του Δημήτρη Σαραφιανού (*)
Στην κατεύθυνση που χάραξε με το Statecraft, τη διοργάνωση περιοδικών εκθέσεων κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού, σε συνδυασμό με παράλληλες σχετικές εκθέσεις, συνεχίζει το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, σε επιμέλεια της Κατερίνας Γρέγου. Η έκθεση Modern Love: Η αγάπη στα χρόνια της ψυχρής οικειότητας, διερευνά το φαινόμενο της διαμόρφωσης των συναισθημάτων και των στενών ανθρώπινων δεσμών στα χρόνια του ύστερου καπιταλισμού, της παγκοσμιοποίησης, της ψηφιακής διασύνδεσης και των μέσων κοινωνικής δικτύωσης.
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ανέκαθεν το καπιταλιστικό σύστημα χρησιμοποιούσε την οργανωμένη διακίνηση συναισθήματος για να τονώσει τη ζήτηση, μέσω της διαφήμισης και της προβολής προτύπων ζωής. Τα οικονομικά πρότυπα επιτυχίας (στην καριέρα, την απόκτηση πολυτελών αγαθών) ταυτίστηκαν ως πρότυπα επιτυχίας και στον έρωτα, με τις ανάλογες σεξιστικές διαφοροποιήσεις, υπερπολλαπλασιάζοντας τελικά ένα άλλο συναίσθημα: το άγχος (θα φτάσουμε ίσως και να σκοτώνουμε για λίγο βιάγκρα, για να ανταποκριθούμε στα παγκοσμιοποιημένα κυρίαρχα πρότυπα, όπως αναρωτιόνται οι Gabriel Abrantes και Benjamin Crotty στο εξαιρετικό Liberdade😉 Ταυτόχρονα, μια ολόκληρη πολιτιστική βιομηχανία επένδυσε στη διαμόρφωση προτύπων για τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τα συναισθήματά μας, πρωτίστως την αγάπη, διαμορφώνοντας και μια σειρά καταναλωτικών προτύπων, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την παγκόσμια κυριαρχία των Χριστουγέννων ή της γιορτής του Αγίου Βαλεντίνου, αλλά και βέβαια μια σειρά προτύπων της πατερναλιστικής κοινωνίας, τον πατέρα κουβαλητή και προστάτη, τη μάνα φροντίστρια και τροφό (Peter Puklus, The Hero Mother: How to Build a House), πρότυπα-μοντέλα πάνω στα οποία θεμελιώθηκε ολόκληρη η βιομηχανία της μόδας (την οποία κριτικά αντιμετωπίζει ο Duran Lantink, Old stock collection: look 3 – Purple vagina face), αλλά και οι σεξουαλικές ταυτότητες (Melanie Bonajo, Night soil – Economy of love). Όμως ο καπιταλισμός δεν ενσωμάτωσε μόνο τη φασιστικού-θεοκρατικού τύπου επικύρωση της πατριαρχίας (π.χ. την όχι και τόσο μακρινή μας λογική εξορκισμού των ομοφυλοφίλων – David Haines, Dereviled), αλλά ακόμα και τις εξαιρετικά σημαντικές αντιδράσεις απέναντι στα κυρίαρχα πρότυπα, μεταβάλλοντάς τις σε διαφοροποιημένα προϊόντα (David Haines, Still life with flyers). Είτε, λοιπόν, σκληρή σαν μάρμαρο, είτε, ως αντίδραση, «μαλακή» και queer, ακόμα και η αρχαιολαγνεία γίνεται εμπορευματικό αγαθό και πλέον μπορεί να ψηφιοποιηθεί υπό τους ήχους της Donna Summer, βρίσκοντας νέα αλγοριθμικά πεδία επ’ άπειρον διατήρησης (Aνδρέας Αγγελιδάκης, Center for the critical appreciation of antiquity, Infinity Teleport). Είναι όμως τελικά οι εφήμερες επιθυμίες και αντιλήψεις μας που εξακοντίζονται στο διηνεκές ή η ίδια η εμπορευματική μορφή;
Η έκθεση βασίζεται μεν στο βιβλίο της Eva Illouz, Cold Intimacies: The making of emotional capitalism (στα ελληνικά, Ψυχρή τρυφερότητα, εκδόσεις Oposito, μτφρ. Μ. Στασινοπούλου), αποφεύγει όμως να ασχοληθεί με τη βασική προβληματική του βιβλίου, δηλαδή τη διαμόρφωση ενός ολόκληρου τομέα που συνδυάζει management, ψυχολογία, ολιστικές αντιλήψεις και προωθεί την έκφραση του συναισθήματος στον χώρο εργασίας και την ανάπτυξη ανάλογων συναισθηματικών δεξιοτήτων, προκειμένου να αυξηθεί η παραγωγικότητα της εργατικής δύναμης (παραγωγή συναισθηματικού κεφαλαίου).
