Ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με – για τον Μεγάλο Δρόμο του Χριστόφορου Λιοντάκη (του Νίκου Ερηνάκη)

0
503

 

του Νίκου Ερηνάκη (*)

Για τον Χριστόφορο που έφυγε μια τέτοια μέρα, 26 Ιουλίου 2019.

Αν θυμάμαι καλά, κάποτε η ζωή μου ήταν ένα ξεφάντωμα όπου άνθιζαν όλα τα αισθήματα κι έρεε κάθε λογής οίνος.

Μια βραδιά κάθισα στα γόνατά μου την Ομορφιά – Και τη βρήκα αφόρητη. – Και τη λοιδόρησα.

Ξεσηκώθηκα ενάντια στην εξουσία.

                                                             

                                          Αρθούρος Ρεμπώ, Μια Εποχή στην Κόλαση, μτφ. Χρ. Λιοντάκης

 

 

Μόνο όσοι μπορούν να δουν το βαθιά ειδικό, το ιδιαιτέρως συγκεκριμένο, μπορούν να

προσεγγίσουν και το Όλον. Η συναρπαστική αρμονία του να μην έχεις ποτέ εγκλωβιστεί σε

έναν εαυτό-καθοδηγητή, να είσαι αενάως ένας φορέας αθωότητας, να μετουσιώνεις το

φαινομενικά ασήμαντο σε κάτι που καίει αυθεντικότητα και ομορφιά, να παραμένεις

παιδί.

Αυτό είναι ο Χριστόφορος, αυτή είναι η ποίησή του και αυτός είναι ο Μεγάλος Δρόμος.

Ένας Τειρεσίας που μας επισκέπτεται με γενναιοδωρία, μια απεύθυνση πάνω από την

άβυσσο αλλά και βαθιά μέσα στην καθημερινότητα της ζωής, μια συνομιλία πέρα από το

χαμό, πέρα από την απώλεια.

Γιατί όταν κάποιος πατέρας βήχει, ο θρήνος έχει ήδη ξεκινήσει.

Λένε πως η πατρίδα όλων μας είναι τα παιδικά μας χρόνια. Δεν είμαι σίγουρος αν ισχύει.

Εξαρτάται αν πατρίδα είναι εκεί από όπου έρχεσαι ή εκεί όπου θέλεις να φτάσεις.

Όπως και να ‘χει, ο Χριστόφορος έχει πατρίδα, είχε πάντα· κι αυτό σημαίνει πολλά.

Μέσα στο αθόρυβο, εκεί που όλα χάνονται, μα ανακαλύπτονται άλλα, ο κόσμος καταστρέφεται μέχρι που επιστρέφει αργά ή ξαναγυρίζει ο άνθρωπος σ’ έναν Άλλον απ’ αυτόν. Στο Μεγάλο Δρόμο, η αντίληψη της φυσικής ζωής δεν συγχέεται απλώς με την ήρεμη ενατένιση ενός τοπίου, αλλά αποτελεί κορμό και πηγή της ποιητικής θέασης της ύπαρξης· είναι αυτή που δίνει το χορευτικό ρυθμό στις λέξεις.

Γιατί, ο Μεγάλος Δρόμος, μεταξύ άλλων, αποτελεί και μια μοναδική συναισθηματική τοπογραφία της Κρήτης. Κρητική λεξιπλασία, εκεί που η ονοματοδοσία κινείται σε κύκλικη τροχιά με κοινή αρχή και τέλος—τι πανδαισία ηχητικών εικόνων σώζει ο Χριστόφορος μέσα από τις ονομασίες μαγικά όμορφων ανθών και φυτών.

Ως γνωστόν, οι απαισιόδοξοι γράφουν αρκετά καλύτερα από τους αισιόδοξους. Στην ποιητική θέαση του Χριστόφορου όλα βρίσκονται σε ανθηρή διάλυση. Πώς αντιστέκονται όμως τα ανεξίτηλα;

Έχει εν τέλει πάντα ο χρόνος τον τελικό λόγο, όπως αναφέρεται στο υστερόγραφο (το οποίο με θαυμάσιο τέχνασμα χρονικής αντιστροφής λειτουργεί ως πρόλογος); Δεν γνωρίζω. Παρατηρώ τον Χριστόφορο να παλεύει επί ίσοις όροις με τον πρωτομάστορα της φθοράς. Κάτι μου λέει πως στο τέλος θα τον νικήσει.

Η γραφή του ακόμα κι αν μοιάζει νοσταλγική, δεν είναι. Ο Μεγάλος δρόμος δεν είναι απάντηση στα παιδικά χρόνια του Χριστόφορου, είναι μια εκ νέου ερώτηση.

Ο Χριστόφορος ερωτοτροπεί με το μεγαλείο της ταπεινότητας. Πάνω και πριν από όλα η γενναιοδωρία—στη γραφή του, στη ζωή του.

