του Σπύρου Θεριανού
Σημείωση: Ο Σπύρος Θεριανός διακινεί τα ποιήματά του (όπως και ο αείμνηστος φίλος Κώστας Ριτσώνης) σε χειροποίητα καλαίσθητα οκτασέλιδα. Εδώ το πρώτο από αυτά από τις εκδόσεις Ναρκοπέδιο, όπως τις ονομάζει.
ΜΟΝΟΠΑΤΙ ΚΑΙ ΟΡΙΟ
Έχοντας περπατήσει αρκετά, μόνο κάποιος
που πετά, μπορεί να δει από ψηλά
την πορεία μου στο μονοπάτι, το νοητό του όριο
να σμίγει με τη θάλασσα σε μιαν αλυγαριά
που την αφήνει το πουλί
για να ραμφίσει ένα ξερόκλαδο στα βάτα.
Αναρωτιόμουν, κάποτε, αν όλα χάνονται
σ’ αυτό το παιχνίδι των μεταμορφώσεων
που είναι τα λόγια μας. Αν όλα κερδίζονται
στην αμεριμνησία των ίσκιων
που διαρκώς αλλάζουν θέση
στο μονοπάτι κατά το μεσημέρι.
Τώρα είμαι φίλος των άδειων δρόμων
και της πλατείας
που ερημώνει τα μεσάνυχτα.
ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ
Απόγευμα, με τα παράθυρα όλα ανοιχτά.
Ο στίχος αφημένος στη μέση,
από μια παλιά στεναχώρια.
Θα μπορούσε να ‘βρεχε ή
να ‘ταν μια νύχτα με πανσέληνο.
Τα φώτα των αραγμένων καϊκιών
και το πήγαιν’ έλα των ανθρώπων
στο απέναντι ακρογιάλι
δεν θα ‘τανε τα ίδια.
ΑΝΩΔΥΝΑ
Ανώδυνα
ανεπαίσχυντα
ειρηνικά
αδιαφορούμε,
και κάπως έτσι ερημώνουν
δρόμοι, δωμάτια και ζωές.
ΟΣΤΡΑΚΑ
Να ‘ναι αλήθεια ότι τα όστρακα αρνούνται
να συνεργαστούν με τους ψαράδες
της ακτής του St Brieuc;
Ταχυδρόμησα τα ποιήματά μου στον Θεό,
όμως δεν έλαβα απάντηση. Αυτό σημαίνει
πώς ο Θεός δεν υπάρχει;
Οι Γαλλίδες νοικοκυρές θα έρθουν ποτέ
σε σύγκρουση με τους Χιλιανούς
που παίζουν σκάκι;
Τα γουρούνια, τα δέντρα, το γρασίδι
-κι όλα τ’ αντικείμενα του κόσμου-
είναι σχηματισμοί κυμάτων της θάλασσας
όπως πιστεύουν οι Ιατμούλ;
Κι αν, όπως λένε, ο κόσμος είναι όλα όσα έχουνε συμβεί
ο σπουργίτης που αναπηδά στο περβάζι μου
για λίγα, μόλις, δευτερόλεπτα
την ώρα που ξυρίζομαι
φτιάχνει ένα τετελεσμένο γεγονός;
ΣΑΝ ΑΛΛΟΤΕ
Το καλοκαίρι
πάει κι έρχεται
από την παραλία
στο κρεβάτι σου.
ΑΠΟΜΕΣΗΜΕΡΟ ΚΑΛΟΚΑΙΡΙΟΥ
Άπνοια,
ούτε ένα φύλλο δεν θροΐζει.
Τα πόδια σου σκονίζονται
στον χωματόδρομο. Στα ρούχα σου
στραγγίζει η αλμύρα απ’ το μαγιό σου.
Μια σαύρα σε κοιτά κι ύστερα
κρύβεται στους θάμνους, τρομαγμένη.
Απομεσήμερο καλοκαιριού,
καθώς γυρνάς μονάχη από τη θάλασσα.
Η ΓΕΡΙΚΗ ΕΛΙΑ ΙΙ
Η γέρικη ελιά
που γέρνει στο χωράφι
δεν θέλει να παραιτηθεί.
ΓΕΡΝΩΝΤΑΣ
Καθώς γερνώ, μοιάζω
ολοένα του παππού μου:
καταπονούμαι αδιαμαρτύρητα
δεν πάω διακοπές
και περπατώ μονόπαντα.