του Χρήστου Γ. Λάζου
Ο μνησιπήμων πόνος στον τίτλο αυτού του κειμένου είναι ένας στίχος από τον Αγαμέμνονα του Αισχύλου, την πρώτη από τις τρεις τραγωδίες της Ορέστειας. Το νόημά του είναι «ο πόνος που γεννάει η μνήμη των παθημάτων», ή «της συμφοράς ο καημός» όπως τον αποδίδει ποιητικά ο Γιώργος Σεφέρης.[1] Ό μνησιπήμων πόνος είναι μια βαθιά ανθρώπινη κατάσταση, είναι μια εμπειρία κοινή που χαρακτηρίζει τα κεντρικά πρόσωπα της αφήγησης και συγχρόνως είναι το κόκκινο νήμα που διαπερνά και συνέχει το μυθιστορηματικό χρονικό του Μπένη Νατάν Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του (Αθήνα 2021, Αλεξάνδρεια).
Ο στίχος είναι από την Πάροδο, από την είσοδο του Χορού στη σκηνή, και συγκεκριμένα από τον αίλινο, από το λυπητερό τραγούδι του Χορού των Γερόντων που μιλάει για την κατάσταση των ανθρώπινων πραγμάτων και για τον Θεό, για τον Δία, γιατί στην αρχαία ελληνική θεολογία είναι ο ύπατος αΐων (στ. 55), δηλαδή ο ύψιστος θεός. Ένα αξιοσημείωτο χαρακτηριστικό της στάσης του Χορού είναι ότι μιλάει για τον Θεό με έναν τρόπο που δεν έχει κανένα από τα χαρακτηριστικά μισαλλόδοξων θρησκευτικών φανατισμών (στ. 160-163):
Ζεύς, ὅστις ποτ᾽ ἐστίν, εἰ τόδ᾽ αὐ- Ο Δίας —όποιος κι αν είναι— αν μ᾽ αυτό
τῷ φίλον κεκλημένῳ, τ᾽ όνομ᾽ αρέσει να τον λένε,
τοῦτό νιν προσεννέπω. μ᾽ αυτό κι εγώ τον ονομάζω·
(Μετάφραση Γιάννης Γρυπάρης)
Ο Χορός τιμά τον Δία για τα δύο μεγάλα δώρα που χάρισε στους ανθρώπους, τη φρόνηση, δηλαδή τη δύναμη να σκέφτονται ελεύθερα και να σταθμίζουν κατά την κρίση τους τα πράγματα, και τον νόμο που θέσπισε και όρισε να είναι κυρίαρχος: να μαθαίνει ο άνθρωπος από τα παθήματά του, αναστοχαζόμενος με φρόνηση την εμπειρία του. Παραθέτω το αρχαίο κείμενο και τη μετάφραση του Γρυπάρη (στ. 176 – 181).
τὸν φρονεῖν βροτοὺς ὁδώ- Αυτός στον άνθρωπο άνοιξε το δρόμο
σαντα, τὸν πάθει μάθος της φρόνησης κι έβαλε νόμο: πάθος
θέντα κυρίως ἔχειν. μάθος·
στάζει δ᾽ ἀνθ᾽ ὕπνου, αυτός, ως και στον ύπνο, στην καρδιά
πρὸ καρδίας μας, στάζει τον πόνο, που
μνησιπήμων πόνος· καὶ παρ᾽ ἄ- θυμίζει με τρόμο τα παθήματά μας
κοντας ἦλθε σωφρονεῖν. κι αθέλητα μας συνετίζει.
