προστασία. Η ίδια αυτή παράμετρος θα μπορούσε να εξηγήσει και την κατάρρευση της αγοράς του ποιητικού βιβλίου μετά το 1990 στην Ελλάδα και την σχετική απόσυρση των ποιητών από τον ασταθή ορίζοντα των λεγόμενων μέσων επικοινωνίας και ενημέρωσης σε μια ακόμη εσωστρεφή προδιάθεση.
Από τα προηγούμενα διαφαίνεται ότι την κυρίαρχη (και για μερικούς καθαυτή) ποιητική τάση του «νεορομαντικο-συναισθηματισμού» χαρακτηρίζει η συνέχεια με παραλλαγές, προσαρμογές και εσωτερικές ανακατατάξεις. Για αυτούς που διακρίνουν στην ποίηση μια διάσταση υπονόμευσης, ανατροπής και «διαστροφής» των κυρίαρχων πολιτιστικών κανόνων και πρακτικών. τίθεται το ερώτημα, για τις ανελίξεις στο στρατόπεδο των νεοτερικών πειραματισμών. Ένα από τα στοιχεία της νεοτερικής (moderne) / σύγχρονης (contemporaire) ποίησης αποτελεί η ένταση του διαλόγου αυτής με τα άλλα καλλιτεχνικά είδη (ζωγραφική, μουσική για παράδειγμα) και το άνοιγμα στην ποίηση-δράση(poetry action) και τις επιτελέσεις (performances). Τα εγχειρήματα σ’ αυτό το πεδίο είναι περιορισμένα. απαρχή ποιητικού έργου, ως συνθήκη για την ποιητική χειρονομία, προκάλεσε στις βιομηχανικές κοινωνίες αναστάτωση και αναδιατάξεις στην ποιητική σκηνή. Δεν διαφαίνεται ο ίδιος βαθμός ανάδυσης του φεμινιστικού προτάγματος στην Ελλάδα – ένδειξη αδυναμίας του φεμινιστικού κινήματος γενικά σ ή ειδική κατάσταση των Ελληνίδων ποιητριών;
Καθώς η έρευνα και η τεχνοεπιστήμη γίνονται ο βηματοδότης των σύγχρονων μεταβολών, η ποίηση δεν μπορεί να αγνοήσει το «καλό» και το «κακό» που συνυπάρχουν στην επιστημονικο-τεχνολογική γνώση. Η αναμέτρηση αυτή είναι σχεδόν απούσα από τις ποιητικές εξορμήσεις. Ακόμη και η χρήση του διαδικτύου ως τεκμηριωτικού εργαλείου (όχι βέβαια ως πεδίου ποιητικού πειραματισμού) αναδύεται σχεδόν μετά το 2000.
Αν ο ποιητής δεν γράφει ή δεν μορφοποιεί μόνο στίχους και ποιήματα, αλλά προωθεί τα ποιητικά έργα και στηρίζει τις ποιητικές πρωτοβουλίες των ομοτέχνων του – με την οργάνωση σεμιναρίων, φεστιβάλ, δράσεων και την πραγμάτωση ειδικών εκδοτικών παρεμβάσεων (small press, παράλληλες εκδόσεις, χρησιμοποίηση υποστρωμάτων όπως video), τότε οι Έλληνες ποιητές δεν έχουν να δείξουν μεγάλο όγκο προϊόντων ή έντονη δραστηριότητα.
Αναμφίβολα οι μεταφράσεις ξένων ποιητών γίνονται με πιο οργανωμένο τρόπο καθώς υπάρχουν πιο οργανωμένες σπουδές μεταφραστών, οι τεχνικές δοκιμάζονται με περισσότερες ευκαιρίες –μέχρι και η συλλογική μετάφραση – μέθοδος Royaumont στα τέλη του 1980, και οι ποιητές ταξιδεύουν σε πολλές χώρες και συμμετέχουν σε πληθώρα σεμιναρίων, συναντήσεων και φεστιβάλ, ένα «άνοιγμα» της ελληνικής ποίησης στις πολλαπλές επιδράσεις και ανταλλαγές. Σ’ αυτή τη νέα κατάσταση δύσκολα διακρίνεται μια συνεκτική και μακροχρόνια τάση. Επίσης, όπως οι επιρροές είναι πολλές και από πολλές χώρες, τελικά αναδύεται μια «κακοφωνία», ή τουλάχιστον σ’ αυτήν την περίοδο δεν διαφαίνεται κάποια μείζονα επιρροή και κατεύθυνση σε σχέση με τη διεθνή ποιητική σκηνή.
