Νίκος Καρούζος, Η Ελλάδα, οι Έλληνες, η Αττική και η Αργολίδα (της Δώρας Μέντη)

0
1830

 

Της Δώρας Μέντη.

 

Η γενικά παραδεκτή «ιδιοτυπία» της ιδεολογίας και της ποιητικής του Νίκου Καρούζου, η ρομαντική συγκρότηση που οδηγεί  στον αντισυμβατικό λόγο, και, γενικότερα, η «περιφερειακή σχέση» που ανέπτυξε ο ποιητής με τα μεταπολεμικά ρεύματα και τις τάσεις της ελληνικής ποίησης,[1] αποτελούν σίγουρα επαρκείς λόγους για να παρακινήσουν τους ανήσυχους νέους αναγνώστες να μάθουν περισσότερα και να διαβάσουν με ενδιαφέρον το έργο του. Πρόκειται για μια ποίηση που μοιάζει να αιωρείται ανάμεσα ουρανού και γης, τριγυρισμένη από αντιθετικά βιώματα’ χαρά και πλησμονή των αισθήσεων ανάμικτη με τη φθορά και το πένθος,  εφοδιασμένη από τη φύση της με Λευκοπλάστες για μικρές και μεγάλες αντινομίες, σύμφωνα με τον τίτλο της πέμπτης ποιητικής του συλλογής.

Σε αυτήν την ομιλία θα περιοριστώ στους «λευκοπλάστες» που χορηγεί ο ουράνιος προς τον γήινο κόσμο, και δεν θα ασχοληθώ με τις «αντινομίες», που χαρακτηρίζουν το μεγαλύτερο μέρος της μεταγενέστερης υπαρξιακής ποίησης του Καρούζου. Θα επικεντρωθώ δηλαδή στην πρώτη δεκαετία, από τα επιλεγμένα Ποιήματα (1961)  ως την πέμπτη ποιητική συλλογή (1971), τη δεκαετία του ’60, όταν ο κόσμος του ποιητή, αν και κλειστός,[2] διαθέτει γραφικά τοπόσημα. Με οδηγό αυτά τα ποιήματα θα ξεκινήσουμε μια αλλοτινή αττική περιδιάβαση, που ανακαλεί, αν και διαφέρει αισθητά, την ημερολογιακή εικόνα της σεφερικής Ελλάδας του μεσοπολέμου.[3] Η περιδιάβαση του Καρούζου δεν διαθέτει μυθιστορική επιφάνεια και δεν συνοδεύεται από στοχαστική διάθεση, έχει όμως σταθερή γωνία λήψης και αποτυπώνει σχεδόν φωτογραφικά καθημερινά στιγμιότυπα της ελληνικής μεταπολεμικής ζωής, με έμφαση στον λαϊκό αθηναϊκό βίο. Η κοινωνική ανθρωπογεωγραφία της πόλης αποδίδεται λιτά και άμεσα, σε διακριτική απόσταση από την κυρίαρχη ψυχολογία της ήττας που χαρακτήριζε την ίδια περίοδο τη μεταπολεμική ποίηση, καθώς η έλλειψη ζωτικού χώρου μες τον κατεστραμμένο τόπο  αντισταθμίζεται με τη φυσική δωρεά του έρωτα και της ομορφιάς που ενσαρκώνουν οι ανώνυμοι έλληνες:[4]

 

Φτώχεια, φωτιά, φαρμάκι ο τόπος.

Μονόξυλα οι έλληνες μεσ’ στα χρώματα των επιγραφών

Κι ο έρωτας τελευταία ελπίδα

που έμπλεξε τα χέρια τόσων ζευγαριών

κόκκινο μπλε πράσινο

πορτοκαλί κίτρινο παραμύθι

 

ή η αντιπροσωπευτική ανέστια μορφή του Γιάννη:[5]

 

Κακότυχοι έλληνες με τρύπιο μεροκάματο

χρόνια και χρόνια ραγιάδες

γύρω κλαίνε μητέρες γύρω κλαίνε κορίτσια

ο ένας τραγουδά τη λησμονιά ο άλλος την αγάπη.