Τους στίχους στάζει δ᾽ ἀνθ᾽ ὕπνου πρὸ καρδίας / μνησιπήμων πόνος τους έχει εντάξει και ο Γιώργος Σεφέρης στο ποίημα «Τελευταίος Σταθμός». Το ποίημα γράφτηκε στις 5 Οκτωβρίου 1944, στην Cava dei Tirreni, κοντά στο Σαλέρνο, και μιλάει για τις εμπειρίες του παγκόσμιου πολέμου, για τους πρόσφυγες, για τους αιχμαλώτους, για τη συγκέντρωση των Εβραίων στις κατεχόμενες χώρες και τη μεταφορά τους σε στρατόπεδα εξόντωσης, για τη φρίκη, για τις μνήμες που «ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν».[2] Δηλαδή για πράγματα κοινά στους ανθρώπους εκείνης της εποχής, κοινά στον ποιητή και στους ήρωες της αφήγησης του Μπένη Νατάν, κοινά σε όλους εκείνους που –όπως λέει ο τίτλος του βιβλίου- το μέλλον τους ήταν στο παρελθόν τους. Και μιλάει για τον μνησιπήμονα πόνο, κεντρικό θέμα του βιβλίου και κοινή εμπειρία που κουβαλούν όλοι όσοι έζησαν εκείνα τα χρόνια. Παραθέτω τους στίχους που εκφράζουν πολύ καθαρά, για όποιον ξέρει και για όποιον θέλει να μάθει[3], αυτά τα πράγματα:
Όμως ο τόπος που τον πελεκούν και που τον καίνε σαν
το πεύκο, και τον βλέπεις
είτε στο σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό, σπασμένα τζάμια,
νύχτες και νύχτες
είτε στο πυρωμένο πλοίο που θα βουλιάξει καθώς το δεί-
χνουν οι στατιστικές,
ετούτα ρίζωσαν μες στο μυαλό και δεν αλλάζουν(…) (στ. 73 -76)
ένα παρθένο δάσος σκοτωμένων φίλων το μυαλό μας.
Κι α σου μιλώ με παραμύθια και παραβολές
είναι γιατί τ’ ακούς γλυκότερα, κι η φρίκη
δεν κουβεντιάζεται γιατί είναι ζωντανή
γιατί είναι αμίλητη και προχωράει.
στάζει τη μέρα, στάζει στον ύπνο
μνησιπήμων πόνος. (στ. 82 – 88)[4]
Η εμπειρία του Μωύς Νατάν, του κεντρικού ήρωα του βιβλίου, είναι αυτή ακριβώς. Και αυτήν αφηγείται ο Μπένης Νατάν συνυφαίνοντας σε έναν ενιαίο αφηγηματικό ιστό την ιστορία, τη μαρτυρία, τη μνήμη και τη μυθοπλασία.
Το πρώτο στρώμα της αφήγησης είναι τα ιστορικά γεγονότα που παρασύρουν στη δίνη τους τις κοινότητες των ανθρώπων. Οι περιπέτειες του βίου του Μωύς, του πατέρα του αφηγητή, είναι χαρακτηριστικές, σημαδεμένες από την ιστορία του σύντομου και βίαιου 20ου αιώνα. Η αυλαία ανοίγει με το τέλος του πολέμου και την απελευθέρωσή του από τα στρατόπεδα εξόντωσης. Σποραδικά φλας-μπακ περιγράφουν τη ζωή του πριν από τον πόλεμο. Σεφαραδίτης Εβραίος από τη Θεσσαλονίκη, συνετός επιχειρηματίας και ευκατάστατος οικογενειάρχης, βλέπει ξαφνικά τον κόσμο του να αφανίζεται. Μεταφέρεται με «το σκοτεινό βαγόνι, χωρίς νερό,» με όλη του την οικογένεια στο Άουσβιτς. Η γυναίκα και το παιδιά του χάνονται στο Άουσβιτς, στο ολοκαύτωμα της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος και ο αδελφός του Οβαδιάς είναι οι μόνοι επιζώντες, φορείς μιας εμπειρίας και μιας μνήμης αφόρητης, που ο Μωύς πρέπει να βρει έναν τρόπο να την ξορκίσει, να την αναστοχαστεί, να την αντέξει και να την εντάξει στο παρόν και το μέλλον του.