Πώς είναι να σε δέρνει ο ήλιος; Πώς είναι να αντικρύζεις τη θάλασσα για πρώτη φορά 10 χρονών; Για να αναφερθώ στη ρήση του Ντ. Χ. Λώρενς, ένας ποιητής του Τώρα, αναζητεί τη σάρκα της κάθε στιγμής, της κάθε αλλαγής και αντίθεσης—το άμεσο παρόν δηλαδή που βιώθηκε την ακριβή στιγμή που περιγράφουν οι λέξεις του.

Χρειάζεται προσοχή για το πού βρίσκουμε καταφύγιο. Θαυμάσιες βιωματικές γωνίες μέσα σε ανεπιθύμητες συναισθηματικές αποικίες. Ο θόρυβος που επιλέγουμε γιατί στη σιωπή ακούμε τους εαυτούς μας. Οι τρόποι που επιλέγουμε όταν ανταλλάζουμε βάθη.

Στη γραφή του Μεγάλου Δρόμου, ή μάλλον στην ποίηση του Μεγάλου Δρόμου γιατί όλα είναι ποίηση στη γραφή του Χριστόφορου, πρέπει να μπαίνεις με βήματα αρχέγονα και νεωτερικά, με βήματα κατανυκτικά αλλά και βακχικά. Πρέπει όμως πάντα να περπατάς απαλά, καθώς πατάς πάνω στα όνειρά του, εδώ μνημονεύω Γέιτς και δεν το κάνω καθόλου τυχαία.

Ο Χριστόφορος δεν θα μπορούσε παρά να γοητεύεται από το ανεκπλήρωτο, από αυτό που ακόμα εκκρεμεί, να αφήνεται σ’ αυτό, μέχρι να τον καταπιεί, μέχρι να αποδομήσει μέσα του κάθε πιθανή ευτυχία που θα μπορούσε κάποιος να ανακαλύψει στην καθημερινότητα. Δεν μπορεί να ανεχτεί την καθημερινή ζωή, τον κοινό τόπο των πολλών, άλλωστε αυτός παραμένει, δυστυχώς, αντίθετος από τον ποιητικό. Και ας μην παρεξηγηθούν αυτές οι λέξεις ως μία επαναφορά ή αναγέννηση κάποιου ρομαντικού ιδεώδους μιας φαντασίωσης του ιδανικού ποιητή ως καταραμένου.  Η ποίηση μπορεί να γεννηθεί μέσα από την εμπειρία του κοινότοπου, αλλά δεν μπορεί να υπάρξει η ίδια ως κοινότοπη. Υπό αυτήν την έννοια, φαινομενικά εξωτερικά ζει μια κοινότοπη καθημερινή ζωή αλλά ουσιαστικά εσωτερικά ζει μια πρωτόγνωρη ζωή. Η μεγάλη περιπέτεια κρύβεται μέσα του, στο φαντασιακό χώρο που οικοδομεί και εκφράζει. Ο ποιητής ακόμα κι αν ζει καθημερινά με τους άλλους, δεν ζει ποτέ σαν τους άλλους. Οι εμπειρίες είναι για όλους κοινές, η ποιητική θέαση και νοηματοδότησή τους όμως πάντα διαφέρει.

Υπάρχουν εξουσίες και εξουσίες. Η εξουσία είναι παντού. Υπάρχει εξωτερική, περιοριστική, αποπνικτική εξουσία και υπάρχει και εσωτερική, δημιουργική, απελευθερωτική εξουσία. Δεν είναι εύκολο πράγμα να αντισταθείς σε καμία από τις μορφές της. Η εξουσία της απώλειας όμως είναι η πιο βάναυση.

Όσο διαρκεί η ροή, περιμένουμε ακόμα εκείνη που δεν έρχεται ποτέ και από πουθενά. Το κορίτσι, την κοπέλα, τη μητέρα, τη γιαγιά. Οι ελπίδες πάντα εξωτερικές και οι απογοητεύσεις πάντα εσωτερικές.

Η μόνη διέξοδος από τη θλίψη, τα μυστήρια της φύσης. Ελευθερία, φόβος και έκσταση μαζί. Ο Μεγάλος Δρόμος του Χριστόφορου είναι το σημείο στο οποίο η Ορθοδοξία συναντάει εκ νέου τον παγανισμό—τα βουκολικά τοπία προετοιμάζουν για μια ζωή στην αστική περιπλάνηση, μια περιπλάνηση μέσα σε μια νέου είδους θλίψη που ακόμα αναζητούμε πώς να νοηματοδοτήσουμε. Μέσα σε αυτές τις εικόνες κρύβεται ο Ρεμπώ, μέσα σε αυτές και ο Ζενέ. Η κατάνυξη των μοιρολογιών όμως διαρκεί ακόμα, επιμένει—και αυτό κάτι πρέπει να σημαίνει. Ἐν θλίψει ἐπλάτυνάς με.

