Αλέξης Πανσέληνος.
Δεν μπορώ να μην αισθανθώ κάποια μελαγχολία, όταν σκέφτομαι πόσο σπουδαιότεροι είναι από κάποιους ξένους συγγραφείς, που τα μεταφρασμένα τους βιβλία θαυμάζουμε, τόσοι από τους Έλληνες συναδέλφους τους, που υπηρετούν μια γλώσσα μικρή, άγνωστη σήμερα, περιθωριακή σε σύγκριση με τις διαδεδομένες – και πόσο χάνει το ξένο κοινό που ίσως ποτέ δεν θα τους διαβάσει, ούτε καν σε μέτριες μεταφράσεις. Αλλά ας το αφήσουμε αυτό. Ο συγγραφέας, ο ποιητής, γράφει στη γλώσσα του και απευθύνεται κυρίως σε όσους τη μιλούν και τη διαβάζουν. Και η αλήθεια είναι πως οικουμενικός μπορεί να είναι ο καλλιτέχνης μόνο αν είναι γνήσια γηγενής κάποιου τόπου και γράφει τη γλώσσα του και μιλά για τους ανθρώπους του – γιατί οι διαφορές ανάμεσα στις φυλές των ανθρώπων, αν και υπάρχουν, για την τέχνη είναι ασήμαντες. Να λοιπόν τα στοιχεία που σχηματίζουν το σκηνικό των ιστοριών αυτού του τόμου.
Η ατμόσφαιρα της Αθήνας των τελευταίων χρόνων – η δραματική της μετάβαση από το ασήμαντο χωριό που υπήρξε, στη μεγάλη επαρχιούπολη στην οποία μετεξελίχτηκε και στην χαοτική μεγαλούπολη στην οποία κατέληξε, με τις αμέτρητες και τόσο διαφορετικές της γειτονιές, καθεμία και μια μικρή πολιτειούλα, τις άπειρες διαφορετικές της όψεις, τις γωνιές, την εδαφολογική της ποικιλία που αναδύεται – συχνά βίαια – κάτω από την άσφαλτο και το τσιμέντο, αλλά και τις απροσδόκητες επιστροφές στην αρχαία της φύση, με τις κοίτες των παλιών ποταμών, με τα κατάφυτα ρέματα, τα δάση των βουνών που την περιβάλλουν και τα ζώα που τα κατοικούν. Ακόμα και με τους βραχόλοφους του λεκανοπεδίου που σαν καράβια επιπλέουν πάνω από τις πολυκατοικίες.
Η γλώσσα των νεότερων γενεών που, απαξιωμένη, απογυμνωμένη από την παλιά της αίγλη, μπολιασμένη με λέξεις και εκφράσεις βίαια μεταφερμένες στους ήχους της, μυστηριώδεις για τους αμύητους, κρυπτικές πολλές φορές, συμβολικές, κατανοητές μόνο ανάμεσα στις ηλικίες που αποθησαυρίζουν λεξιλόγιο από τον κινηματογράφο και συντάσσει την απείθεια των νέων στην απομυθοποιημένη κοινωνία των μεγαλύτερων, καθρεφτίζοντας και την έκπτωση της πραγματικότητας και την εξέγερσή τους εναντίον της.
Τέλος η απελπιστική αίσθηση της απώλειας του εαυτού, της ασημαντότητας, η έλειψη ελπίδας για κάτι καλύτερο, η συνειδητοποίηση πως η ζωή μας είναι ανάλγητη, ισοπεδωτική, χωρίς έλεος και χωρίς όραμα. Η έντονη υπαρξιακή αγωνία ενός κόσμου που αγωνιά να ανασάνει καθαρόν αέρα μέσα στη ρύπανση της σκληρής πραγματικότητας, μπροστά στα αδιέξοδα που ορθώνει απέναντι στα όνειρά του η Κρίση, μέσα στην αδυσώπητη περίφραξη με σύρμα αγκαθωτό του χώρου όπου η νεότητα θέλει να τρέξει και να πετάξει.
