Του Χρίστου Κυθρεώτη.
Την πεζογραφία του Βασίλη Λαδά χαρακτηρίζουν τρία στοιχεία: η επιλογή λιτών εκφραστικών μέσων, η έμφαση στον κοινωνικό προβληματισμό και η γλαφυρή και σε χρονική προοπτική αναπαράσταση του πατρινού περιβάλλοντος. Ταυτόχρονα, υπάρχει ο σταθερός προσανατολισμός σε κάποιο θέμα, που ο συγγραφέας «κυκλώνει» από παντού, μιας και κάθε επιλογή του σχετική με τους χαρακτήρες, την ιστορία ή τα αφηγηματικά μοτίβα μοιάζει να εξυπηρετεί με συνέπεια, έστω και υπό διαφορετικές οπτικές γωνίες, τη θεματολογία του κάθε βιβλίου του. Έτσι, στον θεματικό πυρήνα του τελευταίου του μυθιστορήματος, που υπό τον τίτλο «Αφρικανική σκόνη», κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Γαβριηλίδη, εντοπίζεται η έννοια της ηθικότητας, και ειδικότερα το εφικτό ή το ανέφικτο της ηθικής στάσης στο σημερινό πλαίσιο, όπως αυτό διαμορφώνεται τόσο από την υποχώρηση ή τον εκφυλισμό της θρησκείας και της πολιτικής ιδεολογίας (βασικών δημιουργών ηθικών πλαισίων κατά το παρελθόν) όσο και από την ειδικότερη συγκυρία της κρίσης, κατά την οποία το ηθικό κριτήριο υποτίθεται ότι αμβλύνεται. Ο συγγραφέας δομεί και εδώ τους χαρακτήρες και την ηθελημένα χαλαρή πλοκή του βιβλίου κατά τρόπο που απηχεί ευθέως τους πιο πάνω προβληματισμούς, καθώς οι περισσότεροι (κεντρικοί ή δευτερεύοντες) ήρωες προέρχονται από πολιτικά, θρησκευτικά ή γενικότερα ηθικά φορτισμένα περιβάλλοντα. Έτσι, ο Χάρης είναι αδερφός του τοπικού πολιτευτή Παπαθάνου που εκπροσωπεί μία ευκαιριακή, ηθικά αδίστακτη και εκφυλισμένη εκδοχή της αριστεράς, ενώ ο ίδιος υπήρξε στο παρελθόν ναρκομανής, όπως και ο άλλος του αδερφός. Αντίστοιχα, ο δημοσιογράφος Μαντάς προέρχεται από την οικογένεια ενός έντιμου αριστερού, του οποίου η ηθική ακέραιη στάση αποτέλεσε πηγή δεινών για τους δικούς του, ενώ ο συνταξιούχος δικηγόρος Μαρίνος υπηρέτησε επί σειρά ετών τη δικαιοσύνη με κίνητρα κατά βάση ιδεολογικά και ανθρωπιστικά, πριν αποσυρθεί μπουχτισμένος από το επάγγελμά του. Εξάλλου, ο «Πρόεδρος», μια φιγούρα που περιφέρεται υποβλητικά σε όλο το μυθιστόρημα, προέρχεται από ένα περιβάλλον θρησκευτικής αυστηρότητας, ένα φαινομενικά στέρεο ηθικό πλαίσιο, που παρ’ όλ’ αυτά δεν στάθηκε ικανό να τον προστατεύσει από την αυτοϋπονόμευση όταν τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν ανάποδα.
Έχοντας διαμορφώσει έτσι τους χαρακτήρες του, ο Λαδάς τους βάζει έπειτα να καταπιάνονται με έργα κατ’ εξοχήν ηθικά χρωματισμένα, να αφοσιώνονται στη βοήθεια ή τη δικαίωση των αδύναμων, και ακριβέστερα των υπεράριθμων που κάθε κοινωνία, και δη κάθε κοινωνία σε κρίση, παράγει. Από τα παιδιά με ειδικές ανάγκες του συλλόγου «Πέρασμα», μέχρι τους ναρκομανείς και τα ορφανά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου που πέθαναν από υποσιτισμό στο ορφανοτροφείο της Πάτρας επειδή οι υπεύθυνοι ιδιοποιήθηκαν τους πόρους που προορίζονταν για τη σίτισή τους, οι ήρωες του βιβλίου μοιάζουν να έχουν αφιερώσει ένα μεγάλο μέρος της ενεργητικότητάς τους στην προστασία των πιο ευάλωτων συμπολιτών τους. Επειδή όμως το βιβλίο δεν εξαντλείται στην απλή καταγραφή, αλλά χαρακτηρίζεται επίσης από ψυχογραφική οξυδέρκεια, στη δράση των ηρώων, πέρα από τα αμιγώς αλτρουιστικά και άρα αποτιμητά στην ηθική κλίμακα κίνητρα, προσάπτονται και κίνητρα προσωπικά: η εμμονή που καταλαμβάνει τον Μαντά με τα ορφανά