Μεταλλαγές στον χώρο της ψηφιακής παραγωγής
Παρά ταύτα, η έκθεση μας φέρνει αντιμέτωπους με πραγματικές μεταλλαγές στον χώρο της ψηφιακής παραγωγής. Είναι πλέον γνωστό ότι η προβολή στις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης μπορεί να αποφέρει ακόμα και έσοδα στον χρήστη, κυρίως όμως αποφέρει τεράστια υπερκέρδη και εξουσιαστικό έλεγχο στις εταιρείες αυτών των πλατφορμών, μέσα από την εκμετάλλευση των προσωπικών δεδομένων, αλλά και εν γένει του περιεχομένου που μεταφορτώνεται (Ariane Loze, If you didn’t choose A, you will probably choose B). Η πίεση για τη διαμόρφωση ενός ενεργού προφίλ με ευρεία κοινωνική απήχηση (με φίλους, ακολούθους, likes κ.λπ.) αναπροσδιορίζει την ταυτότητα του χρήστη, ενισχύοντας τον ναρκισσισμό του, ανεξάρτητα από το αν αναπαράγει κυρίαρχα ή εναλλακτικά πρότυπα (Ariane Loze, Our cold loves). Η «επιτυχία» βρίσκει ένα νέο πρόσφορο πεδίο (αν δεν είσαι ενεργός, είσαι νεκρός), που οδηγεί και στην υπερεκμετάλλευση του χρήστη, ο οποίος φορτώνει ή παρακολουθεί περιεχόμενο για άπειρες ώρες, σαν να μην υπάρχει αύριο (David Haines, Man Reading Messages). Η μείωση του ελεύθερου χρόνου, η ένταση της εξατομίκευσης και των ρυθμών που δεν μας επιτρέπει να ακουστούμε, αλλά και να ακούσουμε τους άλλους, να ανοίξουμε ένα πεδίο διαλόγου, που δεν θα είναι απλά μονόλογος κωφών, ο κάθε ένας με τον ναρκισσισμό, τα τραύματα και τις άμυνές του (Marijke de Roover, Niche content for frustrated queers), βρίσκει διέξοδο μέσα από το βάθεμα του καταμερισμού της εργασίας, είτε μέσω της βιομηχανίας του σεξ (Candice Breitz, TLDR, Melanie Bonajo, Night soil: economy of love) είτε, ακόμα πιο εξελιγμένα, με την παραγωγή ηλεκτρονικών συντρόφων και ρομπότ (Melanie Bonajo, Progress vs regress, παράλληλη έκθεση, που θέτει και το ερώτημα τι είναι τελικά πρόοδος· Marge Monco, I dont know you, so I cannot love you, όπου η ψηφιακή επικοινωνία κατακερματίζει το υποκείμενο και δημιουργεί τελικά σύγχυση στο ποιος είναι τι). Αν και τα ρομπότ μπορεί να είναι πολύ πιο ανθρώπινα από τον άνθρωπο, όπως δείχνει το υπέροχο Οs humores artificiais του Gabriel Abrantes, ένα συγκινητικά καυστικό σχόλιο για την απανθρωποποίηση μέσω της εκπαίδευσης και της επιτυχίας. Ισχύει το αντίστοιχο με τις σεξεργάτριες σε σχέση με τον πελάτη-καταναλωτή, όταν διεκδικούν την περηφάνεια και την αξιοπρέπεια τους; Καταφατικά απαντάνε τα βίντεο του Bonajo και της Breitz και έχουν δίκιο όταν η διεκδίκηση αυτή παίρνει τη μορφή της συλλογικής αντίστασης στην ποινικοποίηση, που τους στερεί βασικά ανθρώπινα δικαιώματα (αναδεικνύοντας, ταυτόχρονα, την υποκρισία του χολιγουντιανού σταρ σύστεμ). Από αυτό όμως το σημείο μέχρι τη «θεραπευτική» πλευρά της πορνείας μάλλον μεσολαβεί ένα είδος traffickingwashing…