«Όσο βαριά είν’ τα σίδερα

είν’ η καρδιά μου σήμερα»…

 

Χάρη στην υψηλή ενσυναίσθηση, ο Καρούζος αυτοπροσδιορίζεται εξαρχής ανάμεσα σε μείζονες κοινωνικοπολιτικούς ρόλους, φιλοσοφικές, θρησκευτικές ή μυστικές προεκτάσεις που τον αφορούν, προκρίνοντας το βιωματικό χαρακτήρα των διάχυτων αισθήσεων  αντί για την κτητικότητα, αυτόν τον «κατήφορο που συνεχώς επιταχύνεται» στη ζωή του δυτικού πολιτισμού.  «Βεβαίως έχω θρησκευτικότητα, γιατί θρησκευτικότητα είναι όλη η ζωή. Μια φορά ο Χαλίλ Ζιμπράν περιέγραφε ένα τοπίο. Όταν τέλειωσε, του είπε κάποιος: «Ωραία μας τα είπες, αλλά δεν μας είπες τίποτε για τη θρησκεία». «Μα όλα αυτά που σας έλεγα τώρα», του απάντησε, «θρησκεία είναι»,[6] διευκρινίζει σχετικά με τα χαρακτηριστικά του ποιητικού του βλέμματος που δεν θα χαριστεί σε ιδεολογίες αλλά θα αποτυπώσει με ιδιαίτερη αισθησιοκρατική ενάργεια τη συνεχή αμφίδρομή του κίνηση από τη μητροπολιτική Αθήνα ως τη γενέθλια Αργολίδα.

 

Ι. Ο λογοτεχνικός χάρτης της Αθήνας

 

α. Τοπογραφία της Αττικής

Λάτρης του αττικού ουρανού, ο Καρούζος ακολουθεί σχεδόν κάθε στιγμή τη διαδρομή του φωτός, δίνοντας το περίγραμμα της πόλης όπως αυτό εγγράφεται μέσα στο φυσικό τοπίο, με αισθητή προτίμηση στην εποχή της άνοιξης.  Λίγοι ποιητές, και ελάχιστοι νεότεροι και μη εντόπιοι, έχουν αποδώσει με ανάλογη ευαισθησία το εικοσιτετράωρο της Αττικής,  μέσα από την οπτική ενός flaneur, σπανίως στις εξοχές αλλά, πανοραμικά και ενδότερα, στο αστικό κέντρο. Στους ίδιους δρόμους που τον βρίσκει μόνο το ξημέρωμα:[7]

 

Η Αττική τη νέαν ημέρα ύφαινε στα μάτια

Πονούσαν μεσ’ στους άδειους δρόμους τα βήματα

Ο βαθύς αυτός όρθρος.

 

Τον συναντάμε να ρεμβάζει μαζί με τους λυπημένους το δείλι:[8]

 

Ομορφιά στου δειλινού τον πλαγίαυλο

Αργά που πάνε οι λυπημένοι μεσ’ στα φυλλώματα του Εθνικού Κήπου

Κι όταν κάθονται

Στα γαλανά παγκάκια ταξιδεύουν

Σε καλύτερες ημέρες του μέλλοντος

 

απολαμβάνοντας τα μυρωμένα βράδια με τα «γαλήνια κονσέρτα» του Μπαχ, καθώς «η Αττική ανέβαινε ψηλά/ κι ανέβαιναν/ τα βάσανα κ’ οι έγνοιες…». Άλλοτε ερωτευμένος με τις «νύχτες της πικρής Αττικής» κι άλλοτε, συμφιλιωμένος με την πίκρα του, περνώντας σκυφτός στα  φώτα του κεντρικού δρόμου.[9] Σε κάθε περίσταση ο ίδιος ο ποιητής παραμένει ένα αυτοτελές υποκείμενο περιήγησης και παρατήρησης, είτε μοναχικός μες στην ειδυλλιακή ατμόσφαιρα είτε εκτεθειμένος στις καιρικές μεταβολές:[10]

 

Ήλιος απάνω αλαλάζων

Στη χυμένη πρωτεύουσα

Κ’ εμείς βλέποντας τη σκοτεινή πέτρα

Εκεί σ’ έν’ άγνωστο πεύκο.

Αλλά στον Υμηττό μας απειλούσε μαύρη συννεφιά

Με κεραυνούς που άνοιγαν τις φλέβες τους

Ένας κατήφορος βροχής που χώρισε στα δυο τη φύση.

