του Χρήστου Χρυσόπουλου
Γράφω αυτό το σημείωμα ως μια βιωματική εξιστόρηση. Συνέβη και στο παρελθόν κείμενά μου για τη λογοτεχνία να στοιχειοθετούν μια προσωπική εξομολόγηση (ενός αναγνώστη και συγγραφέα). Πρώτη φορά, όμως, το σύμπαν της εμπειρίας, της σκέψης και της επιθυμίας μου συμπεριλαμβάνονται με τόση αμεσότητα στο περιβάλλον ενός βιβλίου. Ο λόγος είναι προφανής.
Διαβάζω το «Σύμπλεγμα του Τηλέμαχου»[1] με τη διπλή εμπλοκή: ως πατέρας που -εκ της ιδιότητάς του- καλείται να επινοήσει μια πατρότητα, και ως συγγραφέας που ανοίγεται στην επιδραστικότητα του λόγου, με τον ίδιο τρόπο όπως ένας γονιός ανοίγεται στην αγάπη. Είναι αυτή η ώριμη πλέον σχέση με τη γλώσσα -η πάγια προσωπική διαθεσιμότητα να διαμορφωθείς από τη σκέψη του Άλλου- που επικυρώνει την παιδευτική, ουμανιστική διάσταση της λογοτεχνίας, αλλά και ειδικότερα του έργου του Μάσιμο Ρεκαλκάτι. Τι σημαίνει, λοιπόν, να ζεις με τις λέξεις και να διαβάζεις πρώτη φορά ως πατέρας; Τι σημαίνει να μεταβολίζεις τα κείμενα με αυτή την ιδιότητα; Τι σημαίνει αυτή η εκ νέου μαθητεία στον λόγο;
Το μάθημα της επιθυμίας
Εν πρώτοις σημαίνει να διανοείσαι τον κόσμο. Ο Ρεκαλκάτι μας διδάσκει ότι ο πατέρας «κατασκευάζει» τον εαυτό του, επινοεί μια γονεϊκότητα κι έτσι «υιοθετεί» το παιδί του εμπρόθετα και με πίστη. Συνεπώς, καθίσταται εκείνος ο φορέας του Λόγου και η κύρια εξανθρωπιστική δύναμη στη ζωή του νέου ανθρώπου: «Η πρώτη γέννηση, της σάρκας και του αίματος, ποτέ δεν είναι αρκετή για να καταστήσει μια ζωή ανθρώπινη. Η ζωή δεν εξανθρωπίζεται λαμβάνοντας τον γενετικό της εξοπλισμό. […] Αυτό που κληρονομείται πάντα είναι μια μαρτυρία: υπό αυτή την έννοια κάθε πατρότητα είναι ριζικά θετή». [σελ. 142]
Ο πατέρας κληροδοτεί μια δυνατότητα του κόσμου ως μαρτυρία. Πρόκειται για το προσωπικό παράδειγμα της επιθυμίας και της επιδίωξης να βρεις έναν τρόπο να ζήσεις. Η πατρότητα οφείλει εδώ να απομακρυνθεί από τη δεσποτική γονεϊκότητα[2]. Το παιδί δεν λαμβάνει πλέον τον πατρικό λόγο ως υπόδειξη. Το παιδί αντιλαμβάνεται ォπράξεις, επιλογές και πάθη που μπορούν να γίνουν μαρτυρία για το πώς μπορεί κανείς να σταθεί στον σημερινό κόσμο με επιθυμία και ταυτόχρονα με ευθύνη. […] Ένας πατέρας ριζικά εξανθρωπισμένος, ευάλωτος, ανίκανος να πει τελικά ποιο είναι το νόημα της ζωής, αλλά ικανός να δείξει μέσα από τη μαρτυρία του προσωπικού του βίου ότι η ζωή μπορεί να έχει νόημα». [σελ.14]
Είναι σε αυτό το σημείο όπου ο ουμανισμός του Ρεκαλκάτι αναδεικνύει την αναγκαία σύζευξη της γονεϊκότητας με τον ψυχισμό και την επιθυμία: το να καταστείς πατέρας είναι εξανθρωπισμός επειδή σημαίνει να επιθυμήσεις τον γονεϊκό ρόλο μέσω της δικής σου επιθυμίας για μια μορφή ζωής (ως πρόσωπο και ως πατέρας). Να γιατί η πατρότητα -όπως και η λογοτεχνία- είναι συνυφασμένη με την απελευθέρωση και τη σταδιακή αποκέντρωση του προσώπου: απέναντι στο παιδί μου οφείλω να παραχωρώ τη θέση μου διατηρώντας την ευθύνη, να αποσύρομαι δίχως να εξαφανίζομαι, να εξουσιοδοτώ με κρίση, να δίνω ευκαιρίες και να μεριμνώ για το μέλλον.
