Μνήμες του εγκλεισμού (του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου)

0
389

   

                   

του Βαγγέλη Χατζηβασιλείου

 

Είναι καιρός που δεν μένουμε έντρομοι στο σπίτι, περιορίζοντας εντυπωσιακά και τις μάσκες, αν δεν τις έχουμε και τελείως πετάξει. Ο κορονοιός, παρά τις άπειρες μεταλλάξεις του και τα συνεχιζόμενα μέχρι και τώρα κρούσματα, σε Ελλάδα και εξωτερικό, δεν φαίνεται πια, και τουλάχιστον μέχρι στιγμής, να είναι τόσο απειλητικός. Έγραφα κατά τη διάρκεια της κρίσης του κορονοϊού πως η λογοτεχνία έχει «μια παντελώς απρόβλεπτη και απειθάρχητη δυναμική και μόνο η ίδια ξέρει πώς θα αντιδράσει στον κορονοϊό – και αυτό, βεβαίως, δεν το ξέρει ακόμη και μένει να το βρει και να το σχηματοποιήσει στην πορεία. Μέχρι τότε το σοφότερο είναι να περιμένουμε». Κάποια δείγματα για την παρουσία του κορονοϊού στην ελληνική πεζογραφία άρχισαν να προκύπτουν ήδη από τον καιρό του εγκλεισμού. Δεν είναι ώρα να τα απαριθμήσω και να τα αξιολογήσω. Η πρώτη συναγωγή διηγημάτων την οποία παρουσιάζει η Πένυ Παπαδογεώργη (μετά από μια ποιητική συλλογή και τέσσερα μυθιστορήματα), υπό τον τίτλο Η χρονιά που χάσαμε την άνοιξη. Δώδεκα καθημερινές ιστορίες βασισμένες σε γεγονότα, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από την Έφεσο, έρχεται σε ημέρες ανακούφισης από την πίεση της πανδημίας, αλλά διασώζει στο ακέραιο την ανατριχιαστική της επέλαση: τους νεκρούς που δεν γίνεται να ξεχαστούν μέχρι και σήμερα, τον φόβο του θανάτου που σάρωσε τα πάντα, αφήνοντας βαθιά ψυχικά αποτυπώματα, το άγχος του αποκλεισμού από τον έξω κόσμο. Μολονότι η Παπαδογεώργη δεν αγνοεί στα διηγήματά της, όπως το σημείωσα κιόλας, τις θανατηφόρες συνέπειες του κορονοϊού (είτε ως πραγματικότητα είτε ως άμεση πιθανότητα), εκείνο που έχει σημασία στο βιβλίο της είναι άλλο: η καταβύθιση στο παρελθόν των ηρώων, ο αποκλεισμός της εύκολης αισθηματολογίας, ό,τι κι αν  θα μεσολαβήσει εντέλει στην αφήγηση, η δύσκολη μα και φαιδρή καθημερινότητα του εγκλεισμού, όπως και το γενικότερο παρηγορητικό μήνυμα για το μέλλον, ιδίως τώρα που βγαίνουμε από τον ασφυκτικό κλοιό της πανδημίας. Οι περισσότερες ιστορίες της Παπαδογεώργη αποτελούν, κόντρα στις εκάστοτε μελαγχολικές τους αποχρώσεις, ιστορίες επιβίωσης και διάσωσης, αν όχι και ανασύνταξης ή επανεκκίνησης από μια καινούργια αφετηρία.