 

μετέωρος  ανάμεσα στην ύλη των φωτοσκιάσεων:[11]

 

Είναι μια δύναμη ψηλά στ’ αστέρια

Είναι στο κουρασμένο σύννεφο η παρηγοριά

Της Αττικής ουράνια ευαισθησία.

 

Με αφετηρία το αναπτυσσόμενο ακόμη αστικό τοπίο, η ψυχολογία του επαρχιώτη ποιητή συμπλέει με τις εποχές, με τη γνώριμη αίσθηση ενός χειμώνα που υποχωρεί μπροστά στην παρατεταμένη άνοιξη. Η «φασματική σύγχρονη Αθήνα», με τις κορφές της που «ξεχείλιζαν ηλιοβασίλεμα», σμίγει με τις «ανάερες», σε χώμα κυκλάμινου, αποχρώσεις του δειλινού στον Υμηττό, παρότι το τοπίο σταθερά καταλήγει στη μουντή οπτική εικόνα της «φρικτής πόλης»[12] και στη δύσκολη επιβίωση:[13]

 

εγώ στην τρομερή Αθήνα της αναδουλειάς

επέστρεφα μεσ’ απ’ την τσακισμένη μνήμη.

 

Μια καθημερινότητα χαρμολύπης αλλά και νεότητας («Αθήνα πόλις / όνειρα δροσερά»)[14] στην περιφέρεια της οποίας ανακυκλώνονται οι δυνάμεις της φθοράς στο βαθμό που επηρεάζουν την ανέστια ζωή και τη  διαφορετικότητα του ποιητή:[15]

 

Τον ήλιο σπρώχνοντας απάνω

στ’ αδιέξοδα της γεωμετρίας

με τους ανθρώπους πάντα να με ξεζυγιάζουν

εγώ ο τελευταίος χαρταετός του λεκανοπεδίου μας

ευχάριστος, αλήθεια, σαν το θάνατο

μέσα στ’ ανθοπωλεία

δε μηχανεύτηκα το κύμα της ψυχής

αυτή την ποίηση που θέλει τ’ όνομά μου.

 

β. Η αρχαιολογία της πόλης: Το μυθικό και το ιστορικό αποτύπωμα

 

Πρόκειται γενικότερα για την Αθήνα της μοναχικής περιπλάνησης, με το βλέμμα στραμμένο στα διαδοχικά επιστρώματα, την αρχαιολογία της πόλης. Ειδικότερα όμως τον απασχολεί η Αθήνα του προσωπικού βιώματος, των ιδιωτικών στιγμών που συνδέουν πιο αποφασιστικά τα βήματά του με τους δρόμους, τις συνοικίες, τα αξιοθέατα, τα μνημεία και τη γενική αίσθηση που συμπυκνώνεται εγωκεντρικά στο στίχο: «Χαρίζω στην πόλη το πολύτιμο βλέμμα μου».[16] Συνολικά, το μυθικό και το ιστορικό αποτύπωμα που καταγράφει μπορεί να οριστεί ως «μνήμη της πατρίδας», με διαχρονική αξία αλλά περιορισμένη χωροταξική έκταση, μέσω της Ιεράς οδού που απολήγει στη θάλασσα του Πειραιά, από τον Κεραμικό ως την Ακρόπολη:[17]

 

Πέτρες με μάτια γεμάτα νερό

Οι αρχαίες φωνές έρχονται απ’ το γκρίζο,

Μιλούν οι βράχοι και τα μάρμαρα

Λευκά όσο κι ο θάνατος

Ανθρώπινα πολύ μεσ’ στη θεότητα.

 

Κυρίαρχη ωστόσο είναι η αίσθηση ότι η σύγχρονη μοναχική ζωή πορεύεται στην προγονική κατεύθυνση, ψαύοντας τις αρχαίες πέτρες και αναζητώντας τη μύηση σε επιλεγμένους χώρους συνάντησης:[18]

 

Τότε μας φώναξε για τους αρχαίους νεκρούς ο Γιάννης

Και πηδήσαμε το σιδερένιο φράχτη του Κεραμικού

(Άξιε ταύρε – καλώντας το Διόνυσο έβγαλε φωνή).