Ο Μωύς ξαναχτίζει σιγά σιγά τη ζωή του αλλά της «συμφοράς ο καημός» δεν τον αφήνει ποτέ, ο μνησιπήμων πόνος είναι η δική του υπαρξιακή συνθήκη. Οι εικόνες των δικών του που χάθηκαν χωρίς να προλάβει να τους αποχαιρετίσει, η εικόνα της αγαπημένης κόρης του στη ράμπα που την οδηγεί στον θάνατό της, είναι ανοιχτές πληγές, αγιάτρευτες, είναι η αβάσταχτη μνήμη που στάζει στην καρδιά του, μέρα και νύχτα, τον πόνο. Αυτή την όψη του βίου του δηλώνει με απόλυτη ευστοχία ο τίτλος του βιβλίου, γιατί πράγματι το μέλλον του Μωύς είναι στο παρελθόν του, στη μνήμη του αδιανόητου που τον στοιχειώνει και απειλεί να τον καθηλώσει στο πένθος και την ενοχή του επιζώντος. Να κρατήσει τη μνήμη ζωντανή, να την αναστοχαστεί και να την μεταμορφώσει σε στοιχείο αυτογνωσίας είναι πλέον έργο ζωής για τον Μωύς, απαράκαμπτος όρος για να συνεχίσει να ζει και για να δώσει νόημα στη ζωή του.
Αλλά αυτή η υπαρξιακή συνθήκη και η συνύφανση ιστορίας και μνήμης δεν είναι συγχρόνως και η ουσιαστική συνθήκη όχι μόνον του γιού που αφηγείται το παρελθόν το δικό του και της οικογένειάς του, αλλά και κάθε ανθρώπου;
Ο Μωύς επιστρέφει στη Θεσσαλονίκη, ανακτά την επιχείρησή του, ξαναχτίζει σιγά σιγά τη ζωή του, παντρεύεται τη Λουίζα. Εκείνη πέρασε την κατοχή στην Αθήνα. Την φιλοξενούσε και την προστάτευε η οικογένεια του Γιώργου Οικονομίδη, του γνωστού ηθοποιού, κονφερανσιέ και ανθρώπου του ραδιοφώνου. Είχε μια πλαστή ταυτότητα με το όνομα Ειρήνη που έλεγε ότι ήταν χριστιανή. Όταν γεννήθηκε ο γιος τους, ο Μωύς ένιωσε ότι κέρδισε τη μάχη απέναντι στο απόλυτο κακό, ότι είχε πλέον ένα μέλλον, σημαδεμένο ανεξίτηλα από το παρελθόν αλλά πραγματικό.
Ο Μωύς δεν μιλάει ποτέ για τη φρίκη, δεν μιλάει ποτέ στο γιό του για τα στρατόπεδα εξόντωσης. Ξέρει ότι «η φρίκη δεν κουβεντιάζεται», ούτε ξεχνιέται. Δεν μιλάει ποτέ για την άφατη, βουβή ενοχή αυτού που επιβίωσε σχεδόν χωρίς τη θέλησή του. Αυτή την ανείπωτη μνήμη κληρονομεί ο Μπένης Νατάν, αυτή την αποσιωπημένη αφήγηση που βαραίνει και στη δική του ζωή, νόμιμη μοίρα του είναι ο μνησιπήμων πόνος που στάζει και στη δική του καρδιά.
Η μνήμη και η εκ των υστέρων αναδόμηση της σημασίας της είναι το δεύτερο στρώμα της αφήγησης. Ο Μπένης Νατάν συγκεντρώνει μαρτυρίες άλλων επιζώντων της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης και της Αθήνας, αφηγήσεις από τους συγγενείς, από τον αδελφό του πατέρα του, από τη μάνα του, συμπληρώνει τα κενά μέσα από συστηματική ιστορική έρευνα και συνυφαίνει όλα τα νήματα σε μια σφιχτή και αληθινή μυθοπλασία.