Σε κάθε περίπτωση, το κοινωνικό αποτύπωμα της εξατομίκευσης στη σύγχρονη μεγαλούπολη δεν απέχει πολύ από τα έργα του Μπρύγκελ ή του Ιερώνυμου Μπος (Γιώργος Πρίνος, Χωρίς τίτλο), η αίσθηση της αφής περιορίζεται στην αφή της οθόνης (Εύα Παπαμαργαρίτη, Soft Touch), η γραφή, ακόμα και ενός ερωτικού γράμματος, συγχέεται με το σερφάρισμα σε μια διαρκή διάσπαση προσοχής (Marge Monco, Dear D.) και η μνήμη της ανθρώπινης ζεστασιάς γίνεται η ψυχρή μνήμη των προϊόντων που παρέχουν θερμότητα (Laura Cemin, Persistence of memory). Ακόμα και ο θάνατος, που τόσο συγκινητικά προσεγγίζει η Juliet Jacques (You will be free), λαμβάνει στο Διαδίκτυο μια ψευδαισθητική μορφή μετά θάνατον ζωής (data ην και εις data απελεύσει, εν τόπω ψηφιακώ, εν τόπω αναδράσεως). Μήπως όμως με αυτό τον τρόπο διαμορφώνεται μια κοινωνία που αρνείται να αποδεχθεί την απώλεια, σε διαρκές πένθος και –ιδίως για τις ζωντανές απώλειες, που είναι πλέον ένα κλικ κοντά μας– σε διαρκή οργή;
Εμπορευματοποίηση του (ψηφιακού) εγώ
Ταυτόχρονα, μέσα από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης, η ίδια η ταυτότητα (πραγματική ή ψεύτικη) του χρήστη, το ψηφιακό του εγώ, γίνεται εμπόρευμα. Μια ψηφιακή μανουφακτούρα, τα εγωρεύματα της οποίας τυγχάνουν εκμετάλλευσης από τους διαδικτυακούς γίγαντες. Όπως ο εργάτης για το αφεντικό του εμφανίζεται ως ένα απλό μέσο προς τον ύστατο σκοπό, το κέρδος, έτσι και η ψηφιακή ταυτότητα πραγμοποιείται ως ένα μέσο για τον σκοπό του κέρδους και της επιτυχίας. Η έκθεση αναδεικνύει πώς το βάθεμα του καταμερισμού της εργασίας παράγει καινούργιες δουλειές και προϊόντα στη μεταψηφιακή εποχή, προκειμένου να προωθείται πιο αποτελεσματικά το εγώρευμα και να αυξάνει την επιτυχία του και τα εισοδήματά του μέσα από κοινωνικές νόρμες, λογισμικά και στατιστικά εργαλεία (Lauren Lee McCarthy, Social Turkers, της ίδιας και του Kyle Mac Donald, Pplkpr, Μαρία Μαυροπούλου, Stats). Το άγχος και η ανασφάλεια επίσης αυξάνονται, είτε με την πολλαπλότητα των επιλογών στα ψηφιακά σούπερ μάρκετ επιλογής συντρόφων είτε με τη διαρκή αναρώτηση αν το ψηφιακό προφίλ του εαυτού ή του άλλου θα αντιστοιχεί στην πραγματική του ταυτότητα (Κυριακή Γονή, The PerfectLove: #couplegoals), καθώς, αν μη τι άλλο, η σωματική επαφή αποκαλύπτει πολύ περισσότερα για τον άλλο από αυτά που λέει ή δείχνει (Laura Cemin, The warmth, Margaret Salmon, I You Me We Us).