Το μάθημα της απώλειας
Το ουσιαστικότερο μάθημα του Ρεκαλκάτι, αφορά την καλλιέργεια της πατρότητας ως μη-εξουσιαστικής σχέσης: ο πατέρας οφείλει να προετοιμάζεται εξαρχής έτσι ώστε να μπορεί, μεταφορικά, να «χάσει» το τέκνο του, να είναι ικανός να απολέσει τελικά τον ρόλο του ονοματοδότη των πραγμάτων. Η προετοιμασία είναι για την επιτυχημένη παραχώρηση της κατοχής του λόγου στο ίδιο το παιδί: «Η νέα ανθρώπινη ζωή πρέπει να αναγνωρίσει το συμβολικό χρέος, αλλά δεν πρέπει να μείνει αιχμάλωτη του οικείου»[3]. Η επιτελεστικότητα της πατρικής κληρονομιάς έγκειται ακριβώς στην ανάγκη να συντελεστεί μια λεπτή κίνηση που «μπορεί και να αποτύχει λόγω υπερβολικής ταύτισης με τον Άλλον ή υπερβολικής εναντίωσης με τον Άλλον»[4]
Το κρίσιμο σημείο βρίσκεται εκεί: ανάμεσα στην εναντίωση και στην ταύτιση. Κι αυτό επειδή η μαρτυρία του πατέρα οφείλει να διατηρεί διαρκώς ζωντανή την εγρήγορση πως το παιδί είναι ένας Άλλος, αποτελεί μια έτερη ενδεχομενικότητα, πως ό,τι και να επιθυμηθεί ή να επιδιωχθεί από τους γονείς του, το παιδί θα καταστεί -είναι ήδη- ένας έτερος λόγος.
Αναγνωρίζοντας, λοιπόν, όσο μπορούμε το αυτεξούσιο του λόγου, οφείλουμε να προσφέρουμε ως γονείς «το πιο σπουδαίο δώρο των γονιών γενικότερα… να αφήσουν το μυστικό του παιδιού τους στο ίδιο το παιδί. Αυτό σημαίνει να μην απαιτούν ούτε να έχουν τη φιλοδοξία της αμοιβαίας κατανόησης. […] Να αφήσουν, αντίθετα, στο παιδί τη δυνατότητα -μέσα από το ταξίδι του- να χαθεί, να εξαφανιστεί, να μπορέσει να συναντήσει την ήττα και το τραύμα, προκειμένου να βρει τον βηματισμό του»[5].
Είναι το πρόταγμα της vita contemplativa: να καθιστούμε πρωταρχική αξία την αυτοσυστασία του Άλλου (και όχι μόνο του εαυτού μας), να μη χειραγωγούμε παρότι επιθυμούμε. Και το σημαντικότερο: να μάθουμε να απουσιάζουμε. Τέλος, να αναγνωρίζουμε και να συγχωρούμε όσους, όλα ετούτα, δεν τα έπραξαν όταν βρεθήκαμε υπό τη δική τους εξουσία.
Το μάθημα της αναγνώρισης
Ο δεσμός με τον πατρικό λόγο οφείλει να συσταθεί ώστε να καταστεί εφικτή η ρήξη του: «Ο χωρισμός, η ασυνέχεια, η περιπλάνηση προϋποθέτει την θεμελιακή εμπειρία του ανήκειν, παρόλο που η “αποκόλληση” από τον πατέρα είναι το πιο γνήσιο διακύβευμα κάθε κληρονομιάς» [σελ. 112]. Η αρχική, ισχυρή, θετική παρουσία του πατέρα είναι εκείνη που θα επιτρέψει στο παιδί να έρθει κάποτε αντιμέτωπο με το εμπόδιο, τη δυσκολία, την αδικία, δίχως να απομείνει «ένα παιδί-Νάρκισσος, που θα μείνει αιχμάλωτο μιας κατοπτρικής μόνο εκδοχής του κόσμου» [σελ. 126]. Η συμβολική αποδόμηση της πατρότητας δεν σημαίνει, βεβαίως, την απόρριψη του προσώπου του πατέρα, αλλά την οριστική αποδοχή του -από το τέκνο του πλέον Άλλος – εν απουσία (επειδή αυτή η αποδοχή θα συμβεί κάποια στιγμή στο απώτατο μέλλον, όταν ο πατέρας θα είναι πλέον -κυριολεκτικά ή μεταφορικά- απών).
