Μπέρναρντ Μάλαμουντ, Ο μυθιστοριογράφος της ευθύνης (της Κατερίνας Σχινά)

0
1257

της Κατερίνας Σχινά

 

«Σε μια πρώτη ματιά, έμοιαζε με ασφαλιστή, μ’ έναν από τους συναδέλφους του πατέρα μου στο γραφείο της Metropolitan Life. Καθώς στεκόταν στο χαλάκι της εισόδου βγάζοντας τις μουσκεμένες του γαλότσες, είδα έναν ευσυνείδητο, καλόκαρδο εργαζόμενο, σαν εκείνους που τα κουτσομπολιά και οι κουβέντες τους είχαν αποτελέσει το μουσικό υπόβαθρο της παιδικής μου ηλικίας, έναν πεισματάρη, έμπειρο ασφαλιστή που, όταν εμφανίζεται στην κορφή της σκάλας, μέσα στο σκοτάδι, δεν ξεσηκώνει τον κοιμισμένο σκύλο, ούτε αναστατώνει τα παιδιά. Όμως, μολονότι δεν τρομάζει κανέναν, δεν φωτίζει ποτέ τον χώρο μ’ ένα του χαμόγελο: είναι, τελικά, απλώς και μόνο, ο ειδικός στις ασφάλειες ζωής – ένας άνθρωπος πάνω στον οποίο μπορείς να επικρατήσεις μονάχα με τον θάνατό σου».

Έτσι περιγράφει τον Μπέρναρντ Μάλαμουντ ο Φίλιπ Ροθ στο βιβλίο του «Κουβέντες του σιναφιού» – και δεν θα τον φανταζόμασταν πολύ διαφορετικό, δηλαδή όχι πολύ διαφορετικό από τους ήρωές του: έναν άνθρωπο που υποτάσσεται στην ανάγκη, ενώ ταυτόχρονα προσπαθεί να ξεφύγει από την ανάγκη* έναν άνθρωπο που κρύβει την ατσαλένια ανθεκτικότητά του πίσω από  την επιφανειακή ηπιότητά του.  Βέβαια ο ίδιος αποθάρρυνε βιογραφικές ερμηνείες των έργων του, επιμένοντας ότι οι προσωπικές εμπειρίες του ζωντάνευαν, αλλά δεν κυβερνούσαν τις αφηγήσεις του. Δεν του άρεσε καθόλου να τον κατατάσσουν στους Εβραίους συγγραφείς, προτιμώντας να θεωρούνται τα έργα του «μυθοπλασία ενός ελεύθερου ανθρώπου». Ωστόσο, όπως συχνά αναγνώριζε σε συνεντεύξεις και συνομιλίες του, πολλές από τις αφηγήσεις του ήταν ριζωμένες σε γνώριμο έδαφος, αλησμόνητους χαρακτήρες και γεγονότα από την παιδική του ηλικία στο Μπρούκλιν ή τα χρόνια του στο Όρεγκον, το Βερμόντ, τη Νέα Υόρκη, την Ιταλία. Στον «Βοηθό», π.χ., η περιγραφή του μπακάλικου του Μόρις Μπόμπερ, και της μονότονης ταγμένης στη βιοπάλη καθημερινότητάς του αρδεύονται από την προσωπική εμπειρία. «Το μπακάλικο ρούφηξε τους γονείς μου», είχε πει κάποτε σε μια συνέντευξή του. «Του αφιέρωναν άπειρο χρόνο για λιγοστό ή και καθόλου κέρδος και είχαν να τα βγάλουν πέρα με δύστροπους, γκρινιάρηδες, σφιχτοχέρηδες πελάτες. Όμως ήταν έντιμοι, αξιοπρεπείς, με δίδαξαν να ξεχωρίζω το καλό από το κακό». Αλλά όταν ο δημοσιογράφος τον ρωτάει αν οι γονείς του αποτέλεσαν πρότυπα για τους Μπόμπερ, ο Μάλαμουντ απαντά: «Ποιος ξέρει σε ποιο βαθμό η εμπειρία σου εισβάλλει στη γραφή σου; Το μεγαλύτερο μέρος της λογοτεχνίας αντλεί από την εμπειρία του συγγραφέα, αν και εγώ θέλω να πιστεύω ότι ελέγχω το υλικό μου. Αν μεταφέρεις ανεπεξέργαστα θραύσματα εμπειρίας στο γραπτό σου, αν δεν καταφέρεις να τα μεταμορφώσεις σε τέχνη, κακοποιείς το δημιουργικό ταλέντο, με άλλα λόγια κακομεταχειρίζεσαι τη λογοτεχνία».