Τέλος, τα ερωτήματα για το ποια είναι η υπόσταση του ποιητή; και ποιο μπορεί να είναι το ποιητικό του εργαστήριο: το σπίτι του, ο χώρος εργασίας του, το καφενείο, η κοινωνική του ομάδα, το εντευκτήριο, το πανεπιστημιακό εργαστήριο, η βιβλιοθήκη, ο εκδοτικός οίκος; Ή για το πώς «παράγονται» οι ποιητές – είναι αυτοδίδακτοι ή θα πρέπει να τελειώνουν σχολές Καλών Τεχνών ή «Καλής ή Δημιουργικής Γραφής»; Η αμερικανική απάντηση διαφέρει από τη γαλλική καθώς τα Πανεπιστήμια στις ΗΠΑ παίζουν σημαντικό ρόλο στην υποδοχή, στήριξη και προβολή των ποιητικών εγχειρημάτων ενώ η γαλλική είναι στραμμένη στην εκδοτική και την πρωτοβουλία των ποιητών. Στην Ελλάδα είναι δύσκολο να δοθεί απάντηση στα προαναφερθέντα ερωτήματα και υπάρχει υποψία ότι τα ερωτήματα δεν τυχαίνουν φροντίδας και προσοχής. Για παράδειγμα πόσοι ποιητές – είτε της σχολής του «υποκειμενισμού» είτε της «νεοτεριστικής τάσης» καλούνται από τα ΑΕΙ ως υπότροφοι, ως εισηγητές στα σεμινάρια, ως επισκέπτες ποιητές – χωρίς να είναι πανεπιστημιακοί ?
Με μια συνοπτική διατύπωση μπορεί να λεχθεί ότι όποιες τάσεις υπάρχουν αυτή την περίοδο στο όνομα της «πειραματικής», ή της «πρωτοπορίας» ή της «νέας ποίησης» (τεχνολογικής, ηλεκτρονικής, στοχαστικής, hip-hop, ηχητικής…) αναδύονται ως μικρο-τοπολογικές εκρήξεις ή διεκδικήσεις χωρίς όλες μαζί να φωτίζουν έντονα ή διαφορετικά το ποιητικό σύμπαν της σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Το ζήτημα δεν είναι μόνο ποσοτικό αλλά και ποιοτικό και σίγουρα κοινωνικο-πολιτιστικό, καθώς οι προαναφερόμενες πρωτοβουλίες δεν βρίσκουν τις διεργασίες που θα τις βοηθούσαν να δώσουν ένα σημαντικό στίγμα.
- Σταυροδρόμι
Ο Henri Meschonnic συμβουλεύει να αποφεύγεται η χρήση της λέξης «ποίηση» και να δίνεται έμφαση στους ποιητές και τα ποιήματά τους. Σ’ αυτό το πνεύμα είναι δυνατόν να λεχθεί ότι η ελληνική ποιητική αρένα από το 1900 μέχρι το 1975 υποδέχτηκε τις υποστάσεις ποιητών όπως:
Ποιητής της διαχρονίας (Καβάφης)
Ποιητής του οράματος (Σικελιανός)
Ποιητής του νόστου (Σεφέρης)
Ποιητής της διέγερσης (Εμπειρίκος)
Ποιητής του ανοίγματος -αινίγματος (Καρούζος).
Στο τελευταίο όμως τέταρτο του 20ού αιώνα και στις αρχές της νέας χιλιετίας, ποιες μορφές ετοιμάζονται να αναδυθούν; Ο ποιητής παρηγορητής, ο ποιητής – πολιτιστικό σύμπτωμα, ο ποιητής διαγνώστης των πολιτιστικών κρίσεων, ο ποιητής ανιχνευτής των μελλοντικών συμβάντων, ο ποιητής της παγκοσμιοποίησης, ο ποιητής της μοναξιάς, ο ποιητής της ιδιώτευσης; Πως ο ποιητής Νίκος Καρούζος επηρέασε αυτή την εν δυνάμει πολλαπλότητα; Μήπως θα χρειασθεί η εμπειρία της κρίσης για να γίνουν γνωστές οι έντονες επιδράσεις του στους μελλοντικούς ποιητές;
Οι απαντήσεις σ’ αυτά τα ερωτήματα θ’ αρχίσουν να αναδύονται στο μέλλον τόσο από την παραγωγή των ποιητικών συνθέσεων όσο και από το έργο των φιλόλογων κριτικών. Όσο οι έρευνες των ειδικών και των ιστορικών δεν αρχίζουν να σταθεροποιούν τα βιβλιογραφικά δεδομένα και τα γνωρίσματα του Νίκου Καρούζου και δεν δημιουργούν σαφή πεδία συμφωνίας και διαφωνίας, όλες οι τωρινές διαγνώσεις έχουν το χαρακτήρα διατυπώσεων υπό την απειλή της διάψευσης ή της μη επαλήθευσης. Σ’ αυτήν την χιμαιρική ελευθερία εκφοράς διαγνωστικών υποθέσεων, οι συμπερασματικές φράσεις που ακολουθούν, μπορούν να θεωρηθούν ως πιθανή καύσιμη ύλη για την απόσταξη πιο ουσιαστικών απόψεων για τον ποιητή Νίκο Καρούζο.