Τι σχέση αγάπης μπορεί να διαμορφωθεί ανάμεσα σε δυο (ή περισσότερα) εγωρεύματα; Η ψυχρή αντανάκλαση δυο οθονών στο κρεβάτι, στο τραπέζι, στο σαλόνι (Mαρία Μαυροπούλου, Sunday Afternoon, Evening with Friends, Anniversary Dinner) γίνεται το παγερό μαυσωλείο της ψηφιακής αγάπης, όπου η παρουσία των αντικειμένων αναδεικνύει την έλλειψη των προσώπων (αντίστοιχη παγωμάρα βέβαια βιώνεται και σε μη ψηφιακές οικογένειες) και φτάνει ως την πλατωνική θέωση μέσα από την αγία τριάδα λάπτοπ, τάμπλετ, κινητό (Mαρία Μαυροπούλου, Holy Trinity – ίσως, βέβαια, να πρόκειται για την τέλεια υπερβατική θεώρηση, αφού με αυτό τον τρόπο η ανάγκη του σώματος καταργείται, όπως σωστά επισημαίνει και ο ψηφιακός, προς το παρόν, κατάλογος).
Ποια αντίσταση;
Πώς μπορεί κανείς να αντισταθεί σε αυτή τη συναισθηματική μετάλλαξη; Η τεχνολουδίτικη αντίσταση της παραγωγής γκάτζετς για να αποφύγουμε τη χρήση του Διαδικτύου (Hannah Toticki, Touch Screen Protection Rings, Digital Embrace, Focus Wear, Smartphone Protection Glasses) δεν είναι λύση. Ούτε μια ουτοπική σοσιαλφιλελεύθερη ευχή «to slow down», αφού χωρίς τη διαρκή επέκταση, με την παραγωγή νέων προϊόντων και επιθυμιών, με το άνοιγμα νέων αγορών, την αύξηση της παραγωγικότητας και της εκμετάλλευσης, το σύστημα κλυδωνίζεται. Η λύση είναι η αναζήτηση των πραγματικών σχέσεων επικοινωνίας με ειλικρίνεια και διάθεση αντίστασης και εντός του ψηφιακού περιβάλλοντος (Mahmoud Khaled, Do You Have Work Tomorrow? όπου το κοινωνικό συμβάν της εξέγερσης εφορμά στο χώρο των πλατφορμών επιλογής ερωτικών συντρόφων) και έξω από αυτό, ακόμα και στις πιο αντίξοες συνθήκες, στον ξεριζωμό, την περιθωριοποίηση, τα σύγχρονα στρατόπεδα συγκέντρωσης, όπου ρίχνουμε στα σκουπίδια την αγάπη για τον συνάνθρωπο, όπως με τον πιο συγκλονιστικό τρόπο δείχνει το Borderless love του Istvan Zsiros. Η αποκάλυψη της αγάπης, που δεν περιορίζεται στην αναπαραγωγή και διαχείριση καταναλωτικών προτύπων, σκίζει τα επίπλαστα πέπλα των κυρίαρχων αναγκών και συνταράσσει τις κατεστημένες δομές, ιδίως αν δεν γίνεται αντιληπτή ως πράξη εξουσιαστικής κατοχής ή, ακόμα χειρότερα, ιδιοκτησίας (Sanam Khatibi, Deadly Nightshade), αλλά ως πράξη που συνδέει το ζευγάρι μεταξύ του και με την κοινωνία ως αντίσταση στην εξατομίκευση (με τη διαμόρφωση ενός «εμείς»). Όχι ως μια προσπάθεια προβολής του εαυτού μας στους άλλους και κατάκτησής τους αλλά ως κατανόηση ότι ο ίδιος μας ο εαυτός διαμορφώνεται και υπάρχει μέσα από τους άλλους.