Δεν παίζει κανένα ρόλο, όπως σπεύδει να μας βεβαιώσει η συγγραφέας, αν τα εξιστορούμενα γεγονότα στις σελίδες του βιβλίου της είναι βασισμένα σε γεγονότα. Το μόνο που μετράει είναι αν τα γεγονότα δείχνουν πραγματικά κι αν αυτή η εικόνα τους έχει τη δυνατότητα να μας αγγίξει συγκινησιακά. Και κάτι τέτοιο συμβαίνει αναμφιβόλως. Με αρσενικούς ή θηλυκούς αφηγητές, με εναλλασσόμενες γωνίες εστίασης, με ένα διακριτικό σασπένς, που διατρέχει όλα τα κείμενα, με γοργές μετακινήσεις ανάμεσα στο αφηγηματικό τώρα και στο αφηγηματικό άλλοτε, και, πρωτίστως, με έναν sotto voce λόγο, ικανό να ακουστεί σαν οικεία συνομιλία, χωρίς καμιά πόζα και δίχως την παραμικρή μάταιη ένταση, η Παπαδογεώργη ξεδιπλώνει τις ιστορίες της σαν παραμύθια της διπλανής πόρτας. Και περί αυτού όντως πρόκειται.

Τι θα απογίνει με μια από χρόνια ξεχασμένη φίλη που βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση εξαιτίας του ιού στην Ιταλία; Πώς θα πορευτούν παντρεμένοι που τα είχαν σπάσει και τους οποίους ο ιός φέρνει ξανά κοντά; Ποια είναι τα αισθήματα της  αγαπημένης του για έναν νεαρό όταν ξυπνά ύστερα από αφασία μηνών στο νοσοκομείο, λόγω σοβαρού ατυχήματος, βλέποντας τους γιατρούς τριγύρω του με στολή προστασίας από τις ρίζες των μαλλιών μέχρι τα νύχια των ποδιών; Τι σχεδιάζει να κάνει με τη ζωή του άλλος ασθενής, αν τα καταφέρει και γλιτώσει από τον κορονοϊό και τι πρέπει να περιμένει από την οικογένειά του; Πώς αναλογίζεται τους δεσμούς με τον άντρα της και το παιδί της μια γυναίκα εγκλωβισμένη στο σπίτι  της; Τι βρίσκει άλλη γυναίκα, επίσης εγκλωβισμένη στο σπίτι, όταν ξεφυλλίζει το άλμπουμ με τις φωτογραφίες των γονιών της; Γιατί ο εγκλεισμός φέρνει στον νου έτερης γυναίκας τη δασκάλα των γαλλικών της και τις πορσελάνες που λάτρευε;  Πώς ο αποκοιμισμένος έρωτας αφυπνίζεται επί εγκλεισμού για ένα ζευγάρι; Για ποιο λόγο ένας νεαρός κύριος και μια γηραιά κυρία λένε ψέματα ο ένας στον άλλον, βγάζοντας το σκυλάκι της τελευταίας βόλτα μετά την αποστολή του σχετικού κωδικού; Γιατί μια συνταξιούχος γιατρός στέλνει γράμματα σε όλη τη γειτονιά της και τι ακριβώς λένε αυτά τα γράμματα; Γιατί ποιο λόγο μια καθαρίστρια ανακαλύπτει το απωθημένο μέταλλο της φωνής της επί πανδημίας; Και, τέλος, με ποιον τρόπο πεθαίνει μια γυναίκα στην Ουκρανία της πανδημίας και του πολέμου;
Τις απαντήσεις θα τις δώσει το βιβλίο, αλλά ο ερωτηματικός τρόπος με τον οποίο περιέγραψα τη θεματογραφία του δοκιμάζει να υποδείξει το κλίμα αφηγηματικής αδημονίας το οποίο δημιουργεί αριστοτεχνικά η Παπαδογεώργη. Όσο για την ίδια τη θεματογραφία, είναι φανερό πως υπερβαίνει κατά πολύ τις αφορμές της, μιλώντας για ζητήματα της καθημερινής μας –και όχι μόνο- ύπαρξης. Μια αξιοπρόσεκτη, σε κάθε περίπτωση, προσπάθεια.

 

Πένυ Παπαδογεώργη,Η χρονιά που χάσαμε την άνοιξη, Έφεσος

Προηγούμενο άρθροΒάφλες του Ευρυπίδη και λοιπά χρήσιμα εργαλεία θεατρικού θέρους (της Αλεξάνδρας Σαμοθράκη)
Επόμενο άρθρο11ο Πανθεσσαλικό Φεστιβάλ Ποίησης (21-25/8)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