της Άννας Λυδάκη
Το ότι πρέπει να παραδώσουν τον Μουσέλ, ο Βίκτωρ Κλέμπερερ θα το πληροφορηθεί από μια γειτόνισσα. Θα αποτυπωθεί και στη δημοτική εβραϊκή εφημερίδα: από τούδε και στο εξής οι Εβραίοι δεν επιτρέπεται να διατηρούν κατοικίδια.
Οι ναζιστές σε εκείνο το χρονικό σημείο έχουν πάρει σχεδόν τα πάντα από τον Βίκτωρα – το επάγγελμά του, το σπίτι του, το κύρος του και την καθημερινότητά του. Η θανατική καταδίκη του γάτου είναι το επόμενο σοκ. Για τον αποχαιρετισμό του Μουσέλ η Εύα προμηθεύτηκε 450 γραμμάρια μοσχαρίσιο κρέας. Αυτή είναι η ποσότητα που δικαιούνται ο Βίκτωρ και η Εύα κάθε εβδομάδα. Ο Μουσέλ –μελλοθάνατος χωρίς να το ξέρει- μασουλάει με θόρυβο το τελευταίο του γεύμα. Το απόγευμα η Εύα τον πηγαίνει στο κτηνιατρείο. Όταν επέστρεψε είπε μόνο δυο λέξεις στον Βίκτωρα: «Δεν υπέφερε».
Οι Κλέμπερερ δεν είναι οι μόνοι που πρέπει να αποχαιρετήσουν εκείνη τη μέρα τον γάτο τους, που ούτως ή άλλως θεωρείται «εβραϊκό» ζώο, ένας «εχθρός που μετανάστευσε από την Ανατολή». Η απαγόρευση ισχύει για χιλιάδες σκύλους, καναρίνια και άλλα ζώα που ζουν σε εβραϊκά νοικοκυριά: Από το 1940 δεν επιτρέπεται στους Εβραίους να έχουν κατοικίδια ζώα για να εξοικονομηθούν τρόφιμα, ενώ ο «ζωόφιλος» γερμανικός λαός μπορούσε να κρατήσει τα δικά του.
Το γεγονός αυτό καταγράφει ο Jan Mohnhaupt μαζί με πολλά άλλα που καταρρίπτουν την άποψη ότι οι εθνικοσοσιαλιστές ήταν ζωόφιλοι. Τα ζώα δεν είναι όλα ίσα ενώπιον του νόμου, γράφει, όπως δεν είναι και οι άνθρωποι όταν δεν ανήκουν στη «γερμανική φυλετική κοινότητα». Η απαγόρευση κατοικίδιων ζώων είναι ένα ακόμα βήμα στην πορεία προς την πλήρη στέρηση δικαιωμάτων των Εβραίων στη Γερμανία.
Η περίφημη κυνοφιλία των Γερμανών αφορά μόνο τον γερμανικό ποιμενικό που εξέθρεψε πρώτος ο Φον Στέφανιτς. Ένας σκύλος χρήσιμος και πειθήνιος που έπρεπε να αναπαράγεται με καθαρότητα, όμοια με το «σώμα της γερμανικής φυλής», στο οποίο δεν επιτρέπονται οι επιμειξίες με «άρρωστους» και «υποδεέστερους» ανθρώπους, όπως θεωρούσαν τους Εβραίους και τους Τσιγγάνους.
Επιπλέον, η εθνικοσοσιαλιστική προπαγάνδα διακινεί πρόθυμα την εικόνα του Εβραίου «βασανιστή ζώων», ενώ οι εθνικοσοσιαλιστές αυτοπροβάλλονται ως ιδιαίτερα ζωόφιλοι. Αυτό δεν εμποδίζει τη σφαγή των χοίρων, όταν θεωρηθούν ανταγωνιστές στην αναζήτηση τροφής, καθώς όπως και οι άνθρωποι τα γουρούνια είναι παμφάγα, ούτε την εξολόθρευση 1,8 εκατομμυρίων αλόγων κατά τη διάρκεια του πολέμου, παρότι τα τελευταία εκτιμώνται από τους ναζιστές.
Οι εθνικοσοσιαλιστές λατρεύουν τα άγρια ζώα, καθώς ταυτίζουν τον εαυτό τους με αυτά. Όμως ο Γκαίρινγκ, ο αρχικυνηγός και Μάγιστρος του Ράιχ για τα Δάση και το Κυνήγι εκτρέφει και σκοτώνει ελάφια και συσσωρεύει ως τρόπαια τα κέρατά τους, ενώ διατηρούσε στο σπίτι του άγρια ζώα, όπως έκαναν στο παρελθόν οι Ρωμαίοι αυτοκράτορες.
