Της Κατερίνας Ασημακοπούλου.
Μια ιστορία για την κρίση, ένα ανατρεπτικό φινάλε και μερικές παράξενες υποσημειώσεις για το βιβλίο του Κυριάκου Γιαλένιου “Μόνο τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα”. «Εμφανίστηκε από τον ουρανό μια λέξη που, σαν σπειροειδές Μάντρα ενός οπιομανούς, έβγαινε αμέτρητες φορές κατά τη διάρκεια ενός εικοσιτετραώρου από τα χείλη όλου του κόσμου. Μια λέξη περιλάλητη, τρομακτική, αόριστη και χειροπιαστή συγχρόνως, σαν σφαίρα τυλιγμένη σε μεταξωτό ύφασμα που απειλεί υποχθόνια αλλά αναβάλλει συνεχώς την εκτόξευση προς τα θύματα της».
Εύκολα αντιλαμβάνεται ο αναγνώστης του μυθιστορήματος «Μόνο τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα» του Κυριάκου Γιαλένιου ότι η λέξη στην οποία αναφέρεται το παραπάνω απόσπασμα είναι η «κρίση». Η λέξη αυτή δεν αναφέρεται ποτέ στο βιβλίο, είναι όμως σαφές ότι η ιστορία που μας διηγείται είναι τοποθετημένη σε μια χώρα που βιώνει οικονομική κρίση και βρίσκεται στα όρια ενός εμφύλιου πολέμου, με τον κόσμο να κατεβαίνει στους δρόμους και τους στρατιώτες να καλούνται σε επιστράτευση, ενώ ορισμένοι από αυτούς λιποτακτούν. Αναφέρομαι αόριστα σε μια «χώρα», καθώς ο Γιαλένιος δεν την προσδιορίζει μέσα στο μυθιστόρημα του. Ο αναγνώστης όμως έχει ξεκάθαρα στο μυαλό του την Ελλάδα, αν και τα ονόματα των ηρώων είναι αγγλικά.
Το μυθιστόρημα χτίζεται πάνω σε δύο άξονες, δύο αφηγήσεις οι οποίες κινούνται παράλληλα: Τα κεφάλαια διηγούνται εναλλάξ τις ιστορίες α) του Ντέιν, ενός τραπεζικού υπαλλήλου που έχει έναν χρόνο που χώρισε με την Υβόν και ο οποίος γίνεται μάρτυρας μιας δολοφονίας που εκτυλίσσεται στο μπαλκόνι απέναντι του και β) του Σνόου, ενός φαντάρου που έχει απομείνει μόνος σε ένα φυλάκιο, μετά τη λιποταξία των δύο συντρόφων του, και όταν αποφασίζει να φύγει από εκεί γίνεται θύμα μιας απαγωγής. Η σύνδεση των δύο ιστοριών προς το τέλος του μυθιστορήματος προοικονομείται περίπου από τη μέση αυτού, το φινάλε όμως παραμένει ανατρεπτικό.
Το «Μόνο τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα» παρουσιάζει ενδιαφέρον, έχει ροή και διαβάζεται εύκολα. Είναι μια αφήγηση τοποθετημένη στην καρδιά της εποχής της, η οποία μπορεί να αγγίξει τον αναγνώστη, αφού αυτός αναγνωρίζει σε αυτήν πράγματα και καταστάσεις από τη ζωή του. «Ξεκίνησα να σκέφτομαι ως ακόμη ένας άξιος αντιπρόσωπος της περήφανης φυλής μας, και της φυλής σας: να εκμεταλλευτώ την υπάρχουσα κατάσταση και να βγάλω γρήγορα και εύκολα χρήματα πατώντας πάνω στην αδυναμία των συνανθρώπων, από τη μία, και την κρυφή δύναμη που βρίσκεις στην απελπισία, από την άλλη». Πρόκειται για μια από τις προτάσεις του βιβλίου που χτυπάνε γνώριμα καμπανάκια στο μυαλό όλων μας και δημιουργούν προσμονή για την εξέλιξη της πλοκής.