«Κάποια ενδιάμεσα γεγονότα και δευτερεύοντα πρόσωπα», δηλώνει ρητά στον σύντομο πρόλογο, τα αναπλάθει μυθιστορηματικά «προκειμένου να ολοκληρωθεί η ιστορία¨. Ο γιος, όπως ο ίδιος ομολογεί, «βάζει τον εαυτό του στη θέση του πατέρα του». αναλαμβάνει την ευθύνη να αφηγηθεί τη ζωή και τις περιπέτειες των δικών του, στη θέση και στη μνήμη εκείνων που έφυγαν. Όχι μόνον για να μην ξεχαστούν, όχι μόνον για να βρουν επιτέλους δικαίωση, αλλά συγχρόνως για να γίνει η αφήγηση των δικών τους φριχτών παθημάτων, της βαριάς κληρονομιάς που σημάδεψε και τη δική του ζωή, ο δρόμος και η διαδικασία της δικής του αυτογνωσίας. Ίσως και για να γίνει αυτή η εμπειρία μάθημα ζωής για όλους, για όσους έχουν φρόνηση και νιώθουν.
‘Έτσι βρίσκει τον δρόμο να γεφυρώσει αυτά που γνώριζε με αυτά που του ήταν άγνωστα.[5] Το αποτέλεσμα είναι το μυθιστορηματικό χρονικό Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του. Ένα χρονικό που κρατάει ζωντανή τη μνήμη του παρελθόντος, αναπλάθει τη σημασία της στο δικό του και στο δικό μας παρόν, και ανοίγει ένα δρόμο φρόνησης όχι μόνον για το μέλλον το δικό του και των παιδιών του, αλλά και για το μέλλον κάθε ανθρώπου, κάθε καλόπιστου αναγνώστη που ο Μπένης Νατάν τον καλεί εμμέσως να αναλογιστεί τους ιδιαίτερους, διακριτούς, μοναδικούς τρόπους με τους οποίους και το δικό του μέλλον είναι στο παρελθόν του.
Η έρευνα και η μυθοπλασία με την οποία ο γιος συμπληρώνει τα κενά είναι το επόμενο στρώμα που ολοκληρώνει την αφήγηση. Αλλά αυτή η συνύφανση ούτε αλλοιώνει ούτε υπονομεύει την αλήθεια. Αντίθετα, με τον τρόπο της λογοτεχνίας δείχνει τις σύνθετες αιτιακές σχέσεις που συνδέουν τα γεγονότα, τα επεισόδια του βίου, είτε κατ’ ανάγκην είτε «κατά το εικός» (Αριστοτέλης, Περί Ποιητικής). Και δείχνει συγχρόνως ότι αυτή η αλήθεια δεν αφορά μόνο εκείνους που έζησαν οι ίδιοι αυτά τα γεγονότα ή τους οικείους τους, αλλά αφορά όλους τους ανθρώπους, γιατί το Ολοκαύτωμα, όπως λέει ο ποιητής Πάουλ Τσέλαν, «είναι στον αέρα που αναπνέουμε».
Αυτός είναι ο τρόπος με τον οποίο ο Μπένης Νατάν επιχειρεί να μάθει ποιος ήταν ο Μωύς, «τι έκανε και για ποιο λόγο». Είναι ο τρόπος με τον οποίο θέλει να δώσει στον πατέρα του την ευκαιρία να νικήσει για δεύτερη φορά τον θάνατο και τη λήθη, να του δώσει τη δυνατότητα να ζει όχι μόνον μες στο δικό του μυαλό. Και είναι επίσης ένας τρόπος μιλήσει στα δικά του παιδιά για τη δική του ζωή και για «της συμφοράς τον καημό».
Σε αυτή την προοπτική, ο αφηγητής, ο γιός του Μωύς και της Λουίζας, είναι ο άμεσος κληρονόμος αυτής της μνήμης, είναι εκείνος που πρέπει να διαβάσει το kaddish του πένθους για τους γονείς αλλά και για όλους τους νεκρούς, για «όλα τα καμένα ονόματα» (Πάουλ Τσέλαν), και συγχρόνως να διασώσει τη μνήμη τους και να ανοίξει το μέλλον το δικό του και των δικών του παιδιών. Γι’ αυτό και δίνει στα παιδιά του ονόματα που επιτελούν αυτή τη συνύφανση μνήμης του παρελθόντος και επαγγελίας του μέλλοντος: «Με την Ντάλια αποκτήσαμε δύο παιδιά, την Ειρήνη-Λουίζα και τον Δανιήλ-Μωυσή. Και τα δύο παιδιά πήραν το όνομα των γονέων μου. Δώσαμε στην κόρη μας το όνομα της μητέρας μου, βάζοντας όμως πρώτο το κατοχικό της όνομα, Ειρήνη. Δανιήλ είναι ο προφήτης, που συμβολίζει πραότητα και σοφία».