 

Η αρχαιολογία της Αθήνας, υποφωτισμένη αλλά ενεργή, προσδιορίζει αποφασιστικά το σύγχρονο αττικό τοπίο, χωρίς όμως να το περιορίζει ή να το μονοπωλεί. Διακεκριμένα τοπόσημα, όπως ο Ιερός Βράχος της Ακρόπολης και το θέατρο Διονύσου («οπού βρεθήκαμε κάτω απ’ τα πεύκα / μετά το μεσημέρι στην Ακρόπολη»),[19] αναπλαισιώνονται με φόντο τον Λυκαβηττό και τον Υμηττό, ανάμεσα σε διαδοχικές επιστρώσεις του χρόνου και στιγμιότυπα από τη νεότερη τοπική ιστορία:[20]

 

Οι σκουριασμένοι κίονες το σπήλαιο του Πανός

οράματα

πληγές

αίματα των πατέρων.

 

Συνολικά, τα αρχαία ερείπια υποχωρούν μπροστά στη νεότερη εικόνα της εγκατάλειψης που παρουσιάζει η σύγχρονη πρωτεύουσα της δεκαετίας του ’60. Ταυτόχρονα ο μεταπολεμικός ποιητής  δεν ψάχνει τα πατρώα αρχέτυπα στην αρχαιολογία της Αθήνας, καθώς τοποθετεί τα περισσότερα από αυτά στο εντόπιο του περιβάλλον, στα οικογενειακά δράματα των Ατρειδών και των Λαβδακιδών, στην άνοδο και την πτώση των Μυκηνών, όπως αποτυπώνεται, από τη σκοπιά της αρχαιότητας, στο μυθοκεντρικό ποίημα «Μυκήνες ευτυχία της Αργολίδας» ή, όπως ομολογείται, στο αισθησιοκεντρικό ποίημα «Στην Ασίνη οι πορτοκαλιές», με τα παρακάτω αντιπροσωπευτικά στοιχεία της ορθόδοξης νεοελληνικής του ταυτότητας:[21]

 

νέος παιδίον Αττική

σταυρός

υπεράνω των ασιναίων υψωμάτων η μοίρα μου

τ’ Ανάπλι.

 

γ. Τα αστικά σημάδια και οι χώροι συνάντησης

 

Η Αθήνα δεν τον συγκινεί λοιπόν με την αρχαιολογία της, τον κερδίζει όμως καθώς αποτελεί το βασικό πόλο έλξης της σύγχρονης ζωής και το πολυσύχναστο κέντρο διερχομένων του νεοελληνικού βίου. Πρόκειται, εξάλλου, για την πόλη που διαδέχθηκε ως πρωτεύουσα το Ανάπλι, τη γενέτειρα και σταθερή πηγή έμπνευσης του Καρούζου. Η Αθήνα της δεκαετίας του ’60 που τον φιλοξενεί μαστίζεται από τη φτώχεια, μα οι ωχροί  Έλληνες κοιτούν ψηλά στον ουρανό, στ’ αστέρια. Παράλληλα, οι πραγματικές αλλά και οι ονειρικές διαφυγές που χορηγεί η μεσογειακή φύση –«και δροσερός ο πανικός σε τέτοια πατρίδα»[22]– τροφοδοτούν με λυρική ευαισθησία τον ποιητικό λόγο ο οποίος καλείται να εκφράσει τα υπαρκτά κοινωνικά αδιέξοδα και τη στενότητα της μεταιχμιακής εποχής. Κομβικό σημείο  της επιτόπιας παρατήρησης μαγαζιών, αυτοκινήτων και διερχομένων, είναι ως επί το πλείστον η οδός Σταδίου:[23]

 

Δρόμοι με τον καημό

Σταδίου αγαπημένη- […]

Παιδιά γυναίκες άντρες στην οδό

υπηρέτριες με τις δικές τους ώρες

στα στήθη προσμονή

ο Βαγγέλης

κ’ οι ένοχοι που τρέχουν

με ταχύτητα

πλέον των εκατό χιλιομέτρων

για να μη βλέπουμε τα πρόσωπά τους.

 

Η καθημερινή ηχορύπανση και οι έντονοι αστικοί ρυθμοί δεν μπορούν να καλύψουν όμως το μερίδιο των ταπεινών και των καταφρονεμένων της πόλης:  τη φωνή του τριζονιού, που ο ποιητής το ακούει «να διδάσκει τη μοναξιά μας / μεσ’ στην οδό Σταδίου συντριμμένο / απ’ τους ήχους της ύλης αλλ’ ανίκητο»[24] αλλά και τις μικρές ανθρώπινες υπάρξεις, μια ξανθομάλλα κι ένα «παιδί της λησμονιάς»:[25]

 

Αντίο αγόρι

για σένα λυπάμαι

εγώ πλάστηκα με πόνο για κάθε τόπο και καιρό.