“Άβερελ” – το πρώτο διήγημα. Αφηγητής ένας αστυνομικός που εδώ και καιρό, για χρόνια, υποδύεται τον Αντιεξουσιαστή και ζει ανάμεσά τους, στην πλατεία Εξαρχείων, παρακολουθώντας τη δράση των ομάδων που κάθε τόσο συγκρούονται με τις διμοιρίες των ΜΑΤ στο κέντρο της πόλης. Το περιθώριο, η γλώσσα, οι ρόλοι, το άγνωστο μυστηριακό και αξεδιάλυτο παρόν. Ο νεαρός αστυνομικός έχει βαθμιαία χωνέψει και ο ίδιος ανάμεσα στον “εχθρό”, στους κύκλους των ανθρώπων που “παρακολουθεί”, εκείνους για τους οποίους “αναφέρει” κάθε τόσο στην Υπηρεσία του, και να την κρατά ενήμερη για τις κινήσεις των επικίνδυνων στοιχείων, αλλά και ένα συγκεκριμένο άτομο με το οποίο έχει βρεθεί πιο κοντά, τον μυστηριώδη Άβελ ή Άβερελ, σεσημασμένο αναρχικό, μονίμως μεθυσμένο και ασυνάρτητο, που όμως στην Υπηρεσία πιστεύουνε πως ανήκει στους πιο επικίνδυνους διοργανωτές επεισοδίων, ενδεχομένως είναι τρομοκράτης – ο οποίος όμως πιθανό και να μην είναι παρά ένας φλύαρος λογάς που όλο υπόσχεται αποκαλύψεις. Και η μικρή μπαργούμαν, στο στέκι τους, μια σκληρή και λιγόλογη αναρχική, που σε ένα διάλειμμα της δουλειά της, καπνίζοντας στον καθαρό αέρα του δρόμου, αποκαλύπτει την κούρασή της από την αδιέξοδη ένταση και τα πολύ πιο συμβατικά, προσωπικά της όνειρα.
“Θα το κρατήσω” – η θεσσαλονικιά συγγραφέας που αφηγείται μια ιστορία που “δεν την αφορά”. Αλλά την αφορά. Ένα συγγραφικό τέχνασμα εδώ που φέρνει στα χείλη το χαμόγελο : η αφηγήτρια συγγραφέας την ώρα που συλλαμβάνει το υλικό της και το προετοιμάζει, αλλά θα το γράψει στο μέλλον, μερικές ώρες αργότερα στη Θεσσαλονίκη – όμως εμείς μες στο μυαλό της το διαβάζουμε κιόλας γραμμένο, όπως θα γραφτεί ή ακόμα και όπως δεν θα γραφτεί – κανείς δεν ξέρει. Το ύφος της είναι ήδη ο σχολιασμός της σχέσης που περιγράφεται – του ώριμου 55άρη λογιστή που διατηρεί έναν ευκαιριακό δεσμό, χωρίς προοπτικές, και ξαφνικά αντιμετωπίζει το ενδεχόμενο ενός νόθου παιδιού από την ερωμένη του και την μετάστασή του από απλό μπερμπάντη σε άνθρωπο με δυο οικογένειες. Η συγγραφέας, μια νέα κοπέλα, πιο κοντά στην ηλικία της ερωμένης του, η ίδια παιδί διαλυμένης οικογένειας, με απόντα τον δικό της πατέρα, είναι σκληρή με τον κύριο Ασημάκη, που αντιμετωπίζει αυτό “το θαύμα μιας νέας ζωής” σαν εφιάλτη. Η περιγραφή των μεγαλύτερων από τους νέους της ηλικίας της, καρτουνίστικη, τους τοποθετεί σε κουτάκια-ετικέτες, αυτούς, τους μεγαλύτερους, που ακόμα τους θεωρούν κάτι διαφορετικό από τους ίδιους, γιατί δεν έχουν φτάσει στην ηλικία να δουν στους μεγάλους τον ίδιο τους τον εαυτό. Ο Κατσουλάρης όμως, ο ίδιος μακριά από αυτό το στάδιο, μπορεί να το αναπαράγει χωρίς να το υιοθετεί. Το αφήνει στη νεαρή συγγραφέα του, σχηματίζοντας έτσι επιδέξια τον δικό της χαρακτήρα, που διαφορετικά θα απουσίαζε.