Σε αυτό το σημείο το έργο του Μάσιμο Ρεκαλκάτι καταφέρνει κάτι ιδιαίτερα δύσκολο, να νοηματοδοτήσει εκ νέου με δραστικότητα μια κοινή, πανανθρώπινη ιδιότητα όπως η πατρότητα, καθιστώντας ορατό τον πλούτο του προφανούς και νομοτελειακά ορισμένου: ότι η σχέση με τους γονείς ξεκινά από την εξιδανίκευση για να μπορέσει να οδηγήσει -αν όλα πάνε καλά- στην αναγκαία διαδοχή αποδόμησης και αποδοχής. Αποδόμησης του κεκτημένου πατρικού λεξιλογίου και αποδοχής της πατρικής κληρονομιάς για την πίστη στην στοιχείωση του προσωπικού λόγου.
Το μάθημα της αγάπης
Η κίνηση του κληρονομείν -η ανάκτηση της κληρονομιάς- μπορεί να αποτύχει. Ο λόγος μπορεί να απομείνει ανεπίδοτος. Ο κόσμος δεν ήταν ποτέ ιδανικός και για κανέναν. Η σκέψη του Ρεκαλκάτι αναγνωρίζει τις εξουσίες, και γι’ αυτό η επιτελεστικότητά της καθίσταται τόσο δραστική και συνάμα τόσο ανθρώπινη: «Η βία, η κατάχρηση εξουσίας, η έλλειψη τάξης χαρακτήριζαν ανέκαθεν τις ανθρώπινες σχέσεις, και τις οικογενειακές. […] Ξέρουμε ότι η γονεϊκότητα δεν πρέπει να ταυτίζεται με το πεπρωμένο του ζεύγους, που είναι μερικές φορές τρικυμιώδες» [σελ. 73]. Ο καθοριστικός παράγοντας εδώ είναι το αίτημα για παρουσία. Και για μια αγάπη, όσο κι αν φαίνεται παράξενο, μη-ενσυναισθητική. Αγάπη που δεν απαιτεί κατανόηση αλλά αξιώνει να συνδεθεί με το μυστικό του παιδιού ως υπόσχεση.
Και η υπόσχεση της πατρότητας είναι η ανεπιφύλακτη και ανιδιοτελής εμπιστοσύνη στην επιθυμία του παιδιού, στην πίστη του ίδιου του παιδιού στην επιθυμία του. Το μάθημα για τον πατέρα είναι να δώσει αμέριστα και με ελπίδα αυτή την εμπιστοσύνη γνωρίζοντας ότι πιθανώς δεν θα του επιστραφεί ποτέ ενόσω ζει: «Η μαρτυρία αναγνωρίζεται μόνο αναδρομικά. […] Η δύναμή της είναι ότι συμβαίνει εκεί όπου δεν την περιμένεις. Θα μπορέσω να πω ότι υπήρξε για μένα μαρτυρία, μόνο όταν βρεθώ πέρα από το χρόνο κατά τον οποίο τη βίωσα» [σελ. 173]
Έχει δίκιο ο Ρεκαλκάτι. Η πατρότητα ενέχει στο βάθος της μια χαρούμενη λύπη. Η λογοτεχνία το γνώριζε αυτό ήδη από την αρχή: ォΕίχε δίκιο ο Τηλέμαχος: κάτι επιστρέφει πάντοτε από τη θάλασσα» [σελ. 176].
[1] Μάσιμο Ρεκαλκάτι, «Το σύνδρομο του Τηλέμαχου – Γονείς και παιδιά μετά τη δύση του πατέρα», Κέλευθος, 2016.
[2] Όπως αντιστοίχως και η μητρότητα, βλ. Μάσιμο Ρεκαλκάτι, «Τα χέρια της μητέρας – Επιθυμία, φαντασιώσεις και κληρονομιά της μητέρας», Κέλευθος, 2017.
[3] Αντλώ αυτή την σκέψη από το βιβλίο του Μ. Ρεκαλκάτι «Το μυστικό του παιδιού – Από τον Οιδίποδα στον “Υιο που ευρέθη”», Μετ. Χ. Πονηρός, Κέλευθος, 2019.
[4] ό.π.
[5] ό.π.
Μάσιμο Ρεκαλκάτι, Το σύμπλεγμα του Τηλέμαχου, μτφρ. Άννα Πλεύρη και Γιοβάννα Βεσσαλά, Κέλευθος
Βρες το εδώ