της Ελένης Σβορώνου
Μπιέρντσταντ στα σουηδικά σημαίνει η πόλη της αρκούδας. Aπό τις λέξεις bjorn, αρκούδα, και stad, πόλη. Είναι φανταστική αλλά αμέσως καταλαμβάνει εξέχουσα θέση στον εσωτερικό χάρτη του αναγνώστη με μια θέρμη αντιστρόφως ανάλογη προς το δριμύ ψύχος που παγώνει τη λίμνη της.
Χιόνι, πάγος, σκοτεινό δάσος, σιωπή του χιονιού, λιγοστές κουβέντες και χόκεϊ στον πάγο, το άθλημα στο οποίο ολόκληρο το Μπιέρνσταντ έχει εναποθέσει τις ελπίδες του για να βγει από την αφάνεια και την παρακμή.
Το εργοστάσιο απολύει κόσμο, οι μαθητές στα σχολεία λιγοστεύουν, κανείς δεν θέλει να μείνει στο Μπιέρνσταντ. Απλώς ξεμένει. Η ταμπέλα που καλωσορίζει τους επισκέπτες στην πόλη είναι σημάδι πως ο επισκέπτης χάθηκε, ξεστράτισε από τον αρχικό του προορισμό. Ποιος πάει στο Μπιέρνσταντ;
Το χόκεϊ στον πάγο είναι ο συνεκτικός ιστός των κατοίκων που διατηρούν την περηφάνια τους χάρη σε ένα άθλημα στο οποίο κάποτε διέπρεπαν. Μετά από μια περίοδο κάμψης, τώρα πάλι, χάρη στους εξαίρετους προπονητές της, η εφηβική ομάδα του χόκεϊ ανακτά το χαμένο έδαφος. Οι σπόνσορες, οι γονείς, οι έφηβοι, τα παιδιά, οι δάσκαλοι, οι πάντες ποντάρουν στην ομάδα. Αν νικήσει στον αυριανό ημιτελικό, κι ύστερα στον τελικό, υπάρχουν σοβαρές πιθανότητες το Μπιέρνσταντ να κερδίσει την Ακαδημία χόκεϊ που πρόκειται να ιδρυθεί στην περιοχή. Η Ακαδημία θα φέρει κόσμο, νέους, ανάπτυξη…Αλλά πάνω απ’ όλα η πόλη θα ανακτήσει την τιμή της, την ταυτότητά της.
Η πολεοδομική οργάνωση του Μπιέρνσταντ απλή, έως και αρχετυπική. Το Ύψωμα είναι η συνοικία των πλουσίων και η Γούβα η γειτονιά των φτωχών. Τα ονόματά τους πολύ προφανή όχι από αδυναμία του συγγραφέα αλλά επειδή η φαντασία δεν περισσεύει σε αυτόν τον τόπο! Το παμπ λέγεται Γούνα, από κάποια παλιότερη χρήση του χώρου σχετική με ζώα, αλλά όνομα και εσωτερική διαρρύθμιση μένουν απαράλλακτα εδώ και χρόνια. Δεν περισσεύουν φαντασία, λέξεις, ιστορίες. Μία είναι η ιστορία, αυτή του χόκεϊ. Και όλοι αγωνιούν για τον ημιτελικό.
Στη μέση του παγοδρομίου το σήμα της πόλης και της ομάδας, μια αρκούδα, φοβίζει τα μικρά παιδιά που γλιστρούν για πρώτη φορά στον πάγο. Στους έφηβους όμως δίνει δύναμη, πίστη, όραμα, ορμή.
Ο Κέβιν είναι ο καλύτερος παίκτης της εφηβικής ομάδας, ο σταρ, ο αρχηγός, το είδωλο της πόλης. Δίπλα του, επιστήθιος φίλος και δίδυμό του στο παιχνίδι ο Μπένγιαμιν, ο Μπένγι που λειτουργεί ως ασπίδα προστασίας για τον Κέβιν. Του ανοίγει δρόμο, απομακρύνει τους παίκτες της αντίπαλης ομάδας από κοντά του, τους κάνει με τα κρεμμυδάκια, αν χρειαστεί, γιατί το άθλημα περιλαμβάνει πάλη σώμα με σώμα.