Γεννημένος το 1914 από ρωσοεβραίους μετανάστες, τυπικό δείγμα Αμερικανοεβραίου δεύτερης γενιάς, ο Μάλαμουντ αναρριχήθηκε από τη φτώχεια στην επιτυχία μέσα από έναν συνδυασμό ταλέντου, εντατικών σπουδών (το μάστερ του από το Κολούμπια το 1942, είχε ως θέμα τους «Δυνάστες» του Τόμας Χάρντι) και πειθαρχίας. Το 1945 παντρεύτηκε την Ιταλοαμερικανίδα Αν ντε Κιάρα, στην οποία οφείλεται, εν πολλοίς, το ενδιαφέρον του για την ιταλική κουλτούρα και η παρουσία τόσων Ιταλών στη μυθοπλασία του. Και από τότε, ως τον θάνατό του, έζησε μια απλή ζωή, η μεγαλύτερη περιπέτεια της οποίας υπήρξε η συγγραφή.

Έγραψε οκτώ μυθιστορήματα, The natural (1952), Ο βοηθός (1957), A New Life (1961), O Μάστορας (1966), Pictures of Fidelman- an excibition (1969), The Tenants (1971), Dubin’s Lives (1979) και God’ s Grace (1982)  και τέσσερις συλλογές διηγημάτων. Όχι τόσο εγκεφαλικός όσο ο Μπέλοου ή σατιρικός όπως ο Ροθ, ο Μάλαμουντ είναι πνευματώδης, συχνά κωμικός, και πάντα υπόρρητα συγκινημένος από την ανθρώπινη μοίρα. «Μαιτρ της ειρωνείας», ναι, όπως τον έχει αποκαλέσει η κριτική, αλλά και επίμονος αναζητητής της έννοιας της ελευθερίας, ανιχνευτής της υπαρξιακής αγωνίας, της αλλοτρίωσης και της αυτομεταμόρφωσης, Πολλά από τα διηγήματά του μοιάζουν με παραβολές, αφού τη ρεαλιστική τους επιφάνεια καλύπτει πάντα  μια λεπτή γάζα φαντασίας, μια αχλή παραμυθιού, μια αύρα μυστικισμού. Ακόμα και οι πιο ζοφερές στιγμές αποδίδονται με λιτή ποίηση. Να ένα παράδειγμα: «Προσπάθησε να πει κάτι γλυκό, αλλά η γλώσσα του έμενε ασάλευτη στο στόμα του, όπως ένα σάπιο φρούτο στο κλαδί του. Η καρδιά του ήταν ένα παράθυρο, μπογιατισμένο μαύρο».

Η Σίνθια Όζικ, στη νεκρολογία του στο Partisan Review, περιέγραψε τον Μάλαμουντ ως τον συγγραφέα που γέννησε ένα νέο αμερικανικό ιδίωμα δικής του επινόησης* «είναι ο συγγραφέας», έγραψε, «που εισήγαγε στη λογοτεχνία μιας γενιάς βυθισμένης είτε στον αισθητισμό, είτε στον μηδενισμό, είτε στον σολιψισμό, την ιδέα της ευλογίας, της αρετής ως ενόρασης, της αρετής ως δοκιμασίας». Και ο Φίλιπ Ροθ: «Όπως και ο Μπέκετ, ο Μάλαμουντ έγραψε για έναν άγονο κόσμο οδύνης σε μια γλώσσα εντελώς δική του, σε αγγλικά που έμοιαζαν, ακόμη και πέρα από τους ιδιόμορφους διαλόγους, να έχουν ανασυρθεί από ό,τι κανείς θα θεωρούσε το λιγότερο μαγικό βαρέλι στον κόσμο: από τους ιδιωματισμούς, τις αναστροφές, τους τονισμούς της γλώσσας των Εβραίων μεταναστών, από ένα σωρό σπασμένα λεκτικά οστά που θα έλεγε κανείς ότι, πριν εμφανιστεί ο Μάλαμουντ και τα κάνει να χορέψουν στον μελαγχολικό του σκοπό, δεν χρησιμοποιούνταν πια».