Ο Χριστόφορος κωδικοποιεί αυτό το κρυπτικό στοιχείο, μέσα από τις λέξεις του, και κυρίως μέσα από τον ρυθμό των λέξεων του, φωτίζει προς μια νεοϊδρυθείσα ουτοπία, ή καλύτερα ευτοπία. Μέσα εκεί λοιπόν, στον υπέροχο κίνδυνο, ανακαλύπτουμε τη σωτηρία˙ το πάντρεμα, και όχι απλώς την αφομοίωση, της μοναδικότητας με την ολότητα. Ο Χριστόφορος το γνωρίζει και μας το αποκαλύπτει—μας το διδάσκει εκ νέου.

Ο Μεγάλος Δρόμος είναι ο τόπος του μύθου, το παίγνιο του παραμυθιού.

Ξεχνώντας να βγει από το λαβύρινθο της εφηβείας, ο κίτρινος καταιγισμός αρκεί για να σαγηνεύσει. Η απομάγευση δεν έλαβε χώρα ποτέ.

Ένα παιδί που δαμάζει το σκοτάδι. Ένα παιδί που ντρέπεται να πει τα κάλαντα.

Όταν το παιδί, παιδί ήταν. Και όταν το μυστικό, μυστικό ήταν.

Όλα μαντεύονται, όπως μαντεύονταν οι λέξεις που ποτέ δεν αρθρώνονταν στις διαδρομές με τη γιαγιά. Αποκρυπτογράφηση κρυφών παραληρημάτων ανάμεσά τους. Καθαρή ποίηση.

Είναι αυτή η περπατησιά του από την οποία αναγνωρίζει τα πάντα η γιαγιά—η οικειότητα της αυθεντικότητας. Μάλλον, για τον Χριστόφορο, ήταν τελικά εκείνη που μύριζε σαν δέντρα, όπως για τον Φώκνερ η Κάντυ.

Το μαγικό ελάχιστο που πυρπολούσε τη φαντασία του, το γερασμένο άνθος και το ανθισμένο γήρας, το γήρας που καταπίνει το άνθος και το άνθος που εν τέλει νικάει το γήρας.

Εν τέλει, ίσως μια ανάγκη φανέρωσης του εαυτού και απόκρυψης των άλλων, εκτός αν ο εαυτός είναι ο Άλλος [για να μας συντροφεύσει στη σκέψη μας και πάλι ο Αρθούρος].

Η ελευθερία υπήρξε πάντοτε μια μεγάλη παγίδα—οι υπαρξιστές, από τον Κίρκεγκωρ και τον Ντοστογιέφσκι μέχρι τον Χάιντεγκερ και τον Σαρτρ μάς έχουν διδάξει πολλά περί αυτού—η αγωνία της επιλογής, η αγωνία της γνώσης, η αγωνία του συναισθήματος, μα πάνω από όλα, η αγωνία της εμπειρίας: το πραγματικό συστατικό της ποίησης.

Διαβάζοντας όλα όσα υπονοούνται ανάμεσα από τις γραμμές του Μεγάλου Δρόμου, αναρωτιέται κανείς: μετά από την ασφυξία των απαγορεύσεων,  οδηγούμαστε στην ηδονή της κατάλυσής τους ή μήπως μέσα από την ηδονή των απαγορεύσεων, επικρατεί μια ασφυξία μετά την κατάλυσή τους;

Το μακρύ ταξίδι προς τη λήθη και το ακόμα μακρύτερο προς το αντίθετό της την α-λήθεια, σε επιστρέφει πάντα στην τρωτότητα της ανθρώπινης κατάστασης. Το να κατοικείς ποιητικά αυτό τον κόσμο, σημαίνει να είσαι ανοιχτός σε κάθε ενδεχόμενο απώλειας και κατάρρευσης.

Και για να γίνω πιο προσωπικός, αν μου επιτρέπετε, υπάρχει μια θλίψη, ανεξήγητη και ατιθάσευτη, που με τον Χριστόφορο μάς έφερε κοντά και θα μας ενώνει. Είναι ένα ιδιαίτερο είδος θλίψης, είναι μία θλίψη που όταν μαθαίνεις να την κάνεις γενναιόδωρη γιορτή [και Χριστόφορε, σου είμαι ευγνώμων γι’ αυτό το μάθημα], οι νύχτες σου καίνε φωτιά και κάνεις παρέα με τους Θεούς. Είναι δρόμος μέθης και μέθεξης.

Τα αειθαλή ευδοκιμούν πιο δύσκολα από όλα, αλλά όταν τα καταφέρνουν μένουν ζωντανά για πάντα—υπάρχει τίμημα υψηλό στην πορεία, ο Χριστόφορος το πλήρωσε ακριβά, αλλά οι λέξεις του το στοίχημα το έχουν ήδη κερδίσει.

 

(*) Κείμενο από την παρουσίαση του Μεγάλου Δρόμου στις 11/12/2017.

Προηγούμενο άρθρο40 γράμματα πένθους (της Βαρβάρας Ρούσσου)
Επόμενο άρθροΜικροί καθημερινοί θάνατοι στο Μανχάταν,12-15 (του Χρήστου Τσιάμη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