Άγρια ζώα φυλακίζονται και στον Ζωολογικό Κήπο Μπούχεβαλντ, που χωρίζει τους κρατούμενους από τους ανθρωποφύλακες και τους εργάτες. Τα σύρματα σχημάτιζαν το όριο μεταξύ ανθρώπου και ζώου από τη μία, και «υπανθρώπου» από την άλλη πλευρά. Τα «σύρματα» χώριζαν κόσμους, και οι ναζί επισκέπτονταν τα φυλακισμένα ζώα μαζί με τα παιδιά τους ενώ δίπλα πέθαιναν άνθρωποι.
Το γερμανικό εκπαιδευτικό σύστημα είναι «ευθυγραμμισμένο» με την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία και τα παιδιά στο σχολείο μαθαίνουν από πολύ νωρίς να ξεχωρίζουν τα αιώνια «παράσιτα», τα βλαβερά όντα από τα «χρήσιμα» και να τα παραλληλίζουν με το ανθρώπινο είδος. Έτσι, οι μεταξοσκώληκες είναι χρήσιμοι γιατί δίνουν το μετάξι για την κατασκευή αλεξίπτωτων, ενώ το σκαθάρι της πατάτας, παρότι έντομο επίσης, είναι βλαβερό και πιστεύουν ότι το έστειλαν οι Γάλλοι για να καταστρέψουν τις γερμανικές καλλιέργειες.
Επίσης, τα παιδιά πρέπει να μάθουν να αναγνωρίζουν τα δηλητηριώδη μανιτάρια, όπως και τους Εβραίους που είναι απατεώνες και εγκληματίες και παρουσιάζονται στα παραμύθια δόλιοι και άπληστοι. Στο σχολείο διδάσκονται ότι κηφήνες δεν υπάρχουν μόνο στις μέλισσες· κηφήνες υπάρχουν και στους ανθρώπους όπως έλεγε ο Χίμλερ. Είναι οι Εβραίοι. Ο ίδιος με μεγεθυντικό φακό κοιτάζει τις φωτογραφίες ταυτοτήτων υποψηφίων μελών της SS και ξεσκαρτάρει εκείνους που έχουν χοντρές γαμψές μύτες, χαρακτηριστικά ζυγωματικά ή μαύρα μαλλιά.
Ο Mohnhaupt τεκμηριωμένα και με πλήθος χαρακτηριστικών παραδειγμάτων καταρρίπτει τον μύθο της ζωοφιλίας των ναζιστών και καταλήγει ότι αν υπάρχει ένα ζώο που επωφελήθηκε από αυτό τον πόλεμο, αυτό ήταν η ψείρα. Γιατί, όπου μαινόταν εκείνος, ήταν και αυτή παρούσα… «Μπορεί να μην είναι ιδιαίτερα συμπαθητικά ζωύφια, όμως δεν έχουν και φυλετικές προκαταλήψεις, όπως γράφει ο Λέβι».
Στο τέλος, γράφει ο Mohnhaupt, «ο αυτοχαρακτηριζόμενος ζωόφιλος Χίτλερ αποκαλύπτει την πραγματική σχέση του με τους σκύλους. Υπάρχουν εκεί για να τον υπακούν και να του δίνουν την αίσθηση ότι του είναι πιστά αφοσιωμένοι. Και επειδή ο ίδιος δεν βλέπει πια κάποιο νόημα για να ζήσει, δεν υπάρχει στα μάτια του κανείς λόγος να ζήσει και η Μπλόντι, ο ποιμενικός του. Καμένη γη παντού».
Ο συγγραφέας εξετάζει τα ιστορικά γεγονότα και την εθνικοσοσιαλιστική ιδεολογία από μια πρωτότυπη, διαφορετική πλευρά και καταδεικνύει πώς άνθρωποι και άλλα ζώα βιώνουν τις προκαταλήψεις, τις διακρίσεις και εν τέλει την εξόντωση επειδή δεν ανήκουν σε μια συγκεκριμένη ομάδα.
Πρόκειται για ένα συναρπαστικό βιβλίο –σε εξαιρετική μετάφραση του Γ. Κέλογλου- που αξίζει να διαβαστεί καθώς εμπεριέχει πλήθος πληροφοριών για τη χιτλερική περίοδο και φανερώνει ότι ο τρόπος αντιμετώπισης των ζώων είναι ανάλογος με την αντίληψή μας για τη ζωή και τον κόσμο.
Jan Mohnhaupt, Ζώα στον εθνικοσοσιαλισμό (μετ. Γ. Κέλογλου), Gutenberg / Ιστορία, Αθήνα 2021
Βρες το εδώ