Ούρσουλα Φωσκόλου.
Με την άκρη της γλώσσας μου, φύτεψα στο στέρνο σου ένα σπόρο. Δεν ξέρω αν το έκανα —βεβαίως— στ’ αλήθεια ή αν κάποιο βράδυ τ’ ονειρεύτηκα, όταν ακόμη ήταν αρχή, εσύ μακριά και σε ποθούσα, όμως θυμάμαι να μου λες πως δεν μπορούσες ν’ ανασάνεις. Σου έβγαλα, τότε, τη μπλούζα κι εκεί, ανάμεσα στα δυο ζεστά σου στήθη, έσκαψα μια τόση δα τρυπούλα: πήρα να σε φιλώ αργά, καρτερικά, ώσπου άφησα να κυλήσει μέσα σου μία σταγόνα σάλιου, μαζί μ’ ένα μικρό, αρχαίο σπόρο που φυλούσα —φαίνεται— από μικρός, στο στόμα. Κρατώντας το κορμί σου ευλαβικά κοντά μου, αφουγκραζόμουν κάθε νύχτα τις ρίζες που άπλωναν: αργά, δεσποτικά, αναπόφευκτα. Από τα στήθη άρχιζαν, κύκλωναν την κοιλιά σου, δένονταν έπειτα στα σπλάχνα σου και μόνο ανοίγοντας τα χείλη του αιδοίου σου μπορούσα —κάποια πρωινά— να δω τις άκριές τους, στα κλεφτά. Σαν βασιλιάς βυζαντινός στο νάρθηκα, στεκόμουν τότε εκστατικός μπροστά τους —στέμμα και ξίφος στα πόδια— κι έτσι, γυμνός, κολλούσα τα χείλη μου ακριβώς εκεί. Αμίλητη και με το στήθος πονεμένο απ’ την προσπάθεια, ρουφούσες απ’ τα σπλάχνα μου, αχόρταγα, αέρα κι υγρασία, μέχρι να βγει —θριαμβευτική— απ’ τα πνευμόνια σου η τελευταία κραυγή. Πέθαινα, τότε κι εγώ —κάθε φορά— χαμογελώντας.