Ο Νίκος Καρούζος είχε επιχειρήσει ανοίγματα προς άλλες τέχνες: ζωγραφική (ο ίδιος ζωγράφιζε)[2], μουσική (ισχυρή γνώση της κλασικής μουσικής της Ευρώπης) και διάφορα κι απρόβλεπτα γλωσσικά παίγνια (χρήση λέξεων που δεν ανήκουν στις συμβατικές ποιητικές πρακτικές). Σ’ αυτό το πνεύμα η ποίηση του Ν.Κ έχει σχετικά έντονο νεοτερικό χαρακτήρα διότι θέτει, έστω με υπόρρητο ή έμμεσο τρόπο, το ζήτημα του τι μπορεί να είναι η ποίηση σήμερα και επίσης επιχειρεί κάποιες επιτελεστικές αποχρώσεις στην ποίησή του καθώς εισάγει τεχνάσματα και τακτικές από τη μουσική και τις εικαστικές τέχνες. Ακολουθώντας την επιταγή της νεοτερικής ποίησης που προβλέπει όχι μόνο ένα βλέμμα προς το μέλλον, αλλά και μια εκ νέου καταβύθιση στο πρωταρχικό και το αρχέγονο, συνδιαλέγεται με τις παραδόσεις που κατάγονται από τον Ορφέα, τον Πυθαγόρα, τους Ελεάτες φιλόσοφους, και από τον Εμπεδοκλή. Στις συζητήσεις του επέμενε πως αυτή η παράδοση θάταν ένα ισχυρό υπόστρωμα για τις ποιητικές προκλήσεις του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα και ακόμη πιο πέρα χρονολογικά. Η αναφορά στον Χαίλντερλιν και στη μουσική του Μότσαρτ ερχόταν ως επωδός, σ’ αυτούς τους ισχυρισμούς του.
Σε μια πραγματολογική προοπτική μού είναι δύσκολο να εκτιμήσω την απήχηση των πιο πάνω ιδεών και αξιωματικών διατυπώσεων στους δρώντες πρωταγωνιστές στο πεδίο της ποίησης της περιόδου 1975-2020, αλλά μια πρώτη στάθμιση επιτρέπει να λεχθεί ότι αυτές οι αρχές της ποιητικής πρακτικής του είχαν έναν έκκεντρο χαρακτήρα. Με μίαν άλλη έκφραση, αποτελεί ένα αίνιγμα πώς η τόσο γόνιμη ποιητικά εμβέλεια του Νίκου Καρούζου δεν μπόρεσε να διαρρήξει τις καθιερωμένες ,τις δεσπόζουσες ποιητικές συμβάσεις και να λειτουργήσει ως σημείο αφετηρίας για ευφάνταστες πειραματικές πρωτοβουλίες, από τους ποιητές που τον ακολούθησαν χρονολογικά. Δηλαδή, ο Νίκος Καρούζος θα μπορούσε εν δυνάμει να λειτουργήσει σαν ιδιώνυμο – υβρίδιο: «Baudelaire – Rilke» στον νεοελληνικό ποιητικό ορίζοντα φέρνοντας μια καινοτομική ενεργοποίηση των ποιητικών αναζητήσεων. Αυτή η υποθετική αποστολή δεν είναι παρά ένας μεταφορικός ακροβατισμός, ωστόσο μπορεί να φωτίσει με κάποια δραματικότητα την «χαμένη ευκαιρία» σε διπλό επίπεδο: για τον ίδιο ίσως θα του επέτρεπε να αναζητήσει μια πιο «ακραία» κινητοποίηση των ισχυρών ποιητικών του εργαλείων (μια πιο Εμπεδόκλεια ή μια πιο προσωκρατική στρατηγική μεταξύ στοχασμού και επιτέλεσης) για τους πιθανούς συνεχιστές του θα τους επέτρεπε μια πιο νόμιμη βάση για ριζοσπαστική αναθεώρηση των μεταπολεμικών ποιητικών τοπολογιών και τροπικοτήτων.