“Νεκρός σκύλος τα μεσάνυχτα” το τρίτο και πιο ποιητικό από τα τέσσερα διηγήματα. Εδώ ο Κατσουλάρης αποβάλλει τις μάσκες των ως τώρα αφηγητών-χαρακτήρων (του περιθωριακού που είναι μπάτσος σε μεταμφίεση, της νεαρής συγγραφέως που μας αφηγείται μια ιστορία που δεν την αφορά και που είναι αμφίβολο αν την κατανοεί) και αναλαμβάνει την στρωτή αφήγηση ενός χαρακτήρα που δεν διαγράφεται άμεσα, αλλά αποκτά σιγά-σιγά μορφή από τη σχέση του με τον μεσονύκτιο επισκέπτη, παλιό φίλο απ’ τον οποίο έχει απομακρυνθεί. Το παράδοξο τούτου του διηγήματος είναι πως παρά τη στρωτή περιγραφή, παρά τις πινελιές της γνώριμης καθημερινότητας και παρά την σαφή διαγραφή των προσώπων, παραμένει το πιο ομιχλώδες από τα τέσσερα. Ο Κατσουλάρης βρίσκεται στην ηλικία που ο πεζογράφος αντιλαμβάνεται πόσο λίγες είναι οι βεβαιότητες της ζωής, πόσο αχνά τα περιγράμματα των πραγμάτων, πόσο θολά και αόριστα τα κίνητρα των πράξεών μας, και κατακτά, μαζί με τον αφηγητή του Νεκρού σκύλου του, την ικανότητα της κατάφασης στις αμφισημίες της ζωής και των ανθρώπινων χαρακτήρων. Στα άλλα διηγήματα του τόμου η ωριμότητα αυτή εμφανίζεται με τη μορφή της άψογης τεχνικής με την οποία διαγράφει τα πρόσωπα, χαρακτήρες που δεν είναι ο ίδιος, δεν τον αφορούν άμεσα, κάποιους που ενδεχομένως παλιότερα, πιο νέος και ο ίδιος, θα τα προσέγγιζε με τρόπο αρνητικό. Εδώ, σαν να αφήνεται ο ίδιος να μιλήσει, τα δικά του αισθήματα και οι δικές του σκέψεις να καταγραφούν και να ορίσουν τον ορίζοντα της πόλης που ζει και ο ίδιος και εμείς όλοι. Μιας πόλης που την καίμε και την κατακρεουργούμε, βάζοντάς την στη θέση όλων όσων μισούμε, φοβόμαστε, θέλουμε να αλλάξουμε ή θα θέλαμε να ήτανε αλλιώς. Η ιδέα του Ισίδωρου (του νυκτερινού επισκέπτη), πως η Αθήνα κάηκε το βράδυ εκείνο μαζί με το Αττικόν και τον Απόλλωνα (μαζί και με την Μαρφίν και τους υπαλλήλους της, θα έλεγα εγώ) και αυτό ήταν το φυσικό και λογικό αποτέλεσμα της μεγάλης πυρκαϊάς που κατέστρεψε τον δρυμό της Πάρνηθας, πέντε χρόνια πρωτύτερα, έχει μια διάσταση, είναι ένα επιχείρημα τόσο λογικό όσο και ποιητικό, που λειτουργεί άψογα μέσα στο διήγημα. Και όταν φτάνει κανείς στο τέλος του βιβλίου, αυτή η ιδέα που αρθρώνεται στον Νεκρό Σκύλο, καταλαβαίνουμε πως είναι ο πυρήνας του – η “ποιητική ιδέα” πίσω και από τα τέσσερα διηγήματα, που τα συνδέει και συγκροτεί το σύνολο του τόμου σε κλίμα ενιαίο.
