Μοναδική πατρίδα ο ουρανός και ο χώρος της καρδιάς (της Χριστίνας Γκορίτσα)

0
165

 

της Χριστίνας Γκορίτσα (*)

Ποια είναι τα πρωταρχικά υλικά της σύνθεσης της Μεταθανασίας του Ηλία Στόφυλα; H μνήμη πρώτα κι έπειτα δύο αλληλοτροφοδοτούμενα, ο θάνατος και η διαρκής αναζήτηση της λύτρωσης. Ο θάνατος ταυτίζεται με την ανυπαρξία, δηλαδή με τον θάνατο του εσωτερικού ανθρώπου, που είναι άμεσα συνυφασμένος με την απογοήτευση για κάθε χαμένη ευκαιρία λύτρωσης. Αναζητά εναγωνίως τους υπεύθυνους. Ο εμβατηριακός λόγος σε πολλά σημεία, όπως αλλεπάλληλα επανέρχεται σε όλη την ποιητική συλλογή, το απόλυτο ύφος—που εναργώς αισθητοποιείται από την αυστηρότητα των σημείων στίξης, κυρίως της τελείας και της άνω τελείας, όπως αυτά υψώνουν τείχη, καλλιεργώντας έναν αιχμηρό, κοφτό δηλωτικό λόγο—μαρτυρά πως ο ποιητής όχι μόνο έχει αναγνωρίσει τους υπεύθυνους του θανάτου του αλλά και βάλλει κατά αυτών. Θα έλεγε κανείς πως η ανάγκη της ποιητικής γραφής του εκκινεί κυρίως από αυτή την ανάγκη· της καταγγελίας, του ξεσπάσματος, της ανακούφισης, της εκτόνωσης. Η ποιητική γραφή αποτελεί ένα είδος θεραπείας του ποιητή, ένα είδος αυτολύτρωσης. Έχει ψάξει τη λύτρωση μέσα στον κόσμο, μέσα από αγαπημένα πρόσωπα. Αλλά δεν τη βρήκε. Η έννοια της διάψευσης και ματαίωσης επανέρχεται ως ένα από τα βασικά στοιχεία του πυρήνα της ποιητικής σύνθεσης։

[«Σημαντικοί άλλοι»]

Φύγατε κρυφοί μου άλλοι,

για να απαρνηθώ όσα περνούν τις νύχτες κάτω από το όνειρο,

το άγριο «όλα ή τίποτα»,

την απωλεσθείσα εφηβεία.

[«Παύσατε πυρ»]

Τώρα που η φθαρμένη μου ταυτότητα

συναντήθηκε με τη σκοτεινή γη των διαψεύσεων·

των διαψεύσεων για το ατελεύτητο εμείς. […]

Παύσατε πυρ!

Για το πρόσκαιρα οριστικό φινάλε του αισθήματος […]

Και τη μισή, αδίστακτη ανυπαρξία, […]

Για να απαντήσω στο ψυχωμένο αίνιγμα του γκρεμού μου,

για να καρφώσω στον σταυρό το ξεψυχισμένο μου όνειρο,

τη νικημένη μου ζωή.

Απογοητευμένος επιχειρεί έναν «αναχωρητισμό» εκ του κόσμου, δια της στροφής στον εαυτό του, όχι με εγωιστικούς όρους, αλλά με καθαρά ανθρώπινους. Και αναμοχλεύει τις πληγές του, τα τραυματισμένα συναισθήματα, την εσχάτη προδοσία. Και η αναμόχλευση γίνεται πόνος· ο πόνος γίνεται λόγος και ο λόγος ποίηση։

[«Τραυματισμένος άγγελος»]

Αμέσως, βρέθηκα στον όμιλο των τραυματισμένων αγγέλων.

Παρίας, φυγόκοσμος κι ένθεος μαζί.

Αν θυμηθούμε τα λόγια του Κώστα Καρυωτάκη «Η ποίηση είναι το καταφύγιο που φθονούμε», τότε μπορούμε να αναγνωρίσουμε τη Μεταθανασία ως τη σύνθεση ενός «καταφύγιου», που ο ποιητής πρόσμενε πολύ καιρό. Ο ευαίσθητος συναισθηματικός και ψυχικός κόσμος του παραγνωρίστηκε, ώστε το πρόσωπο το οποίο Εκείνοι αποδέχονται ως αληθινό, αυτός να μην το θεωρεί δικό του։

[«Διαφεύγον πρόσωπο»]

Το πρόσωπο της φωτογραφίας

δεν είμαι εγώ.

Λείπουν τα εκρηξιγενή βλέφαρα,

Τα τρεμάμενα ματόφυλλα,

Τα πέταλα της εσωτερικής μου ανεμώνας.

 

[«Υπόγειο»]

Ψάχνοντας στη σκόνη του υπογείου,

βρήκα το όνομά μου.

Αυτό δε μου χρειάστηκε ποτέ.

