της Βαρβάρας Ρούσσου
Μπόρχες Καβάφης Προυστ
Όσκαρ και όχι μόνο
είναι το μότο στην τελευταία, έκτη, ποιητική συλλογή της Αριστέας Παπαλεξάνδρου, ποιήτρια ώριμη που μετρά μια εικοσαετία εκδοτικής παρουσίας. Το παραπάνω ρυθμικά ζυγισμένο δίστιχο δεν καταθέτει μόνον επιρροές αλλά αποτελεί δείκτη ανάγνωσης αφήνοντας ωστόσο ανοιχτή την ενδεχομενικότητα: να συναντήσουμε -ή και όχι- όλους -ή κάποιους- από τους αναφερόμενους -ή και άλλους- καθώς η Παπαλεξάνδρου έχει αποδείξει τη δυνατότητά της να σπουδάζει παίζουσα (και αντίστροφα) με το διακείμενο. Εδώ μας υποβάλλονται: το μπορχεσιανό φαντασιακό, που λειτουργεί συγκροτητικά, ως χώρος μετάπλασης του πραγματικού, δημιουργώντας το ποιητικό σκηνικό μιας διανυκτερεύουσας-νυχτερινής βιβλιοθήκης -φορτισμένης με όλες τις συνεκδοχές της νύχτας- στα αρχικά ποιήματα της συλλογής (ενότητα «Αίθουσα αναμονής»: «Ωράριο λειτουργίας [Μιλά το προσωπικό] Ξημερώνει/σκοτεινή αναποφάσιστη ώρα/Διανυκτερεύεις») και στο [Μιλά το κοινό], πρώτο ποίημα της ενότητας «Νέα από την κανονικότητα»: «Είναι των άλλων μας ψυχών/ τα δανεικά σας λόγια/ (Και δηλαδή τι νόμιζες/ότι δεν θα πεθάνεις ; )˙ η καβαφική απόσταση από τα πράγματα ως ειρωνική οπτική εμποτισμένη με τον ελεγειακά ήρεμο στοχαστικό τόνο που διατρέχει, κυρίως και ορατά, την ενότητα «Σχεδόν ξεχασμένες Μαρίες»˙ η προυστική διεισδυτικότητα στην αναζήτηση ανασύνθεσης (και επανάκτησης) «χαμένου» παρελθόντος χρόνου, στιγματισμένου από απώλειες˙ και τέλος, η σπινθηροβόλα παιγνιώδης επιγραμματικότητα και δηκτική ειρωνεία του στοχαστικού Ουάιλντ.
Από το δίστιχο που ανοίγει τη συλλογή στο καταληκτήριο μονόστιχο «Πήρες πολύ στα σοβαρά την πλάκα της ζωής», που την κλείνει κορυφώνοντάς την, δυναμιτίζοντας ακόμη και το πένθος, προτείνεται μια ανατρεπτική θέαση των πραγμάτων, με περιπαιχτικό ύφος και ταυτόχρονα γενναίο, ακόμη και έναντι του θανάτου. Δημιουργείται δηλαδή ένας κύκλος με προεξάρχοντα στοιχεία το έντονο διακείμενο και την σατιρική επισκόπηση και μάλιστα σε ένα φάσμα από την προφανή σάτιρα, την υπογειωμένη ειρωνεία έως τον αδυσώπητο (αυτό)σαρκασμό. Στο παρελθόν, η κριτική έχει πλειστάκις τονίσει την ειρωνική και σατιρική πλευρά της Παπαλεξάνδρου και έχει ανατρέξει στις απώτερες ρίζες της, οπότε κρίνω σκόπιμο να μην επεκταθώ.