Το χόκεϊ παίζεται όπως το παιχνίδι της ζωής. Για να πετύχεις θέλει στρατηγική, σωματική δύναμη, ευλυγισία, αντοχή, ταχύτητα, αντιληπτικότητα, ομαδικό πνεύμα και πίστη. Δεν έχει σημασία τελικά που η αντίστοιχη μπάλα λέγεται «πακ» και κάνει «μπανκ μπανκ» όταν φτάνει στα δίχτυα της αντίπαλης ομάδας. Η δόξα και η ντροπή του ποδοσφαίρου είναι απαράλλακτα στον κόσμο του χόκεϊ. Στα αποδυτήρια είναι εκεί που ανδρώνεται ο παίκτης. Αν αντέξεις τα αποδυτήρια, τις σκληρές δοκιμασίες που υπομένεις ως νέο μέλος, τις προσβολές, τα γιουχαΐσματα, τα καψόνια και τη βία, λεκτική και σωματική, είσαι έτοιμος να μπεις στον στίβο της ζωής. «Έτοιμος», μόνο στο αρσενικό γένος. Εδώ το χόκεϊ είναι αρσενική υπόθεση. Μόνο στη γειτονική πόλη (στη σκιά υπό της οποίας ζει το Mπιέρνσταντ) υπάρχει μια ομάδα κοριτσιών. Εδώ αγόρια και κορίτσια είναι κόσμοι χωριστοί με ρόλους που καθορίζονται αυστηρά από το χόκεϊ: αγόρια νικητές –κορίτσια θαυμάστριες και τρόπαια των νικητών.
Τι βάρος όμως σηκώνουν στους ώμους τους τ’ αγόρια! Ολόκληρο το μέλλον της πόλης. Τι πίεση, τι σιδερένια πειθαρχία, τι προσδοκίες γονέων που παιδεύουσι τέκνα!
Στον ημιτελικό η ομάδα θριαμβεύει. Μία εβδομάδα έχει μείνει για τον τελικό, μια ανάσα από το όνειρο. Που όμως στηρίζεται σε πήλινα πόδια, όπως θα φανεί από τα δραματικά γεγονότα αυτής της εβδομάδας που καθρεφτίζουν ένα άλλο είδωλο της φαινομενικά ειρηνικής, εργατικής, ενωμένης, και πιστής στην αρκούδα κοινωνίας. Ο Κέβιν έχει ετοιμάσει μεγάλο πάρτι στην τεράστια βίλα του για να γιορτάσει η νίκη στον ημιτελικό. Είναι τόσο βέβαιος για τη νίκη εκ των προτέρων, που οι ετοιμασίες έχουν γίνει από πριν. Κάδρα έχουν κατέβει από τους τοίχους, εύθραυστα αντικείμενα έχουν απομακρυνθεί, το «απαγορεύεται η είσοδος στον άνω όροφο, στις κρεβατοκάμαρες» έχει εξασφαλιστεί με δυο φρουρούς, παίκτες της ομάδας, να έχουν αναλάβει την περιφρούρηση στη σκάλα, και οι γονείς φευγάτοι. Πάντα είναι φευγάτοι οι γονείς του Κέβιν. Δεν παρακολουθούν ποτέ τους αγώνες του. Πιστεύουν στη σκληρή, σπαρτιατική διαπαιδαγώγηση του μοναχογιού τους. Κανένα χάδι, κανένα έλεος για τα λάθη του, τον εκπαιδεύουν να γίνει αήττητος, δυνατός και, φευ, ανελέητος.
Σε αυτό το πάρτι είναι καλεσμένοι μόνον οι εκλεκτοί, τα μέλη της ομάδας και τα κορίτσια του σχολείου. Ανάμεσά τους και η Μάγια, η κόρη του Έφορου του αθλητικού συλλόγου. Ένα κορίτσι που δεν ενδιαφέρεται για το χόκεϊ. Αγαπά την κιθάρα και την κολλητή της φίλη, την Άννα, που όταν ήταν παιδιά της μάθαινε το δάσος και την ελευθερία να είσαι ο εαυτός σου. Αλλά η Μάγια δεν είναι πια παιδί. Μακιγιάρεται, ντύνεται, ετοιμάζεται να χαρεί κι εκείνη την έξαψη της εφηβείας. Είναι όμορφη. Ο Κέβιν τη φλερτάρει κι εκείνη ανταποκρίνεται με έξυπνες ατάκες που αμφισβητούν την παντοδυναμία του. Αλλά ο Κέβιν δεν αντιλαμβάνεται την ευφυία της, τα όρια που θέτει η ίδια και η ηλικία της. Είναι μόνον 15 χρονών. Το πάρτι βρίσκεται στην κορύφωσή του. Τα αγόρια στοιχηματίζουν ποιος θα κατεβάσει πιο γρήγορα τα σφηνάκια. Η μαριχουάνα κυκλοφορεί ελεύθερα στα στόματα των πιο έμπειρων στις ουσίες Κάποιος προκαλεί τον Κέβιν και βάζει στοίχημα αν μπορεί «να την πηδήξει». Όλο το σκηνικό έχει στηθεί για να γίνει το κακό. Ο Κέβιν βιάζει τη Μάγια. Η σκηνή σκληρή, αποκαλύπτει όλη την κρυμμένη επιθετικότητα του ειδώλου του Μπιέρνσταντ. Ο νικητής τα παίρνει όλα. Και το κορίτσι. Είτε αυτό το θέλει είτε όχι. Με βία που παραλίγο να στείλει τη Μάγια στον άλλο κόσμο. Εκεί, στον άνω όροφο, στα απαγορευμένα δωμάτια όπου μόνο ο οικοδεσπότης έχει πρόσβαση εξελίσσεται το κακό και ο μόνος που παίρνει είδηση ότι κάτι μπορεί να συμβαίνει είναι ο Άματ που γρήγορος σαν αστραπή ξεφεύγει από τους φύλακες της σκάλας και γίνεται μάρτυρας του βιασμού.