Δεν είναι τίποτα η ξανθομάλλα το κατάλαβα

με τριάντα δραχμές ησυχάζω.

Τόσο ο πλάνητας ποιητής όσο και η συνοδευτική στερημένη μορφή του Γιάννη είναι από τις πιο χαρακτηριστικές ρωμέικες φιγούρες της πρωτεύουσας. Με κοινό παρονομαστή τον  ασκητικό βίο  μέσα στη βοή της «άνομης» πόλης, οι μορφές αυτές πορεύονται σε ευάριθμα σημεία συνάντησης, με επίκεντρο και σταθερό καταφύγιο τον Εθνικό κήπο,  που «καθαρίζει την ψυχή με ήλιο και δέντρα»,[26] τους μικρούς ναούς της Πλάκας, το μικρό εστιατόριο στη Λαχαναγορά και το Μοναστηράκι:[27]

 

Τρώει ο ρωμιός απάνω στο μάρμαρο

-μεσημεριάτικες απογνώσεις-

κ’ είναι σα μοναστηράκι του σώματος

γεμάτο φύλλα και πουλιά.

 

Αλλά και τα καφενεία, όπως θα καταγράψει τις αγαπημένες τους συνήθειες η ποιήτρια Κατερίνα Αγγελάκη–Ρουκ, και ας προσέξουμε την ακόλουθη παρομοίωση της Σταδίου: «Τέλος μεσημεριού αφήναμε την αιώνια καρέκλα του Λουμίδη και με την εφημερίδα παραμάσχαλα ανηφορίζαμε τη Σταδίου, ήρεμη σαν ακρογιάλι ήταν τότε».[28] Στην πραγματική ζωή, ο ποιητής πέρασε διαδοχικά από πολλές συνοικίες ώσπου να καταλήξει σε ένα μικρό υπόγειο της Σούτσου στην πλατεία Μαβίλη. Μα στην Αθήνα της δεκαετίας του ’60, που την βλέπει ακόμα σαν «μια φλόγα που το χρώμα της είναι γαλάζιο», όπως τιτλοφορεί ένα από τα νεανικά του ποιήματα, η ερωτική διάθεση για ζωή αναδεικνύεται ως το κυρίαρχο συναίσθημα. Το Ναύπλιο, αντίθετα, εκείνη την εποχή είναι η γνώριμη «μένουσα πόλις», μια πόλη με βαθιά ενετική μνήμη, ένα ζωγραφικό σκηνικό με μακριά ιστορική διαδρομή, μια όμορφη πόλη που μεταδίδει τη δραματική της φόρτιση:[29]

 

Εδώ είναι η αποθήκη του ξένου στόλου

Οι ενετοί μας κοιτάζουν απ’ τον αναπλιώτικο ουρανό

Με θυμούνται φυλακισμένο στην αποθήκη

Σήμερα μουσείο

Τα χρόνια για την ελευθερία πρόχειρη φυλακή

Με θυμούνται.

 

Τα στοιχεία αυτά, όπως ομολογεί στην τελευταία του συνέντευξη, χάθηκαν σταδιακά από τη γενέτειρα, τόσο για τον ίδιο όσο και τον πιο αντιπροσωπευτικό εντόπιο συγγραφέα, τον Άγγελο Τερζάκη. Όπως κι οι δυο τους είχαν συμφωνήσει σε μια καλοκαιρινή τους συνάντηση «Το Ναύπλιο μετά την εισβολή του τουρισμού έχασε τη δραματική του διάσταση».[30] Το Ναύπλιο απομακρύνεται, όσο ο ποιητής ενηλικιώνεται βιολογικά μέσα στη σχετική απομάγευση:[31]

 

Μια φορά μεγάλωσα μια και η πατρίδα

με περιπάτους ορθρινούς

χειμώνες καλοκαίρια ο δομέστικος του ονείρου

σ’ ένα μεγάλο στεναγμό του Ιησού πριν απ’ το Πάσχα

 

