της Βίκης Κοσμοπούλου
Με αφορμή έναν πίνακα (*)
Φύσαγε λυσσασμένα, κι έφερνε στα ρουθούνια το μπαρούτι. Ακούγαμε το αίμα να ξεσκίζεται μανιασμένο στην ένωσή του με το χώμα. Χειμώνας, μα το αίμα έβραζε, και το χώμα άχνιζε οργή και τόλμη. Βρισκόμασταν στο ύψωμα. Δεν ξέραμε αν ήταν το κρύο ή η φρίκη που έκανε το πετσί μας να σηκώνεται. Οι φλέβες μας όμως έκαιγαν- ίδιες φωτιές σαν εκείνες που ήτανε μπροστά μας. Βλέπαμε ως πέρα την καταστροφή. Από ψηλά η απώλεια έχει άλλη θέα. Καθηλωτική κι απόκοσμη, σχεδόν ηδονική. Τρύπωσε στα κορμιά μας, και τα ‘γδαρε από πάνω ως κάτω. Ξανάφτιαξε τον χάρτη μέσα μας και τον προορισμό μας. Όσο αντικρύζαμε τη συμφορά νιώθαμε περισσότερο τη μοίρα μας. Και τότε κάτι άλλαξε. Γίναμε οι Σουλιώτισσες. Το ελληνικό μας αίμα, που έκρυβε ακόμα στα όνειρά του ένα απομεινάρι της ζωής, όπως την πεθυμούσαμε, μια φούντωνε και μια πάγωνε. Γιατί δεν είχαμε στην πλάτη μόνο το τομάρι μας- αν ήταν έτσι θα ήταν πιο εύκολα τα πράγματα. Είχαμε κι άλλες ψυχές να λογαριάσουμε, ψυχές από τα σπλάχνα μας, και από το αίμα το δικό μας αίμα, αγνό και μυρωδάτο.
Είχαμε φτάσει ως τα κει σκαρφαλώνοντας. Σαν λύγιζαν τα πόδια, τα χέρια γράπωναν την πέτρα, με όση δύναμη τους περίσσευε. Ξέραμε πως άλλη επιλογή δεν είχαμε, γι΄ αυτό και υπομέναμε την ανάβαση. Αυτό που δεν ξέραμε ακόμα ήταν πως δεν θα θέλαμε επιλογή για την κάθοδο. Η ανάσα ήταν βαριά και τα χνώτα μας μύριζαν τρόμο. Οι φορεσιές μας είχαν σκιστεί και τα γόνατα είχαν στάξει το πρώτο αίμα κείνης της μέρας. Καμιά σημασία δεν είχανε τα γόνατα, καμιά έννοια για τα ακροδάχτυλά μας. Τα κορμιά μας είχαν κάνει αυτό που έπρεπε, σαν από μόνα τους. Ανεβαίναμε στον τόπο του μαρτυρίου, χωρίς προφητεία σωτηρίας ούτε για μας ούτε για κάποιον άλλο. Κι αντί σταυρό να κουβαλάμε, κουβαλάγαμε τα παιδιά μας. Γιους και κόρες που κάμποσα χρόνια μεγαλώναμε και μωρά βυζασταρούδια που το κλάμα τους σταμάταγε στη ζεστασιά του κόρφου. Ποιος Θεός τα ΄χε ζητήσει θυσία στο όνομά του δεν μάθαμε ποτέ.
Απ΄τη στιγμή που πατήσαμε σε κείνο το ύψωμα ήταν γραμμένο να μην είμαστε πια μάνες. Σαν ήρθε η ώρα- που τέτοια ώρα ποτέ δεν είναι ν΄ άρχεται- γλυκοφιλήσαμε τα παιδιά μας. Εκείνα κουρνιασμένα μες τις αγκαλιές κλαίγανε μ΄ αναφιλητά. Και τ΄ άσπρα τα χεράκια τους ακουμπούσαν επάνω μας για στερνή φορά. Το γάλα άρχισε να στερεύει από τα στήθια μας. Ζητούσαμε συγχώρεση από την Παναγιά και βοήθεια από τον Θεό. Όσες δεν είχαμε παιδιά σπαράζαμε για τις μάνες. Λιγότερος ο καημός για του λόγου μας. Μια και μας κράτησε έτσι ζωντανές το πινέλο και το λάδι δεν θα μπορέσουμε να απαλλαχτούμε από αυτό που δεν μετανιώσαμε. Σε λίγο θα ΄μασταν όλοι ένα. Κορμί πάνω στο κορμί. Όλα θα γινόντουσαν, όπως πρόσταζε η παραζάλη της απόγνωσης. Τελετουργία παράφρονη και εκστατική. Δεν ξέρουμε αν πετύχαμε να κρατήσουμε την περηφάνια μας. Δεν ξέρουμε αν κάναμε το σωστό και τι σωστό λογίζεται σε τέτοιο χαλασμό.
Ας μείνει μονάχα τούτο. Ήμασταν κι εμείς μέσα σε κείνη τη δίψα, που ζήταγε ποτάμια από αίμα για να σβήσει. Εμείς πώς γίναμε αυτό που λένε οι πολλοί πως είμαστε, δεν το χωράει ακόμα ο νους μας. Μόνο πως υποταχθήκαμε στον ρυθμό των εξάψεων και στη στέρεψη των αντοχών, αυτό ξέρουμε. Από κει και πέρα τι ορίζαμε και τι δεν ορίζαμε μετρήθηκε στο πύρωμα του μυαλού και στον χτύπο της σάρκας. Ύστερα έγιναν τραγούδι και χορός. Και τελευταία ανάσα, που κρύφτηκε στο σμίξιμο των βράχων. Εκεί, στην πέτρα, είναι φυτεμένοι οι σπόροι της. Την άνοιξη η μνήμη φυτρώνει, για μια νύχτα μοναχά, ανθάκια που μοσχοβολάν, όπως το γέλιο ενός μωρού.
(*) Άρι Σέφερ, Οι Σουλιώτισσες
Αναφορές (συγγραφείς από έργα των οποίων άντλησε έμπνευση ο ζωγράφος)
Δεν μπορεί κανείς να απαλλαγεί από αυτό για το οποίο δεν μετανοεί. (Δάντης)
Απ’ όλους τους λαούς, οι Έλληνες ονειρεύτηκαν το όνειρο της ζωής με τον πιο όμορφο τρόπο. (Γκαίτε)
Ποτέ δεν αποτυχαίνουν αυτοί που πεθαίνουν για έναν μεγάλο σκοπό. (Μπάιρον)