Ο Άματ είναι το παιδί από τη Γούβα, τη φτωχή συνοικία της πόλης. Ο μετανάστης, ο γιος της καθαρίστριας του γηπέδου, ο παρίας που υφίσταται διαρκή εκφοβισμό και έχει μονάχα δυο φίλους, δυο άλλα θύματα των νταήδων. Πώς βρέθηκε στο πάρτι; Μα τώρα είναι «δικός τους», ανήκει στην ελίτ του αθλητικού συλλόγου, άρα και της πόλης, γιατί ο προπονητής είδε τη σπάνια ταχύτητά του στον πάγο και τον πήρε από την παιδική ομάδα και, κατά παρέκκλιση του κανόνα, τον έβαλε στην εφηβική. Ο Άματ μάλιστα κατάφερε, στον ημιτελικό, να στρώσει τον δρόμο για ένα γκολ. Εκτοξεύτηκε από τη Γούβα στη βίλα του Κέβιν σε μια νύχτα.
Θα κάνει λοιπόν τα στραβά μάτια τώρα; Εκείνος που είναι ταχύτατος όχι μόνο στα πόδια αλλά κυρίως στα μάτια, στην αντίληψη των κινήσεων του αντιπάλου; Έχει γίνει τώρα μάρτυρας μιας άλλης μάχης και έχει δει όλες τις λεπτομέρειες: την ημιλιπόθυμη Μάγια, το κουμπί της μπλούζας της στο πάτωμα, τις αφίσες στους τοίχους του δωματίου του Κέβιν με τις αθλητικές ομάδες, όλα.
Θα μιλήσει ο Άματ; Θα διακινδυνεύσει την έξοδό του από τη χλεύη και τη φτώχια; Και ποιος θα τον πιστέψει; Ήταν πιωμένος κι επιπλέον ερωτευμένος με τη Μάγια. Αναξιόπιστος μάρτυρας. Αλλά η ίδια η Μάγια τι στάση θα κρατήσει; Συντετριμμένη, φοβισμένη, ντροπιασμένη σιωπά. Κρύβει μώλωπες, μελανιές και λερωμένα ρούχα. Εξαφανίζει τα ίχνη, αλλά αυτά επιμένουν μέσα της. Μόνο η Άννα καταλαβαίνει, η επαναστάτρια Άννα που την πείθει να μιλήσει. Αλλά με τι κόστος θα γίνει αυτό; Η Μάγια ζυγίζει την κατάσταση. Η οικογένεια του Κέβιν, πάμπλουτη και παντοδύναμη, θα τσακίσει την οικογένειά της. Ο πατέρας της θα κινδυνεύσει να χάσει τη δουλειά του στον αθλητικό σύλλογο. Κι έπειτα πως να πει στον πατέρα της, που έβαζε το χέρι του στη φωτιά για τον Κέβιν, ότι τόσο καιρό εμπιστευόταν και προωθούσε τον βιαστή της κόρης του;
Και ο τελικός πλησιάζει.