“Νυκτερινό ρεύμα” είναι το τελευταίο διήγημα του τόμου που δίνει και τον τίτλο της συλλογής σε μια πολύ ευφάνταση επέκταση της διπλής έννοιας της φράσης. Εδώ αναδεικνύεται για άλλη μια φορά, ξεκάθαρο, το συγγραφικό τσαγανό του Κατσουλάρη, που καταφέρνει χωρίς ο ίδιος να έχει υιοθετήσει την καθημερινή ντοπιολαλιά της πόλης, να τη χρησιμοποιεί σαν εργαλείο, βάζοντας έτσι και τον αναγνώστη του σε απόσταση κριτική από αυτήν. Πόσο τα λόγια μας δείχνουν τα λίγα ή τα πολλά βάθη της ψυχής μας. Είναι μάστορας στην τέχνη της περιγραφής των ανθρώπων που είναι ταυτόχρονα η ψυχογραφία τους – πρόσωπα που όλοι έχουμε γνωρίσει. Μια μάνα που διαλύεται μέσα στον κόσμο. Ένας πατέρας απών τώρα, που μας έχει σημαδέψει τραυματικά. Μια αδερφή που αποτελεί έναν ακόμα σκελετό στο ντουλάπι της οικογένειας, πρόσωπο που έχει υποστεί ποιος ξέρει τι στα χέρια των γονιών και ξενητεύτηκε για να γλιτώσει από τον πόνο και τη ντροπή – και που μόνο από την απόσταση μπορεί να συγχωρέσει. Ένας γιος που πραγματοποιεί τις καθιερωμένες επισκέψεις καθήκοντος στη μάνα του, παρατηρώντας την να σβήνει και να χωνεύει στο Μηδενικό Άπειρο του θανάτου, διατηρώντας πάνω της τον συβιλικό χαρακτήρα της μητριαρχικής εξουσίας στην μόνη οικογένεια που της έχει απομείνει – εκείνον. Και πάνω απ’ όλα, όπως και στα τέσσερα αυτά διηγήματα, η πόλη, η σημερινή Αθήνα που παρακμάζει και αναδημιουργείται αδιόρατα κάτω από τα μάτια μας, με τις ξεπεσμένες γειτονιές της, με τα ρημαγμένα πεζοδρόμια, εχθρική και αφιλόξενη αλλά και οικεία, τρυφερή μέσα στη σκληράδα της, και προαιώνια, αναγεννώμενη με ρυθμούς που εμείς, οι προσκαιρινοί της κάτοικοι, αδυνατούμε να παρακολουθήσουμε ή να αντιληφθούμε.
Οι ιστορίες του Κατσουλάρη μας παίρνουν μαζί, μας βυθίζουν στην αλήθεια τους και μας παρακινούν να αντιληφθούμε γύρω μας τον κόσμο που φανταζόμαστε πως είμαστε σε θέση (κάποιοι από μας ίσως πως είναι και προορισμός μας) να τον κρίνουμε και να τον αναμορφώσουμε, ενώ στην πραγματικότητα είμαστε οι ίδιοι τμήμα, μέρος του αναπόσπαστο, που αλλάζει μαζί του αντί να τον αλλάξει κατά τις κατά καιρούς ιδέες μας.
Χαίρεσαι να διαβάζεις κείμενα γραμμένα με γλώσσα άρτια και τεχνήεσσα, καίρια ζυγισμένη και ευκίνητη, παράλληλα απολαμβάνοντας το μπρίο με το οποίο ο συγγραφέας οικειοποιείται πρόσωπα που δεν είναι ο ίδιος, και την ακρίβεια με την οποία κατανοεί και ζωγραφίζει τις εσώτερες φωνές τόσο διαφορετικών προσώπων. Οι καλοί συγγραφείς κάπου μοιάζουν με τους ηθοποιούς. Γιατί μπορούν να γίνουν αυτό το άδειο όστρακο που αντηχεί τους ήχους της ζωής.