Το πρώτο πράγμα όμως που κινεί το ενδιαφέρον του αναγνώστη ανοίγοντας τις σελίδες του μυθιστορήματος είναι οι παράξενοι, αν όχι εξεζητημένοι τίτλοι που έχουν δοθεί στα κεφάλαια του: «Όταν στο τρόχισμα των λέξεων τροχίζονται οι αισθήσεις», «Και η μέρα έσπασε σαν παγωμένο τραπουλόχαρτο», «Όταν το αίμα και τα ψέματα εκτοξεύονται κρουνηδόν» είναι μερικοί από αυτούς. Αρχίζοντας την ανάγνωση αντιλαμβάνεται ότι η ποιητική διάθεση του Γιαλένιου περιορίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε διάφορους στίχους που γράφει, ή, όπως το θέτει ο συγγραφέας, αντιγράφει από κάπου ο ήρωας του, Ντέιν. Δεν μπόρεσα να καταλάβω ποιο σκοπό εξυπηρετούν οι στίχοι αυτοί, οι οποίοι είναι διάσπαρτοι μέσα στο μυθιστόρημα. Δεν θέλω να πιστέψω ότι τοποθετήθηκαν μέσα στο βιβλίο για να δείξει ο συγγραφέας ότι μπορεί να γράψει και ποίηση, αλλά δυστυχώς δεν διακρίνω κάποια άλλη αιτία για την εμβόλιμη ύπαρξη τους στις σελίδες του βιβλίου. Αυτό είναι κάτι που, ως αναγνώστρια, με κάνει και αισθάνομαι άβολα.
Διάβασα πρόσφατα την απάντηση του συγγραφέα John Green, σε μια μομφή εναντίον του. Απαντώντας σε αυτήν μίλησε για τα ελαττώματα της γραφής του, όπως αυτός τα αντιλαμβάνεται. Μου έκανε εντύπωση η ταπεινότητα του, όταν είπε ότι ξέρει πως, σε αντίθεση με τους πραγματικά μεγάλους συγγραφείς, λέει περισσότερα και δείχνει λιγότερα. Ακόμα πιο βαθιά με εντυπωσίασε η αυτογνωσία του, όταν παραλλήλισε το μυθιστόρημα με ένα κουκλοθέατρο, στο οποίο τα σχοινιά που κινούν τις μαριονέτες δεν πρέπει να φαίνονται, και παραδέχθηκε ότι στα δικά του μυθιστορήματα δυστυχώς αυτά δεν κρύβονται. Είναι αυτή ακριβώς η αυτογνωσία και η ταπεινότητα που θα ήθελα να δω από τον Κ. Γιαλένιο, ο οποίος επίσης λέει πολύ περισσότερα από όσα δείχνει, ενώ και τα σχοινιά που κινούν τις μαριονέτες του διαγράφονται ξεκάθαρα κατά την εξέλιξη του μυθιστορήματος.
Αντί αυτής της ταπεινότητας, που αρμόζει φυσικά στον καθέναν που θέλει να προσεγγίσει τη δημιουργική διαδικασία της γραφής, ο αναγνώστης παρατηρεί κάτι αλλόκοτο, κάτι που ίσως δεν έχει ξαναδεί σε μυθιστόρημα. Ένας από τους ήρωες του «Μόνο τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα», ο Ντελόν, είναι χαρακτήρας του πρώτου μυθιστορήματος του συγγραφέα, «Η νόσος των εραστών». Στο τρίτο μέρος του βιβλίου, ο ίδιος αυτός ήρωας εμφανίζεται να έχει «ψύχωση» με το συγκεκριμένο βιβλίο, τη «Νόσο των εραστών» δηλαδή, και να επιστρέφει να το πάρει από τον τόπο του εγκλήματος. Δεν γνωρίζω αν αυτή η αναφορά έχει περισσότερο νόημα για κάποιον που έχει διαβάσει το εν λόγω βιβλίο. Πάρα ταύτα, θεωρώ ότι κανείς δεν υποχρεούται ξεκινώντας ένα μυθιστόρημα να έχει διαβάσει το προηγούμενο του συγγραφέα του. Για το λόγο αυτό, η αναφορά στη «Νόσο των εραστών» σε τέτοιου είδους πλαίσια μου φαίνεται αν όχι ένα φτηνό κόλπο προβολής του βιβλίου αυτού, τουλάχιστον κακόγουστη και αλαζονική.
Δεν έχω την προσδοκία από τα μυθιστορήματα που διαβάζω να δημιουργήσουν κάποια σπουδαία τομή στη ζωή μου, αν και ευτυχώς αυτό έχει συμβεί και συνεχίζει να συμβαίνει χάρη σε κλασικούς αλλά και σύγχρονους μάστορες της γραφής. Βρίσκω τον εαυτό μου ικανοποιημένο ως αναγνώστη όταν πέφτει στα χέρια μου ένα βιβλίο που διαβάζεται χωρίς να μου προκαλεί πλήξη και έχει κάτι να μου αφήσει στο τέλος, ας είναι αυτό έστω ένα ανατρεπτικό φινάλε. Ένα τέτοιο βιβλίο θα ήταν το «Μόνο τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα» αν δεν απέπνεε μια αδικαιολόγητη αλαζονεία και αν δεν είχε φορτωθεί με βαρύγδουπες λέξεις που υπαινίσσονται απύθμενα βάθη, τα οποία όμως δυστυχώς δεν φτάνουν.
Info: Κυριάκος Γιαλένιος, «Μόνο τα νεκρά ψάρια ακολουθούν το ρεύμα», Ψυχογιός