Νερούντα και Αρίτζις για τη φτώχεια

0
2783

Πάμπλο Νερούδα

Ωδή στη φτώχεια 

Μετάφραση: Δήμητρα Παπαβασιλείου

Όταν γεννήθηκα,

φτώχεια,

με ακολούθησες,

με κοιτούσες

μέσα από

τις τάβλες που είχαν σαπίσει

από τη βαρυχειμωνιά.

Ξαφνικά

ήταν τα δικά σου μάτια

εκείνα που κρυφοκοιτούσαν απ’ τις τρύπες.

Οι σταλαγματιές

τη νύχτα

επαναλάμβαναν

το ονοματεπώνυμό σου

ή, μερικές φορές,

η άδεια αλατιέρα,

το σκισμένο σακάκι,

τα τρύπια παπούτσια,

με προειδοποιούσαν.

Ήταν εκεί

παραμονεύοντάς με

τα όμοια με σαράκι δόντια σου,

τα μάτια σου, τέλματα σωστά,

η σταχτιά σου γλώσσα

που κόβει

τα ρούχα, το ξύλο,

τα κόκαλα και το αίμα,

ήσουν εκεί

ψάχνοντάς με,

ακολουθώντας με

στους δρόμους

από τότε που γεννήθηκα.

Κι όταν νοίκιασα ένα κούτσικο

δωμάτιο, στην άκρη της πόλης,

καθισμένη σε μια καρέκλα

με περίμενες,

ή όταν, έφηβος,

ανασήκωνα τα σεντόνια

ενός σκοτεινού ξενοδοχείου

δεν έβρισκα το άρωμα

του γυμνού τριαντάφυλλου,

αλλά το ψυχρό σφύριγμα

του στόματός σου.

Φτώχεια,

με ακολούθησες

στις γειτονιές και στα νοσοκομεία,

στην ειρήνη και στον πόλεμο.

Όταν αρρώστησα χτυπήσαν

την πόρτα:

δεν ήταν ο γιατρός, παρά ερχόταν

ξανά η φτώχεια.

Σε είδα να βγάζεις τα έπιπλά μου

στο δρόμο:

οι άνθρωποι τ’ αφήναν

να πέσουν σαν τις πέτρες.

Εσύ, με αβάσταχτη στοργή,

απ’ όλη την εγκατάλειψη του κόσμου

στη μέση του δρόμου και κάτω απ’ τη βροχή

έφτιαχνες

έναν σαραβαλιασμένο θρόνο

και κοιτώντας τους φτωχούς

μάζευες από χάμω

το τελευταίο πιάτο μου να το κάνεις διάδημα.

Τώρα,

φτώχεια,

σ’ ακολουθώ εγώ.

Είμαι αμείλικτος

όπως ήσουν κι εσύ.

Μαζί

με κάθε φτωχό

θα με βρεις να τραγουδώ,

κάτω από κάθε σεντόνι

αδιανόητου νοσοκομείου

θα βρεις το τραγούδι μου.

Σ’ ακολουθώ,

φτώχεια,

σε παραμονεύω,

σε κυκλώνω,

σε στήνω στον τοίχο,

σε απομονώνω,

σου μπήγω τα νύχια,

σου σπάω

τα δόντια που σου απομένουν.

Βρίσκομαι παντού:

στον ωκεανό με τους ψαράδες,

στο ορυχείο

όπου οι άντρες,

σκουπίζοντας το μέτωπό τους

για να στεγνώσουν τον μαύρο ιδρώτα, βρίσκουν

τα ποιήματά μου.

Σχολάω κάθε μέρα

με την εργάτρια της κλωστοϋφαντουργίας.

Τα χέρια μου είναι κάτασπρα

απ’ το μοίρασμα του ψωμιού στους φούρνους.

Όπου κι αν πας,

φτώχεια,

το τραγούδι μου

τραγουδά,

η ζωή μου

ζει,

το αίμα μου

αγωνίζεται.

Θα καταρρίψω

τις ωχρές σου σημαίες

όπου κι αν υψωθούν.

Άλλοι ποιητές,

στο παρελθόν, σε αποκάλεσαν

αγία,

ασπάστηκαν το μανδύα σου,

τράφηκαν με αέρα

και χάθηκαν.

Εγώ

σε προκαλώ,

με σκληρούς στίχους σού ραπίζω το πρόσωπο,

σε σκάφος σε φορτώνω και σε εξοστρακίζω.

Εγώ μαζί με άλλους,

πάρα πολλούς άλλους,

σ’ εξορίζουμε

από τη Γη στη Σελήνη

για να μείνεις εκεί

παγωμένη κι αιχμάλωτη

κοιτώντας με μισό μάτι

το ψωμί και τα ελέη

που θα καλύψουν τη γη

από αύριο.

 

 

 

 

 

 

 

Ομέρο Αρίτζις

 

Γεννήθηκα στην οδό Πενίας

Μετάφραση: Δήμητρα Παπαβασιλείου

 

Γεννήθηκα στην οδό Πενίας

γωνία με την Αδικία

γονείς μου ήταν η Αξιοπρέπεια

και το Ίσως-Αύριο

πάντα στην εξώθυρα του μεγάρου

της κυρίας Εντιμότητας

από πολύ νέος έμαθα

να τρώω αέρα

και να εκτιμώ το Αόρατο

στο σχολείο της Στέρησης.

Μια βροχερή μέρα

επειδή έτυχε να βρεθεί εκεί

έβρεξα το στιλέτο μου

στο στέρνο ενός στρατηγού

και πέρασα είκοσι χρόνια

στο οίκημα της Πραγματικότητας.

Τώρα είμαι ελεύθερος

να γυρίζω στους δρόμους

της Δέσποινάς μας της Πόλης

συντροφιά με την Ανυποληψία και τα Γεράματα.

 

 

 

 

Ο Ομέρο Αρίτζις (Omero Aridjis), ή Όμηρος Αριτζής επί το ελληνικότερον, γεννήθηκε το 1940 σε μια πολίχνη της μεξικανικής πολιτείας Μιτσοακάν, από Μεξικανή μητέρα και Μικρασιάτη πατέρα. Ποιητής, πεζογράφος, δοκιμιογράφος αλλά και ακτιβιστής στρατευμένος στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος και υπερασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και της πολιτισμικής διαφορετικότητας, είναι σήμερα ένας από τους διανοούμενους με το μεγαλύτερο κύρος στο Μεξικό.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Προηγούμενο άρθροΕνηλικίωση της ουτοπίας
Επόμενο άρθροΟι Κιβδηλοποιοί

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