της Βαρβάρας Ρούσσου
Πρώτη συλλογή της ψευδώνυμης ΜΚΧ και από το πρώτο ποίημα «διαθήκη» («αφήνω/στις φίλες μου/την ελπίδα/για το μέλλον του κόσμου») εγκαθιδρύεται η συνθήκη των ποιημάτων τόσο μορφικά όσο και ως προς την πυρηνική θεματική τους: το παρόν ως προκαταβολή του μέλλοντος δομημένου από μια νέα γυναικεία οπτική πιθανόν στη βάση μιας ιδεατής αλλά όχι κλειστής (ομο) κοινωνικότητας. Πρόκειται καταφανώς για μια φωνή που δεν είναι μόνο της ΜΚΧ -Μαρίας Σιέρβα ή μαρίκας ή μαρίνας- αλλά ξεκάθαρα η έμφυλη φωνή που προκύπτει αφενός αβίαστα υποστηριγμένη από θεωρητικές θέσεις που βρίσκονται στο παρασκήνιο χωρίς να επιβαρύνουν τον ποιητικό λόγο ώστε να κατηγορηθεί για θεωρητικολογία αφετέρου, και κυρίως, από την άμεση εμπειρία που τροφοδοτεί (ακόμη κι αν επιστρέφουμε διαρκώς στο ερώτημα εάν αυτό αρκεί στην ποίηση) την επιθετική κριτική δραστικότητα τέτοιου ποιητικού λόγου- παράγωγο της δυσαρέσκειας ή/και οργής. Ο βαθμός έμφυλης και γενικότερης ανελευθερίας που παράγει το σύστημα (ακόμη και το πολιτιστικό βλ. την αντίδραση στο θεσμοποιημένο αντρικό βλέμμα του έργου του Ελύτη) και η εννόηση του γυναικείου υποκειμένου σε έντονα προφανές καθεστώς ύστερου καπιταλισμού προβάλλονται αν και η οργή, άλλοτε ορατή άλλοτε υφέρπουσα, είναι ελεγχόμενη σε τέτοιο βαθμό που τα ποιήματα δε γίνονται μανιφέστα ή ένστιχες διαμαρτυρίες αλλά μάλλον μαρτυρίες. Αυτή η ποίηση -γιατί είναι ποίηση- είναι ο λόγος που όσο κι αν φαίνεται αναπαραστατικός ή και αγκιστρωμένος σε μια ζώσα πεζή πραγματικότητα -συχνά ως κινηματογραφικός φακός- διατηρεί τα στοιχεία εκείνα που μετατοπίζουν το λόγο από το αδιαμεσολάβητα ρεαλιστικό στο επεξεργασμένο νοητικά και συναισθηματικά ποιητικό, χωρίς να παύει να διαθέτει τη θερμότητα της αντίδρασης. Πίσω από τα φαινομενικά απλά ποιήματα υπάρχει η ρέουσα εξομολόγηση της παιδικής ηλικίας («της μεγάλης παρασκευής»), πιεσμένης από πατριαρχικά μικροαστικά πρότυπα («στη γιώτα και τη ζωή»), της γυναικείας φιλίας, της καραντίνας, των ερώτων, της αθηναϊκής καθημερινότητας μιας νέας θηλυκότητας: «και περήφανη νιώθω/ που γυναίκα/ δεν έγινα/ και κορίτσι/ έμεινα/ για πάντα». Σε αυτή την ποίηση που δηλώνει «διακήρυξα πως ποίηση θα γράφουμε μόνο με λέξεις////καθημερινές» η γλώσσα είναι μια σύμβαση χωρίς διαχωρισμό σε γλώσσα υψηλής «ποιητικής» ή της νεανικής υποκουλτούρας. Τα ζητήματα που εισάγει το βιβλίο είναι θεμελιακά και πάντως αντίθετα προς την αισιοδοξία ότι έχουν λυθεί όσα αφορούν την ίδια την ύπαρξη και ασφάλεια των θηλυκοτήτων, όπως ισχυρίζονται πολλοί: «οι σύντροφοί μας/ θυμώνουν/όταν τους λέμε ότι προτιμάμε/έναν νεκρό άντρα/από έναν παραβιαστικό/[…]με αγκαλιάζει/προσπαθώντας να δημιουργήσει/αυτό/ που ονομάζεται/ασφαλής χώρος/αλλά/ είναι αδύνατο». «η φίλη μου/μου σφίγγει τα δάχτυλα/όση ώρα/διαρκεί/το mansplaining/νομίζω θα μου σπάσει/ το χέρι/»).