Όλο το έργο του Μάλαμουντ το διαπερνά μια μοναδική αίσθηση Menschlichkeit,  όπως την έλεγε ο ίδιος, μια ισχυρή απόπνοια ‘ανθρωπινότητας’. Οι αυτοθυματοποιούμενοι, βασανισμένοι, υπομονετικοί, ιώβιοι χαρακτήρες του είναι υποδείγματα αντοχής, αξιοπρέπειας και συμπόνοιας. Αν βασίζεται συχνά σε εκφάνσεις της εβραϊκότητας είναι για να δώσει στον αναγνώστη αυτό που ο Σίνγκερ αποκαλούσε «an address», μια διεύθυνση – με άλλα λόγια, τον τόπο όπου ριζώνουν οι ήρωες και οι ιδέες του. Αλλά ενώ ο Σίνγκερ ένιωθε ότι αυτή η διεύθυνση θα έπρεπε να είναι όσο γίνεται πιο συγκεκριμένη ως προς τον χώρο και τον χρόνο, ο Μάλαμουντ απλώς εκκινεί από αυτήν και στην πορεία απομακρύνεται απ’ αυτήν. Σε μια συνέντευξή του για την εφημερίδα Jerusalem Post, το 1968, είχε πει «χρησιμοποιώ τον Εβραίο ως σύμβολο της τραγικής υπαρξιακής εμπειρίας του ανθρώπου. Προσπαθώ να δω τον Εβραίο ως οικουμενικό άνθρωπο. Κάθε άνθρωπος είναι Εβραίος αν και ίσως να μη το ξέρει. Το εβραϊκό δράμα είναι ένα σύμβολο του αγώνα για ύπαρξη στον υψηλότερο δυνατό βαθμό».

Επτά χρόνια αργότερα θα μιλήσει στο Paris Review και στον Ντάνιελ Στερν με τα ίδια περίπου λόγια: «Είμαι Αμερικανός, είμαι Εβραίος και γράφω για όλους τους ανθρώπους. Ένας μυθιστοριογράφος πρέπει να χτίσει ή έχει χτίσει ένα κλουβί για τον εαυτό του. Αν γράφω για τους Εβραίους, είναι γιατί βάζουν τη φαντασία μου να δουλέψει. Κάποτε κάνω Εβραίους τους χαρακτήρες μου γιατί πιστεύω ότι έτσι θα τους καταλάβω καλύτερα, όχι για να αποδείξω κάτι». Στο αξίωμά του «Κάθε άνθρωπος είναι Εβραίος» ενυπάρχει η βεβαιότητα ότι, αργά ή γρήγορα, «η ιστορία θα μεταχειριστεί όλους τους ανθρώπους το ίδιο». Και η διεύθυνση για την οποία μιλάει ο Σίνγκερ γίνεται στον Μάλαμουντ ένα σπίτι που οι περισσότεροι κάτοικοί του είναι Εβραίοι με τη μεταφορική έννοια.

Δηλαδή; Θα ρωτούσε κανείς, και ο Μάλαμουντ θα απαντούσε, ίσως, με ένα απόσπασμα από τον «Βοηθό», στο οποίο ο Μόρις προσπαθεί να εξηγήσει στον βοηθό του Φρανκ Άλπαϊν τι σημαίνει γι’ αυτόν εβραϊκότητα. «Κανείς δεν θα μου πει ότι δεν είμαι Εβραίος επειδή βάζω πότε πότε στο στόμα μου, όταν ξεραίνεται η γλώσσα μου, ένα κομματάκι ζαμπόν», λέει. «Αλλά θα μου το πουν, και θα το παραδεχτώ κι εγώ, αν τυχόν ξεχάσω τον Νόμο. Και Νόμος σημαίνει να κάνεις το σωστό, να είσαι έντιμος, να είσαι καλός».

O ορισμός της εβραϊκότητας για τον Μόρις Μπόμπερ είναι η προσήλωση στον Νόμο, στην Τορά* ωστόσο, οι αρχές βάσει των οποίων ζει είναι οικουμενικές και υπάρχουν πολλοί νόμοι που ο Μόρις επιλέγει να παραβλέψει, ιδίως εκείνοι που απευθύνονται ειδικά προς τα τέκνα του Ισραήλ. Αγνοώντας το ειδικό για να υπογραμμίσει το οικουμενικό, έγραψε ο κριτικός Έντουαρντ Έιμπραμσον, ο Μάλαμουντ «περιορίζει τον εξαιρετισμό του εβραϊκού λαού στην παγκόσμια ιστορία και στην βιωμένη πραγματικότητα». Και μολονότι ο Εβραίος στο έργο του είναι συχνά ο ξένος, ο παρείσακτος, ο αποδιοπομπαίος τράγος, όταν θέλει να μιλήσει για τον άλλο, τον διαφορετικό, επιστρατεύει τη μορφή ενός γκόι, ενός εθνικού, όπως ο μαύρος άγγελος στο διήγημα «Άγγελος Λεβίν» από το «Μαγικό Βαρέλι». Η οικουμενική αρχή που υπογραμμίζεται εδώ είναι η αποδοχή της ετερότητας, όποιο κι αν είναι το χρώμα της, η θρησκεία της, η εθνική καταγωγή της. Άλλωστε, το μονοπώλιο της οδύνης δεν το κατέχουν αποκλειστικά οι Εβραίοι.