 

Η μνήμη «θρυμματισμένη» καθοδηγεί την ποιητική αναδίπλωση αλλεπάλληλων περασμένων στιγμιότυπων της ζωής του ποιητή, που θυμίζουν αποτυπωμένες καλλιτεχνικές λήψεις πότε φωτογραφικών, πότε  κινηματογραφικών, που περνούν μπροστά από τα μάτια του εκάστοτε αναγνώστη καλλιεργώντας μία «μυστική» σχέση μαζί του· σαν η εκμυστήρευση να είναι εντελώς προσωπική, σαν ο ποιητής να τις προβάλλει αποκλειστικά σε εκείνον εν είδει εξομολόγησης καθιστώντας τον κοινωνό των οριακών εμπειριών αυτού και της βαθιάς ανάγκης του για κάθαρση. Η μνήμη δεν αποτελεί μόνο μία πηγή τροφοδοσίας αλλά ολόκληρο τον διαθέσιμο καμβά, όπως προϋπήρχε στην ψυχή του ποιητή και ανέμενε να αισθητοποιηθεί, να λάβει μορφή. Θα έλεγε κανείς πως εδώ η ποίηση δεν αποτυπώνει τη μνήμη, αλλά η μνήμη γίνεται ποίηση. Δεν εκδηλώθηκε, δεν εξέβαλε ως ποίηση άπαξ, αλλά «γίνεται», συνεχώς και αδιάληπτα, καθώς ο λόγος εδώ ενέχει μια εξελικτική δυνητική σημασιοδότηση. Παρά το γεγονός ότι εκκινεί από συγκεκριμένα προσωπικά βιώματα, με συγκεκριμένες χωρικές και χρονικές συνιστώσες, καμία νύξη προσωπικής εμπειρίας δεν εντοπίζεται πουθενά στην ποιητική συλλογή. Αντίθετα, ο ποιητής επιχειρώντας μία καταβύθιση σε αρχέτυπα ζητήματα της ανθρώπινης ύπαρξης—αναφερόμενος στη στάση του ανθρώπου απέναντι στον θάνατο, στον έρωτα, στο θείο, στο κάλεσμα για σωτηρία—ανακαλεί ένα συλλογικό βίωμα με κύριο όχημα τα σύμβολα, ο απροσδόκητος και γοητευτικός χειρισμός των οποίων αποτελούν ένα από τα κομβικότερα στοιχεία της δύναμης αυτής της ποιητικής δημιουργίας.

Αν και απογοητευμένος ο ποιητής δεν εκπέφτει στην ηττοπάθεια, αλλά ομολογεί την εμπειρία μιας αναγέννησης, ώστε ο ποιητικός λόγος να ακροβατεί επί του αντιθετικού δίπολου αναγέννηση-θάνατος, που διαπερνά σαν τεντωμένη χορδή όλη τη συλλογή λαμβάνοντας διαφορετική εκφραστική αμφίεση σε κάθε ποίημα։

[«Παύσατε πυρ»]

Τώρα που το μονόφθαλμο εγώ εγκαινίασε κάποιο άλλο αντηχείο·

Το αντηχείο της καινούριας μου ύπαρξης.

 

Εύλογα έπρεπε πρώτα να προηγηθεί η απάρνηση της κοσμικής ταυτότητας. Απαρνείται με παρρησία τις ρίζες του, που στον πρότερο βίο του ήταν οι πολυτιμότερες αξίες του· πρόσωπα της οικογένειάς του, ο τόπος του. Ωστόσο δε νιώθει μόνος, καθώς εξομολογούμενος βρίσκει συγγενείς, νέους, που ο καινούργιος δρόμος ορθώνει εμπρός του· συγγενείς από το γένος των τραυματισμένων, γιατί όλοι οι τραυματισμένοι συγγενεύουν. Έτσι, άπατρις καθώς απομένει, αναγνωρίζει ως νέα και μοναδική πατρίδα τον ουρανό και τον χώρο της καρδιάς։

[«Η κιμωλία»]

Φόρεσα το στέμμα του απολιτογράφητου

και πήρα τη μεγάλη απόφαση։

να διεκδικήσω το μονοπώλιο της ύπαρξης,

να αποκαταστήσω τον θάνατο σε μία δεύτερη ζωή,

 

[«Ο προκαθήμενος των πληγών»]

Εκείνο το σπίτι, δε με συγχώρεσε ποτέ με όλον μου τον θάνατο. […]

Αντέδρασα.

Μια μέρα κάθισα πάνω στα μαχαίρια. […]

Στο νέο πιστοποιητικό θανάτου,

Δεν έβαλα τη φωτογραφία του προσώπου μου. […]

Και υπέγραψα ως αυτό, που πραγματικά ήμουν։

Κάποιος που είχε πάντα μέσα του την αστραπή.

 

 

Αυτή τη δεύτερη ευκαιρία, τη λύτρωση αναζητά μέσα από τη σχέση του με το θείο։

[«Η συντέλεια του νόστου»]

Κόλλησα στο στήθος τα βήματα της ερημιάς μου

και περπάτησα

μέχρι να βρω το αίμα των αγίων.

Το τέλειο αντίδωρο.

Με ένα δριμύ συνηγορώ στον έρωτα

και με το όνειρο να συσπάται μέσα μου,

βρήκα τη νέα μου κατοικία.

 

Θέλει να είναι παιδί του φωτός· διψάει η ψυχή του για Θεό πέρα από κάθε φαρισαϊκή ηθική· για τον Θεό που με το αίμα του θα λυτρώσει τους πάντες· για Χριστό.

(*) Η Χριστίνα Γκορίτσα  είναι υπ. Διδάκτωρ Νεοελληνικής Φιλολογίας ΕΚΠΑ

 

Ηλίας Στόφυλας, Μεταθανασία, 24 γράμματα

 

 

Προηγούμενο άρθροΓια το σεξ, την αγάπη, την παιδική ηλικία (του Φίλιππου Φιλίππου)
Επόμενο άρθροΣυμφιλίωση με τον εαυτό (του Θανάση Αγάθου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