Παράλληλα με τη συναρπαστική αφήγηση, με πολλές αναδρομές στο παρελθόν και πολλά κοψίματα σκηνών στην κρίσιμη στιγμή στη λογική των τηλεοπτικών σειρών, ξετυλίγεται μια τοιχογραφία και ανατομία της εφηβείας. Οι κύριοι χαρακτήρες-παίκτες της ομάδες που περιβάλλουν τον Κέβιν παρουσιάζονται ανάγλυφοι και συναρμόζονται σε ένα πλήρες καλειδοσκόπιο των όψεων της εφηβείας. Ο καθένας τους μεταφέρει ένα διαφορετικό βάρος από την οικογένειά του. Μέσα από το χόκεϊ αγωνίζεται να υπάρξει. Όπως και ολόκληρο το Μπιέρνσταντ. Και δεν είναι μόνο ζήτημα κοινωνικών ανισοτήτων το βάρος που φέρουν στους ώμους τους έφηβοι και ενήλικες. Ο προνομιούχος Κέβιν μεταφέρει το βαρύτερο φορτίο από όλους. Είναι κυρίως ηθικά τα ζητήματα και τα διλήμματα που τίθενται.
Τι σημαίνει ομάδα και κοινωνική συνοχή; Μέχρι που φτάνεις για το καλό της ομάδας και της κοινωνίας; Πόσο εύκολο είναι να είσαι ο εαυτός σου όταν η ομάδα απαιτεί συγκεκριμένες συμπεριφορές και στάσεις; Και πόσο εύκολο είναι να αντισταθείς στις επιταγές της ομάδας και στο αξιακό της σύστημα όταν μέσα από την ομάδα βρίσκεις διέξοδο στη δύσκολη ζωή σου;
«Η ρήση ’Η ομάδα είναι μεγαλύτερη από το Εγώ’, είναι ένα κλισέ για τους ανθρώπους που δεν καταλαβαίνουν από αθλητισμό. Για κείνους που καταλαβαίνουν είναι μια οδυνηρή αλήθεια, γιατί πονάει το να ζεις σύμφωνα με αυτή. Γιατί πρέπει να υποτάσσεσαι σε έναν ρόλο που δεν θέλεις να έχεις, να κάνεις μια δύσκολη δουλειά χωρίς γκρίνια, να παίζεις στην άμυνα, αντί να βάζεις γκολ και να γίνεσαι σταρ. Είσαι καλός ομαδικός παίκτης όταν αποδέχεσαι τις χειρότερες πλευρές των συμπαικτών σου επειδή αγαπάς την ομάδα.»
Δύσκολα τα ηθικά διλήμματα που θέτει η ομάδα. Ιδίως όταν είσαι έφηβος. Αλλά και οι ενήλικες εύκολα γίνονται έφηβοι όταν εξαρτούν την αυτοεκτίμησή τους από τις νίκες των παιδιών τους.
Η Μάγια θα μιλήσει ακριβώς λίγο πριν το τελικό.
Ο Κέβιν συλλαμβάνεται. Η σκηνή που η αστυνομία τον αναγκάζει να βγει από το λεωφορείο που θα πάει την ομάδα στην πόλη όπου θα διεξαχθεί ο αγώνας είναι υψηλής δραματικής έντασης.
Η πόλη γίνεται άνω κάτω.
Αλλά το ερώτημα θα παραμείνει. Αφού η καταγγελία δεν έγινε αμέσως, αλλά μετά από μια εβδομάδα, γιατί δεν μπορούσε να περιμένει λίγο ακόμη; Να γίνει ο αγώνας, να έρθει η νίκη και μετά. Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στη δικαιοσύνη και την εκδίκηση; Το βλέμμα του πατέρα της Μάγια την ώρα που ο Κέβιν εγκαταλείπει το λεωφορείο θέτει το ερώτημα επιτακτικά. Ο πατέρας απαιτεί δικαίωση ή κατά βάθος εκδικείται κιόλας;
Ένας εξαιρετικός ανατόμος της εφηβείας και της κοινωνίας, ο Frederik Backman, «o πιο δημοφιλής σύγχρονος Σουηδός συγγραφέας», όπως διαβάζουμε στο βιογραφικό του, καταφέρνει να κάνει το Mπιέρνσταντ οικουμενικό και το χόκεϊ να γίνεται υπόθεση όλων μας, ακόμη κι αν διαβάζουμε για πρώτη φορά τη λέξη «πακ».
Μπανκ μπανκ, γράφει κάθε τόσο ο Backmann. Είναι ο ήχος του πακ που μαγεύει παίκτες και θεατές.
Μπανκ μπανκ: ποιος στ’ αλήθεια θέλεις να είσαι;
Frederic Backmann, Μπιέρνσταντ, Mτφρ .Γ.Μαθόπουλος, Κέδρος, 2023.