Ο ελληνορθόδοξος πολιτισμός μέσα στα χρώματα της αργολικής άνοιξης και η δραματική αύρα της πόλης του Ναυπλίου που πάντοτε τον έθελγαν, υποχωρούν καθώς η «στατική» ζωή του ποιητή στεγάζεται γύρω από τον αθηναϊκό μικρόκοσμο, τα στέκια και την τύρβη της λογοτεχνικής συντεχνίας:[32]

 

Πώς βούλιαξε στα μυρωμένα γιασεμόκλωνα

εκείνη η εποχή που νοικιάζαμε ποδήλατα

και τρέχαμε λάμποντας μισή ωρίτσα…

 

ώσπου να καταλήξει σταθερά στη γενέτειρα με το έρμα όχι τόσο μιας λογοτεχνικής όσο μιας εικονοκλαστικής σύγχρονης Ελλάδας, ένας ακόμη επισκέπτης στη μυθιστορία της Αργολίδας:[33]

 

Κι ωστόσο είμαι σήμερα στην Τίρυνθα

Με το όνομα επισκέπτης

Αναπνέοντας ολομόναχος την κοίμηση στα κυκλώπεια τείχη.

 

Περίεργη στην πραγματικότητα η αίσθηση να επιστρέφεις σαν επισκέπτης στον τόπο σου, κι ας είμαστε σήμερα μαζί της τόσο εξοικειωμένοι εξαιτίας της παγκοσμιοποίησης. Γεμάτος με μικτά συναισθήματα εντοπιότητας και ξενότητας ο σύντομος ανθρώπινος βίος, όπως απλά και λιτά τα εξέφρασε η Αγγελάκη Ρουκ, μιλώντας για τον τόπο του παλιού συνοδοιπόρου φίλου της: «Τι πάθαμε σ’ αυτή τη ζωή, τι πάθαμε… Και η ύπαρξη δεν είναι το χειρότερο. Το ξέρει αυτό ο Καρούζος που δίνει ίση προσοχή στη μέρα και στη νύχτα. Αλήθεια ποια είναι η Ελλάδα του; Αμετανόητη άνοιξη. Έρχεται πάντα φορώντας σκούρα και σκορπίζοντας φωτεινά’ την αναγκάζουμε να συμμετέχει σε ταπεινές δουλειές, ίσως και θάνατο. Μα ξανάρχεται».[34]

 

 

 

 

ΒΛΕΠΕ επίσης άλλα δύο κείμενα για τον Νίκο Καρούζο http://www.oanagnostis.gr/nikos-karouzos-i-kathimerinotita-ke-i-apogoitefsi-os-esthisi/ και

Νίκος Καρούζος: Η αγωνία και η απελπισία: μια αισθητική της πτώχευσης στο έργο του

 

[1] Δημοσθένης Κούρτοβικ, «Νίκος Καρούζος»,  Έλληνες μεταπολεμικοί συγγραφείς ένας κριτικός οδηγός, Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη 1995, σ. 119-120: 119.

[2] Πρβλ. με τον στίχο του Καρούζου «Εγώ δεν έζησα κ’ η ομορφιά της Αττικής είν’ όλο το ταξίδι μου», στο «Γυναίκα, πείσμα της Ασίας», Η έλαφος των άστρων (1962), Τα Ποιήματα, τ. 1, Αθήνα,  Ίκαρος 1993,  σ. 141.

[3] Πρβλ. ενδεικτικά με ημερολογιακές καταγραφές από τις Μέρες του Γ. Σεφέρη και με ποιήματα από το Μυθιστόρημα (1935), «Με τον τρόπο του Γ. Σ.». Η λυρική αποτύπωση του Καρούζου δεν εστιάζει στο μυθικό υπόβαθρο, ενώ η περιήγηση συνδέεται σχεδόν αποκλειστικά (με εξαίρεση τη Ρόδο) με περιοχές της Αττικής και της Πελοποννήσου.

[4] Καρούζος, «Αισθάνομαι τη νύχτα», Ποιήματα (1961), ό.π., σ. 31-32: 31.

[5] Καρούζος, «Περίπατος του Γιάννη», Η έλαφος των άστρων, ό.π., σ. 150.

[6] Νίκος Καρούζος «Συνέντευξη, 1981», στο Αντώνης Φωστιέρης – Θανάσης Νιάρχος, Σε δεύτερο πρόσωπο, Αθήνα, Εκδόσεις Καστανιώτη 1990, σ. 147-157: 149.