Αν η μελλοντική έρευνα για τις μεταμορφώσεις του ποιητικού τοπίου ανατρέψει τα προαναφερόμενα, μια πολύ θετική εξέλιξη καθαυτή, καθώς η μη επαλήθευση αποτελεί μια μικρή κατάκτηση, θεωρώ ότι η προσέγγισή μας λειτουργεί όπως οι φανταστικοί αριθμοί λειτουργούν αντίστοιχα στην άλγεβρα · οι αριθμοί αυτοί είναι επινοημένοι, δεν παραπέμπουν άμεσα σε μια εμπειρική πραγματικότητα, ωστόσο ο χειρισμός τους σε μαθηματικό επίπεδο οδηγεί σε κατανοήσεις σχέσεων μεταξύ των πραγμάτων. Έτσι οι αναφορές μας σε «φανταστικές» λειτουργίες των ποιημάτων του Νίκου Καρούζου μας διδάσκουν για την πραγματική ή/και δυνητική τροχιά της ποίησης στο τέλος της χιλιετίας μας. Ακόμη θάταν δυνατόν να ειπωθεί σε μια χειρονομία (υπερ)προέκτασης ότι το όλο έργο του Ν.Κ. λειτουργεί ως το φανταστικό της έκφρασης, ως μοχλός αναδιάρθρωσης των ποιητικών δομών και διεργασιών της ποιητικής δημιουργίας, όπως οι φανταστικοί αριθμοί χρησιμοποιούνται στο πλαίσιο του αλγεβρικού λογισμού.
Ο Νίκος Καρούζος μαθηματικοποιός του μεταφυσικού ζόφου.
(*) ) Δημοσθένης Αγραφιώτης είναι ποιητής, καλλιτέχνης διαμέσων. Ομότιμος καθηγητής Κοινωνιολογίας, ΕΣΔΥ
Το σπίτι ημιυπόγειο της Σούτσου 36 (Αμπελόκηποι) του Νίκου Καρούζου.
Υγειονομική Σχολή (1932-1994), Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας (1994 – 2019) Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής/Σχολής Δημόσιας Υγείας (2020-), Λεωφόρος Αλεξάνδρας ,196, Αμπελόκηποι .
Ο Νίκος Καρούζος και ο Γιώργος Δέρπαπας το καλοκαίρι του 1983(?) στη Μύκονο. Ευγενική παραχώρηση της φωτογραφίας από την κα Μόνικα Δέρπαπα.
ΥΠΟΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
[1].Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη μου, ο Ν.Κ ενδιαφέρθηκε για τον Βουδισμό και μάλιστα συναντήθηκε και με τον Δαλάι Λάμα όταν ο τελευταίος επισκέφτηκε την Αθήνα. Επίσης ο Ν.Κ προσέγγισε τον Χριστιανισμό ,όχι από την θρησκευτική προοπτική , αλλά στο όνομα του ιερού.
[2].Ο Ν.Κ(1926-1990) και ο ζωγράφος Γιώργος Δέρπαπας (1937-2014) είχαν αναπτύξει μεταξύ τους φιλία , αμοιβαία εκτίμηση και ουσιαστικό διάλογο ζωής. Ο τελευταίος ,που ανήκει στον υπερεαλισμό ή το φανταστικό ρεαλισμό ή στον φωτογραφικό ρεαλισμό, καθώς το έργο του εγγράφεται στην τομή της βυζαντινής αγιογραφίας και τις αναπαραστατικής εικονολογίας, διερεύνησε μια γήινη εκδοχή του υπερβατικού. Έτσι, οι δύο συνοδοιπόροι υπήρξαν ιεροφάντες και πλαστουργοί συμβόλων σε σχέση μ ’ένα μεταφυσικό σύμπαν χωρίς να προτείνουν αναγκαστικά και μια συγκεκριμένη οντολογία : το ιερό διαχέεται στα έργα τους ως μια ιερατική εκδοχή.
(Πληροφορίες για το διάλογο μεταξύ των δύο ‘δημιουργών’(Εικόνα 4) από τους Γιάννη Ρηγάδη, Μόνικα Δέρπαπα και Μανώλη Μανουσάκη).
**************************************************************************
Ευχαριστίες στους Κώστα Νασσίκα, Michèle Valley, Angelos Sakkis, Γιάννη Ρηγάδη και Μανώλη Μανουσάκη για τα σχόλια τους και τις παρατηρήσεις τους στην τελική διαμόρφωση του κειμένου.
Νίκος Καρούζος, Ποιήματα, τόμος Α+Β, Ίκαρος
Βρες το εδώ