Η συλλογή δεν ακολουθεί τη γενικότερη τάση, που παρατηρώ αυξημένη τελευταία, προς την ευρύτερη ενιαία σύνθεση εναρμονισμένη σε έναν τόνο. Στη Νυχτερινή Βιβλιοθήκη η σύνδεση των ποιημάτων αποκαλύπτεται με την προσεκτική ανάγνωση. Η διαίρεση σε τέσσερις θεματικές ενότητες που συνομιλούν μεταξύ τους υποστηρίζεται από τέσσερα μονόστιχα -πέντε με το καταληκτήριο-, λειτουργικά ιντερμέδια, με ευθύβολη επιγραμματικότητα και πυκνό λόγο -συνεπώς με εξέχοντα ρόλο-, τοποθετημένα εντός των ενοτήτων, και όχι μετά τον τίτλο τους, ενεργά και αναπόσπαστα ποιήματα της ενότητας, ταυτόχρονα και αναγνωστικές σημάνσεις. Από τα δυο μονόστιχα της δεύτερης ενότητας («Νέα από την κανονικότητα») το πρώτο «Τώρα σιωπώ κι ενίσταμαι/ με τη φωνή των άλλων» εισάγει το διάλογο με άλλες φωνές και το δεύτερο «Χιονίζει στον παράδεισο των παραθεριστών» αποδομεί την κανονικότητα του τίτλου ενότητας. Το τρίτο «Είδε γυμνή την Αθηνά/ και είδε τον κόσμο όλο» κλείνει την τρίτη ενότητα και το τέταρτο «Ώσπου εξακριβώθηκε/πως τα κορίτσια /δεν ήτανε κορίτσια» εισάγει μια άλλη που θα σχολιάσουμε παρακάτω.
Το κοινό επίκεντρο στα περισσότερα ποιήματα της συλλογής, αποτελεί η άνιση διαπάλη ζωής και θανάτου, με την αναπόδραστη βεβαιότητα του θανάτου ως μόνη ανατροπή ικανή να ακυρώσει το χώρο και το χρόνο. Θεωρώ καλύτερο παράδειγμα το ποίημα «Εκ του σύνεγγυς». Το μότο από το συγγραφέα και καρικατουρίστα , στον οποίον θα επανέλθω, επεκτείνεται από το ποίημα: «Οι χάρτες διαβάζονται αλλιώς στο Νότιο Ημισφαίριο// Γίνεται ο Νότος τους Βορράς μου/ Η Δύση μου Ανατολή/ Μα το μακρυά δεν άλλαξε/ ποτέ/ Και ούτε θ’ αλλάξει/[…]Οι χάρτες διαβάζονται αλλιώς στο Νότιο Ημισφαίριο// Κι αλλιώς ρυθμίζονται τα ραντεβού/ τα πάνω κάτω της αγάπης/ Ώσπου ο θάνατος εγκαίρως/και τα μακριά/ και τα κοντά της απουσίας/όλα/ τα ακυρώνει». Ιδού η απολυτότητα του βέβαιου, το ου τόπος, ου χρόνος του θανάτου που διαλύει ανθρώπινες τοποθετήσεις -χάρτης ραντεβού- και οριοθετήσεις (Βόρειο-Νότιο, μακριά-κοντά, αγάπη-συνάντηση) παράγοντας ένα ενοποιητικό «σύνεγγυς» απ’ όπου προυστικά και καβαφικά ομιλεί η ποιητική φωνή. Όμοια την καταλυτική εξουσία του θανάτου μέσω μιας ισχυρής μεταφοράς αποκαλύπτει το μονόστιχο: «Χιονίζει στον παράδεισο των παραθεριστών» που με την ανατρεπτικότητά του διαρρηγνύει τη στερεοτυπική εικόνα περί παραθερισμού εντάσσοντάς τον στον παραλογισμό του θανάτου: ο παραθεριστικός παράδεισος, στο κοινό φαντασιακό θερινός, θαλασσινός, ηλιόλουστος, μεταστρέφεται απροσδόκητα, αθόρυβα, όπως το χιόνι, καλύπτοντας χρόνο, τόπο, μνήμη δημιουργώντας απορία για το παράδοξο του θανάτου.