του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου μπορεί να έχει τη ρίζα της στο γεγονός ότι ο ίδιος δεν έχει παιδιά (όπως και ο ίδιος εικάζει σε κάποιο σημείο), ενώ η ενασχόληση του Χάρη με τα παιδιά με ειδικές ανάγκες αποτέλεσε ταυτόχρονα για τον ίδιο και τη διέξοδό του από τον αυτιστικό κόσμο των ναρκωτικών. Αντίστοιχα η προσωπική ζωή του Μαρίνου παρουσιάζεται διαλυμένη και ο ίδιος έχει χάσει κάθε επαφή με τις κόρες του, που ζουν στον Καναδά. Έτσι η δράση των πρωταγωνιστών του βιβλίου, ανεξάρτητα από το ηθικό της πρόσημο, αφήνεται ανοιχτή και σε ψυχολογικές ερμηνείες – η μεγάλη επιτυχία του Λαδά όμως είναι ότι δεν προκρίνει ούτε απορρίπτει καμία από αυτές τις ερμηνείες. Αποφεύγει έτσι δύο σκοπέλους: πρώτον, την «ψυχολογιοποίηση», τη μηχανιστική δηλαδή αναγωγή της δράσης των ηρώων στις πιθανές ψυχολογικές της ρίζες, και δεύτερον, την εξιδανίκευση, την αναγόρευση δηλαδή των πρωταγωνιστών του βιβλίου σε «ηθικούς υπερήρωες», που έρχονται με αμιγώς αλτρουιστικά κίνητρα να αποκαταστήσουν τη δικαιοσύνη ή να παράσχουν προστασία στους αδύναμους. Αποφεύγει, με άλλα λόγια, τόσο τον κοινωνικά αφελή ηθικό σχετικισμό όσο και τη μετατροπή των ηρώων του σε καρικατούρες, επιμένοντας να παρουσιάζει πειστικούς, αντιφατικούς και γεμάτους αμφιβολίες ανθρώπινους χαρακτήρες.
Στη γραμμή αυτή, ο συγγραφέας επιλέγει να τονίσει ένα από τα ψυχολογικά χαρακτηριστικά που μοιράζονται οι ήρωές του και που είναι εκ πρώτης όψεως αντιφατικό με την κοινωνική τους δράση: την ενοχικότητα. Όλοι τους αναζητούν τις συνέπειες των πράξεών τους και δεν παύουν να αναρωτιούνται μήπως όσα κάνουν για να βοηθήσουν τους άλλους καταλήγουν να τους βλάπτουν. Η ενοχικότητα παρουσιάζεται έτσι ευθέως ανάλογη με την ηθικότητα, καθώς, για παράδειγμα, ο Χάρης βασανίζεται διαρκώς από την υποψία ότι οι προσπάθειές του να βοηθήσει τον ναρκομανή αδερφό του ενδεχομένως οδήγησαν στον θάνατό του, ενώ ο αμοραλιστής Παπαθάνου, που πιθανόν είναι όντως υπεύθυνος για αυτόν τον θάνατο, δεν διακατέχεται από παρόμοιους προβληματισμούς. Ακόμα και ο «Πρόεδρος», με όλη την αμφιλεγόμενη προέλευση και στάση του, στο τέλος δεν συντρίβεται από τις πιθανές αβαρίες του, αλλά από τον πυρήνα ηθικότητας που διασώζει – είναι αυτή που τον κάνει να αναρωτιέται κατά πόσο υπήρξε δίκαιος ως δικαστής στη σταδιοδρομία του και τον οδηγεί στην κατάρρευση. Όπως υπογραμμίζεται και από το εύστοχα ανοικτό τέλος του μυθιστορήματος, όχι η επιβράβευση ή η δικαίωση, αλλά η αβεβαιότητα, σε όλες της τις εκφάνσεις, μοιάζει να είναι η μοίρα των ανθρώπων που επιμένουν να προσανατολίζουν και να αξιολογούν ηθικά τη δράση τους, σε μια εποχή που στερεί την ηθικότητα από όλα της τα ερείσματα. Εξ ου και ο Μοναχικός Λύκος, η ταυτότητα του οποίου παραμένει μέχρι τέλους άγνωστη, αντιπροσωπεύει ακριβώς αυτό το ηθικό και λογικό κενό που προκύπτει όταν οι μεγάλοι παραγωγοί ηθικών παραδειγμάτων (θρησκεία, πολιτική ιδεολογία) χρεοκοπούν, παραμένει ωστόσο η ανάγκη για μια ηθική συμπεριφορά. Το περιεχόμενο που θα δώσει κανείς σε αυτήν την άστεγη, ορφανή ηθική παραμένει ανοιχτό, όπως και τα κίνητρα του Μοναχικού Λύκου, που μπορεί να είναι από φασιστική οργάνωση που κηρύσσει το τυφλό μίσος, μέχρι ένα είδος ηθικού τιμωρού που έρχεται για να αποκαταστήσει τη δικαιοσύνη και να προστατεύσει τους αδύναμους.
INFO: Βασίλης Λαδάς, Αφρικανική σκόνη, εκδ. Γαβριηλίδης