Το μυθιστορηματικό χρονικό «Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του» είναι μια άσκηση μνήμης και αυτογνωσίας του Μπένη Νατάν που ισορροπεί ανάμεσα στην ψύχραιμη εξιστόρηση των συμβάντων και στη συγκινημένη αφήγηση της ταραγμένης και ανεξίτηλα σημαδεμένης από το Ολοκαύτωμα ζωής των δικών του. Και συγχρόνως είναι –μεταφορικά- κάτι ανάλογο με την παράδοση της Τορά από τον πατέρα στον γιο κατά την τελετή του Μπαρ Μιτσβά: «Ο Μωύς παρέδωσε τον κύλινδρο της Τορά στον γιο του λέγοντας την ευχή “Σε ευχαριστώ Θεέ μου που με απάλλαξες από την τιμωρία του γιου μου”». Ο Μπένης Νατάν μας παραδίδει το βιβλίο του με μια χειρονομία που έχει την ίδια σημασία και μας καλεί εμμέσως να αναλογιστούμε τους ιδιαίτερους, διακριτούς, ενικούς τρόπους με τους οποίους και το δικό μας μέλλον είναι στο παρελθόν μας.
Ο Μπένης τελειώνει την αφήγηση με μια ευχή: «Ελπίζω να μη βρεθώ ποτέ στη θέση του Μωύς. Ούτε εγώ, ούτε κανείς άλλος». Έχοντας ολοκληρώσει το βιβλίο ίσως μπορεί να πει σαν τον φρουρό στον Πρόλογο του Αγαμέμνονα:
νῦν δ᾽ εὐτυχὴς γένοιτ᾽ ἀπαλλαγὴ πόνων Μ᾽ ας πάρουν καλό τέλος πια τα βάσανά μου
εὐαγγέλου φανέντος ὀρφναίου πυρός. κι απ᾽ το σκοτάδι ας βγει καλομηνύτρα λάμψη.
Ή σαν τους γέροντες του Χορού να επαναλάβει την επωδό με την οποία τελειώνουν το δικό τους τραγούδι:
αίλινον, αίλινον ειπέ, ψάλλε σκοπό λυπητερό,
το δ’ ευ νικάτω μα το καλό ας νικά!
Χ. Γ. Λάζος
[1] Γιώργος Σεφέρης, «Σημειώσεις», Ποιήματα, 10η έκδοση, Αθήνα 1976, Ίκαρος, σ. 333: «στάζει στον ύπνο, μπρος στην καρδιά, της συμφοράς ο καημός».
[2] Βλ. και τη γαλλική μετάφραση του Paul Mazon, «στάζει η οδύνη της τύψης», που προσθέτει στη μνήμη την ενοχή και τις τύψεις, Eschyle, Tragédies. II, Agamemnon – Les Choéphores – Les Euménides, Παρίσι 1972, Les Belles Lettres.
[3] Παραθέτω παραλλαγμένες τις φράσεις με τις οποίες ο φρουρός κλείνει τον Πρόλογο του Αγαμέμνονα: ὡς ἑκὼν ἐγὼ / μαθοῦσιν αὐδῶ κοὐ μαθοῦσι λήθομαι, και στη μετάφραση του Γρυπάρη, με νιώθουν όσοι / τα ξέρουν, κι όποιος δεν τα ξέρει — ας μη με νιώσει (στ. 38 -39).
[4] Γιώργος Σεφέρης, Ποιήματα, «Τελευταίος σταθμός», σ. 214 -215.
[5] Βλ. το σύντομο έξεργο στο βιβλίο του Μπένη Νατάν Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του.
Μπένης Νατάν, Το μέλλον του ήταν στο παρελθόν του, Αλεξάνδρεια
Βρες το εδώ