Δευτερεύοντα συνεκτικό ιστό της συλλογής αποτελεί η τάση αμφισβήτησης που υποχωρεί (κι όχι απόλυτα) ενώπιον του θανάτου. Πρώτη εκδήλωση της αμφισβήτησης αποτελεί η τοποθέτηση έναντι ετεροεπιβαλλόμενων συμβάσεων (δημιουργική γραφή, βραβεία, παρουσιάσεις) της ποιητικής δημιουργίας στο σύγχρονο κοινωνικό και πολιτισμικό πεδίο. Εδώ εντάσσεται ολόκληρη η ενότητα «Το φιρικόντιο [Μαθήματα δημιουργικής αφωνίας]» τίτλος στον οποίον η πλαστότητα της λέξης και ο έκδηλος σαρκασμός θέτουν υπό ηχηρή αμφισβήτηση φαινόμενα σύγχρονης πολιτισμικής ιστορίας επιδραστικά εντούτοις στη σύνολη λογοτεχνία και στους πέριξ αυτής. Πέρα όμως από τα σατιρικά βέλη, τίθεται το ερώτημα για το ποιοι ορίζουν, συντάσσουν και ανασυντάσσουν κανονιστικά πλαίσια που εγγυώνται (σημαντική) λογοτεχνική παραγωγή, ενώ παλιότερα, σημειωτέον χωρίς αυτά, η λογοτεχνία απέκτησε τα θεμελιώδη έργα της. Η ειρωνική οπτική ανοίγει ένα πολυπαραγοντικό ζήτημα που δεν επιδέχεται μονοσήμαντη απάντηση, και για να επιστρέψουμε στη συλλογή ιδού η ποιητική συμπύκνωση του θέματος από την Παπαλεξάνδρου : «Αν ήταν να το γράψεις/ θα το ‘γραφες και μόνος σου».
Η δεύτερη αποτύπωση αμφισβήτησης κινείται γύρω από την έννοια του φύλου. Δεν πρόκειται απλώς για ποιήματα διαμαρτυρίας ενάντια στην εθνοκανονιστική πατριαρχία που παραγκώνισε τη Μαντώ, όπως μπορεί να διαβαστεί το ποίημα «Γι’ αυτήν τη δική μας τη Μαντώ [Επιστολή ανεπίδοτη μισή στον ενικό]». Ο διάλογος του ποιήματος με τα ιστορικά παραθέματα προβάλλει έκτυπα τον παραγκωνισμό και τη φίμωση της Μαντώς Μαυρογένους στη βάση της έμφυλης θεώρησης. Το ποίημα δεν αποτελεί την ατομική ενοχική συγγνώμη έναντι της συλλογικής αχαριστίας («Απ’ όσα σπαταλήσατε ούτε μια/κάλπικη τρύπια δραχμή/ελάχιστο αντίδωρο/δεν αξιώθηκα να σας γυρίσω πίσω/Στη λίστα των αχάριστων προσθέσατε κι εμένα/). Πρόκειται για την απεύθυνση προς μια γυναίκα σύμβολο όλων εκείνων που ο δημόσιος λόγος δεν υπήρξε φυσικό δικαίωμα αλλά αποτέλεσμα αγώνων, μια μακρά σειρά γυναικών που τους αφαιρέθηκε η φωνή, με μόνη αιτία το φύλο, που η γραφή τους έμεινε αόρατη [1] : «Το ποίημα αυτό σας το χρωστώ/ από πολύ πριν γεννηθώ/ Το γράφαν και δεν γράφοντας/ τόσες και τόσες σιωπηλές/ ανώνυμες προμήτορες της πρώτης/ ενοχής μου/ Αυτές σας ομιλούν κι εγώ/».