[7] Καρούζος, «Αγγίζοντας αυτή τη νεότητα», Ποιήματα, ό.π., σ. 35-36: 35.

[8] Καρούζος, «Αθήνα, η φλόγα που το χρώμα της είναι γαλάζιο», ό.π. σ. 26-27: 26.

[9] Καρούζος, «Βραδινή Αθήνα», και «Ο Έλληνας της νύχτας», ό.π., σ. 71 και σ. 31-32: 32.

[10] Καρούζος, «Τρόμος και ήλιος», ό. π., σ. 53.

[11] Καρούζος, «Στιγμές της Αθήνας», Η έλαφος των άστρων, ό.π., σ. 120-122: 120.

[12] Καρούζος, «Περπατώντας», «Ώρα της οράσεως», ό.π., σ. 123 και 114.

[13] Καρούζος, «Ποιος μ’ έχει συνταράξει;», Ποιήματα, ό.π.,  58-59: 59.

[14] Καρούζος, «Στιγμές της Αθήνας», Η έλαφος των άστρων, ό.π., σ. 120-122: 120.

[15] Καρούζος, «Ανεμογλέντι», Λευκοπλάστες για μικρές και μεγάλες αντινομίες (1971), ό.π., σ. 257.

[16] Καρούζος, «Στιγμές της Αθήνας»,  Η έλαφος των άστρων, ό.π., σ. 122.

[17] Καρούζος, «Απ’ τον Κεραμικό», «Τριγύρω στην Ακρόπολη», ό.π., σ. 132.

[18] Καρούζος, «Μεγάλη Πέμπτη στα νέφη», Ποιήματα, ό.π., σ. 47-48.

[19] Καρούζος, «Τρόμος και ήλιος», ό.π., σ. 53.

[20] Καρούζος, «Στην Αθήνα», ό.π., σ. 77.

[21] Καρούζος, «Μυκήνες, ευτυχία της Αργολίδας», Η έλαφος των άστρων, ό.π., σ. 135 και «Στην Ασίνη οι πορτοκαλιές», Ποιήματα, ό. π., σ. 83-89: 87, απ’ όπου και το απόσπασμα.

[22] Καρούζος, «Στους δρόμους», Η έλαφος των άστρων, ό.π., σ. 107.

[23] Καρούζος, «Αισθάνομαι τη νύχτα», Ποιήματα, ό.π., σ. 31-32: 32.

[24] Καρούζος, «Λίγο εγκώμιο για το τριζόνι», ό.π., 68-69: 69.

[25] Καρούζος, «Στην οδό Σταδίου», Η έλαφος των άστρων, ό.π., σ. 106-107: 107.

[26] Καρούζος, «Ο κήπος της Αθήνας ανασαίνει», Η έλαφος των άστρων, ό.π., σ. 108.

[27] Καρούζος, «Μοναστηράκι», ό.π., σ. 107.

[28] Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, «Ο τόπος του Καρούζου: Υστερόγραφο», Η λέξη, τχ. 88-89 [αφιέρωμα], Οκτ.-Νοέμ. 1989, σ. 896-899: 899.

[29] Καρούζος, «Μένουσα πόλις» και «Θανάσιμο Ανάπλι», Ποιήματα, ό.π., σ. 58 και 57.

[30] Νίκος Καρούζος, Η τελευταία συνέντευξη στον Κωνσταντίνο Αν. Θέμελη, Αθήνα,  Ύψιλον 1991, σ. 21.

[31] Καρούζος, «Στ’ Ανάπλι χαίρομαι», Η έλαφος των άστρων, ό.π., σ. 155.

[32] Καρούζος, «Περιττή νοσταλγία», Χορταριασμένα χάσματα (1974), ό. π.,  σ. 319.

[33] Καρούζος, «Τίρυνθα», Ο ζήλος του μη σχετικού με παροράματα (1980), Ποιήματα, τ. 2, Αθήνα,  Ίκαρος 1994, σ. 52.

[34] Κατερίνα Αγγελάκη-Ρουκ, ό.π., σ. 898.

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΖωρζ Περέκ, Ένας άνθρωπος που κοιμάται (της Κατερίνας Γούλα)
Επόμενο άρθροΣχολικές βιβλιοθήκες ενάντια στη σχηματική σκέψη

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