Υπάρχουν, λοιπόν, μας λέει ο Μάλαμουντ, πολλοί τρόποι να είναι Εβραίος κανείς. Ή με τα λόγια του ραβίνου, που εκφωνεί έναν αδέξιο επικήδειο στην κηδεία του Μόρις Μπόμπερ: «Ίσως δεν ακολουθούσε την επίσημη παράδοσή μας –αυτό δεν του το συγχωρώ– αλλά ήταν πιστός στο πνεύμα της ζωής μας: να θέλει και για τους άλλους ό,τι ήθελε και για τον εαυτό του. Υπέφερε, υπέμενε, έλπιζε»

Πολλοί έχουν παρατηρήσει την ομοιότητα του ονόματος του φτωχού Εβραίου μπακάλη Μόρις Μπόμπερ στον «Βοηθό», με το όνομα του φιλοσόφου Μάρτιν Μπούμπερ, του οποίου η ιδέα της μετατόπισης του ανθρώπου από το εγώ στο εσύ και διά μέσου αυτής στον Θεό, δεν είναι κατ’ εξοχήν εβραϊκή, αλλά μπορεί να τη συναντήσει κανείς σε κάθε θρησκευτικό ή φιλοσοφικό σύστημα. Εβραίος σημαίνει να δίνεις καθημερινά έναν εγκόσμιο, προσωπικό, εσωτερικό, ηθικό αγώνα. Εβραίος, συμβολικά και μεταφορικά, είναι αυτός που αναλαμβάνει την ηθική υποχρέωση προς τον άνθρωπο και την κοινότητα, που αποδέχεται την ευθύνη, συμμετέχει στα δεινά του άλλου, μαθαίνει από τον πόνο του άλλου. Εβραίος, με άλλα λόγια, σύμφωνα με τον Μάλαμουντ είναι και ο Κογκίν, ο χριστιανός δεσμοφύλακας του Γιακόβ Μποκ στον «Μάστορα», που δίνει τη ζωή του για να σώσει τον κρατούμενό του.

Ο Μπέρναρντ Μάλαμουντ πέθανε το 1986, στα 72 χρόνια, θαρρείς καταβεβλημένος, όπως σημειώνει ο Φίλιπ Ροθ, από «το κυνηγητό μιας ανεξάντλητης φιλοδοξίας: να σπάσει τα σιδερένια όρια του εαυτού του και των συνθηκών, προκειμένου να ζήσει μια καλύτερη ζωή». Η παρατήρηση του Ροθ φέρνει στον νου μια από τις πιο οδυνηρές παραβολές που έγραψε ο Μάλαμουντ, σ’ ένα από τα διηγήματα της συλλογής του «Μαγικό Βαρέλι», θέλοντας να μιλήσει για την ακαμψία και την τραχύτητα της ζωής που ακόμα και η καλοσύνη δεν καταφέρνει να την μαλακώσει. Όταν ο Νταβίντοφ, ο απογραφέας των ουρανών, ρωτάει τον έμπορο καφέ Ρόουζεν, άρτι αφιχθέντα στη χώρα των νεκρών, πώς πέθανε ένας πελάτης του, ένας φτωχός Πολωνός πρόσφυγας, εκείνος απαντάει. «Κάτι έσπασε μέσα του. Να πώς». «Έσπασε τι;» «Έσπασε ό,τι σπάει».

 

 

Μπέρναρντ Μάλαμουντ, Ο βοηθός, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Καστανιώτης

Το μαγικό βαρέλι, μτφρ. Σταυρούλα Αργυροπούλου, Καστανιώτης

Ο μάστορας, μτφρ. Κατερίνα Σχινά, Καστανιώτης

Η τελευταία χάρη, μτφρ. Γιάννης Κωστόπουλος, Ψυχογιός

 

 

Προηγούμενο άρθροΓια το Συνέδριο προς τιμήν του ποιητή Μανόλη Πρατικάκη (επιστολή)
Επόμενο άρθροΑισχύλεια 2023-Ελευσίς Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