Η εθνοκανονιστική πατριαρχία συρρίκνωσε την πρόσληψή της Μαντώς από τις επόμενες γενιές επενδύοντάς την μόνον με τον ηρωισμό χάριν της πατρίδας αποκρύπτοντας όμως την αφαίρεση του δικαιώματος λόγου. Την απέκδυσε δηλαδή από το ίδιο το φύλο της, εντάσσοντάς την στις «αδύναμες» φωνές, ουσιαστικά στη σιωπή. Παραφράζοντας τον Φουκώ «Οι Λόγοι όπως κι οι σιωπές, δεν υποτάσσονται στην εξουσία…» η Παπαλεξάνδρου αναλαμβάνει να ανασύρει τη Μαντώ ως γυναίκα πρωτίστως που έπασχε από τους περιορισμούς του φύλου της για να αναδείξει την επιβεβλημένη σιωπηλή οδύνη του φύλου: «Αυτά πώς μου διέφυγαν;/ Που σε ξεγράψαν διαμιάς/μάνα, μνηστήρες κι αδελφή/που αθέτησε το λόγο του/ ο μέγας Υψηλάντης/».
Μέσω του ποιήματος αυτού η Παπαλεξάνδρου καταθέτει μια βαθύτερη αμφισβήτηση στις ίδιες τις καταστατικές αρχές της πατριαρχίας για να προχωρήσει παρακάτω με το μονόστιχο «Ώσπου εξακριβώθηκε/πως τα κορίτσια /δεν ήτανε κορίτσια» και στην αμφισβήτηση του φύλου ως απόλυτη σταθερά. Μεταμφιέσεις, ρόλοι που φαινομενικά μεταβάλλουν το φύλο, θεατρικά προσωπεία που κρύβουν. Η Παπαλεξάνδρου με το ποίημά της «Στο νούμερό της [Μιλά η αμπιγιέζ]» αμφισβητεί αποδομώντας το ειρωνικά («Σιγά το σπάνιο νούμερο/που εσύ και η Σταχτοπούτα») το πρότυπο της Σταχτοπούτας, συχνά ταυτισμένο από τον πατριαρχικό λόγο με τη γυναίκα. Καταθέτει λοιπόν έναν απορηματικό υπαινιγμό για τις έμφυλες αλλά και όλες τις ταυτότητες, ρευστές και μεταβαλλόμενες που ξεγελούν όσους τις εκλαμβάνουν ως βεβαιότητα: τίποτα από όσα γνωρίζαμε ως βέβαια για ρόλους δεν ευσταθεί πλέον ενώ το σώμα γίνεται το προνομιακό πεδίο όπου διασταυρώνονται λόγοι, ρόλοι, εξουσία και γνώση («Το σώμα έργο [Θεατρικό]».
Εξίσου αμφισβητεί τη φροϋδική θεωρία με το ποίημα «Σε ποιον ψυχαναλύθηκε ο Φρόυντ» στο μέτρο της απόφανσης περί φθόνου του πέους που εύστοχα η ποιήτρια μετατρέπει σε υπόθεση «Εάν ευθύνεται το πέος του/ πατρός μου που φθονώ/», στην ερμηνεία περί μητρικής/γυναικείας ευθύνης: «Εάν ευθύνεται η μάνα μου/ με την απρόθυμη θηλή/ απ’ τα δεκάξι μου καπνίζω». Η αντιστροφή των επιστημονικών συμπερασμάτων που αποτύπωσαν τη γυναίκα ως ελλιπή άντρα στο πρόσωπο του Φρόυντ: «Και ο γιατρός της Μπέργκασε/κι αυτός/ είχε ως γνωστόν μανία με τα πούρα.» αποτελεί μια ακόμη ισχυρή αμφισβήτηση.