Αυτό, βέβαια, συμβαίνει με όλες τις σχέσεις όπου η επικοινωνία δεν περιορίζεται στην προβολή του εαυτού και γίνεται αμφίδρομη. Και αυτό, αν και δεν το δείχνει η έκθεση, το εμπεριέχει, καθώς πρωτίστως αφορά την πράξη της δημιουργίας. Το έργο τέχνης (όπως παλιότερα συνέβαινε με όλα τα προϊόντα) παράγεται μέσα από μια αμφίδρομη δημιουργική διαδικασία, γιατί το έργο δεν είναι απλά αντικείμενο του βλέμματος, σε κοιτάει και αυτό και σου λέει επίσης προς τα πού να πας για να βρεθεί το σημείο ολοκλήρωσης, αρκεί βέβαια να ακούς (αξίζει κανείς να δει την ταινία της Celine Sciamma Το πορτρέτο μιας γυναίκας που φλέγεται, που αναδεικνύει πλήρως πως η καλλιτεχνική δημιουργία και ο έρωτας είναι μια αμφίδρομη πράξη απελευθέρωσης και ευγνωμοσύνης και γι’ αυτό μια πράξη μαγική). Ίσως το πλεονέκτημα της έκθεσης (η ψυχρότητά της, που αντανακλά τη σύγχρονη ψυχρή οικειότητα) είναι και το ελάττωμά της: λείπει η ζεστασιά της δημιουργικής διαδικασίας (ένας μόνο πίνακας, πολλά βίντεο – μερικά αμετάφραστα!). Γιατί η συνειδητοποίηση των δημιουργικών μας δυνατοτήτων σε όλα τα πεδία (και στο ερωτικό) και η σημασία της απελευθέρωσής τους από τους κοινωνικούς, εμπορευματικούς δεσμούς που τις περισφίγγουν είναι ίσως το μήνυμα που πρέπει να πάρουμε φεύγοντας από την έκθεση και αντικρύζοντας το σημείο εισόδου, αλλά και εξόδου από αυτή (το έργο του Αγγελιδάκη δηλαδή και τα ερωτήματα που θέτει), ίσως η απάντηση να είναι ότι η μελλοντική αρχαιολογία μπορεί να βρει ως ιδιαίτερο πεδίο ενδιαφέροντος τις συλλογικές μας αντιστάσεις, που αυτές άλλωστε μας μετατρέπουν πραγματικά σε πολίτες.
(*) Ο Δημήτρης Σαραφιανός είναι νομικός και κριτικός τέχνης, επικεφαλής του «Λόφος art project». Το «Λόφος art project» είναι μια νέα πρωτοβουλία που αποσκοπεί στην ανάδειξη των έργων του Πάνου Σαραφιανού (www.panossarafianos.gr) και της Μαίρης Χατζηνικολή (www.maryhatzinikoli.gr), καθώς και στη δημιουργία ενός χώρου εκθέσεων και εκδηλώσεων (στην οδό Βελβενδού 39, στην Κυψέλη), όπου θα συναντιέται η τέχνη με τη ζωή.
Modern Love: H αγάπη στα χρόνια της ψυχρής οικειότητας, Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, Διάρκεια: 15.12.2022-28.5.2023
Ώρες λειτουργίας: Τρίτη, Τετάρτη, Παρασκευή – Κυριακή, 11.00-19.00, Πέμπτη 11.00-22.00
Είσοδος: 8 €, μειωμένο 4 €