Αξίζει εδώ να ανατρέξουμε στο βιβλίο του Beerbohm,[2] που προαναφέρθηκε, συσχετίζοντας τις καρικατούρες του με το σκίτσο του Ολλανδού ζωγράφου Πάτ Αντρέα[3] που απεικονίζει την ποιήτρια και που, αντί βιογραφικού, κοσμεί το αυτί του βιβλίου. Ανασυνθέτουμε, συνυπολογίζοντας και τον Όσκαρ, ένα νήμα προσέγγισης ορισμένων ποιημάτων της συλλογής με έκτυπη την αυτό- και ετερό- ειρωνεία. Τέτοια ποιήματα τα: «Υπεράνω ποιητών» και το συνεχόμενο [Ή περί απληστίας πόνημα] φυσικά το καταληκτικό μονόστιχο. Με τις αναφορές στα σκίτσα ανοίγεται επίσης ένας πρωτότυπος διάλογος μεταξύ αυτού του είδους εικόνων με τα ποιήματα. Οι γυναίκες των πινάκων του Πατ Αντρέα μπορούν να διαλέγονται με τα γυναικεία πρόσωπα της συλλογής.
Μορφολογικά, η Παπαλεξάνδρου δεν απαλείφει αλλά μειώνει τη ρυθμικότητα των ποιημάτων της που παρουσίαζαν υψηλού βαθμού εμμετρότητα και επάλληλους στίχους- έμμετρους θύλακες. Χωρίς να προχωρεί σε μορφικούς νεωτερισμούς εδώ στηρίζεται στο ρυθμό που παράγει ο λεκτικός συνδυασμός και οι μέσου μήκους στίχοι -δηλαδή όχι πολυσύλλαβοι-. Εμπιστεύεται τη, σχεδόν απρόθετη, ρυθμική ροή του λόγου. Χωρίς να ακυρώνει την πάγια μορφική μεθοδολογία της εξασφαλίζει την αναγνωστική ροή και εμπρόθετα συνειδητά απέχοντας από πεζόμορφα ποιήματα.
Η Νυχτερινή βιβλιοθήκη επιβεβαιώνει τον ιδιοπρόσωπο χαρακτήρα της ποιητικής της Παπαλεξάνδρου που ορίστηκε ξεκάθαρα και στην προηγούμενη συλλογή της (Μας προσπερνά (2015) -Βραβείο Ιδρύματος Πέτρου Χάρη από την Ακαδημία Αθηνών). Η ομολογία πίστης σε ένα κρυπτικό μοντερνισμό που επιθυμεί να συνεχίσει την παράδοση εμπλουτίζεται εδώ θεματικά αλλά και μορφολογικά παράγοντας μια όλως προσωπική ποίηση που δεν της λείπουν θεματικές ανανεώσεις και πειραματισμοί ενώ βλέπει με λοξό βλέμμα και προς τους μελλοντικές ειδολογικές συμμείξεις.
Αριστέα Παπαλεξάνδρου, Νυχτερινή βιβλιοθήκη, Κέδρος 2020
Βρες το εδώ
[1] Πρβλ και τον εύστοχο τίτλο του βιβλίου της Σοφίας Ντενίση Ανιχνεύοντας την «αόρατη» γραφή. Γυναίκες και γραφή στα χρόνια του ελληνικού διαφωτισμού-ρομαντισμού Αθήνα, Νεφέλη 2014
[2] Παραθέτω πρόχειρα τα: Caricatures of Twenty–five Gentlemen (1896), Fifty Caricatures (1913), The Poets‘ Corner (1943) και σημειώνω ότι το πρώτο βιβλίο του με καρικατούρες, του 1896, κυκλοφόρησε σχεδόν ταυτόχρονα με τη συλλογή δοκιμίων του δημιουργώντας μια παραλληλία οπτικής, τη χιουμοριστική μέσω των εικόνων και τη σοβαρή μέσω του λόγου, παραλληλία που με διαφορετικό τρόπο απαντά στη συλλογή της Παπαλεξάνδρου.
τελειο αρθρο