Μορφικά η απουσία κάθε στίξης δίνει στο λόγο αυτό το «ρέουσα» που προανέφερα, ενώ οι συνήθως σύντομοι στίχοι ισορροπούν τον ασθματικό ρυθμό που διακόπτουν τα κενά ως ηχηρές σιωπές ή ανάσες για το επόμενο επιλογή που συνάδει με τον συχνά εναγώνιο λόγο. Η κατάργηση των κεφαλαίων έχει εξοβελίσει κάθε πρόταξη ονόματος δίνοντας την έμφαση στο περιεχόμενο και όχι στο όνομα. Η εναλλαγή πεζόμορφων τμημάτων με ένστιχα, η έκταση των ποιημάτων -συνήθως μιας σελίδας αλλά και παραπάνω- ενέχει μια εμπρόθετα αίσθηση α-κανόνιστου. Ορατή είναι η ανάγκη μορφικής ελευθερίας που υποτάσσει το ύφος προτάσσοντας το θέμα παραταύτα διακρίνεται μια εμπρόθετα αρκετά σταθερή υφολογική γραμμή.
Φυσικά και δεν επιδιώκει η συλλογή τη μορφική πρωτοτυπία. Αναμφίβολα δεν είναι αψεγάδιαστη και δεν είναι αυτός ο στόχος της, το αντίθετο μάλιστα συχνά αφήνει τα ψεγάδια να αναδυθούν προκαλώντας ερωτήματα. Οι ποιητικές αντι-ελυτικές βολές με τον Ελύτη ουσιαστικά αιχμή στο δόρυ ενός αντρικού θεσμικού-εθνικού κανόνα εξιδανικευτικής αταξικής ποίησης μακριά δηλαδή απ’ όσα επιδιώκει η συλλογή («φίλε σαπουνοποιέ/ να σε ρωτήσω://στάθηκες/μπροστά από θάλασσα λάδι/παστέλ ατελείωτο/καπνίζοντας/ ύστερα από δώδεκα ώρες δουλειά//με τα πόδια πρησμένα/και τους αστραγάλους/»). Tα ποιήματα αυτά δεν επιδιώκουν να αποτελέσουν αισθητικές προτάσεις ή να εναρμονιστούν με κανονιστικά -λιγότερο ή περισσότερο- αισθητικά/υφολογικά πρότυπα ή να τα ανατρέψουν. Προβληματίζονται όμως για τη δυναμική του ποιητικού λόγου σε σχέση με την πραγματικότητα που τα (γυναικεία) υποκείμενα βιώνουν. Αν και συχνά τα ποιήματα φαίνονται να τείνουν στην εύκολη λύση καθώς οδηγούνται σε επαναλαμβανόμενους μονολόγους παραπλήσιων θεματικών ή σε εξαντλητικές παραθέσεις καθημερινών εικόνων και εμπειριών («έχεις μιλήσει ποτέ με άνθρωπο για τα πιο βαθιά τραύματά του;») και η έκτασή τους τα αποδυναμώνει σε βαθμό που προς το τέλος μετατρέπονται σε απλές καταγραφές προσωπικού χαρακτήρα («στον σπύρο [για κάθε μέρα]»), υπάρχουν ποιήματα που η ένταση παράγει συγκινησιακές δονήσεις: μεταβίβαση του θυμού για την πατριαρχία και τα θύματά της ([η άνοιξη είναι το οκτάχρονο αγόρι]»), για την αστική συνθήκη («/στην οδό ιπποκράτους απέναντι από την εθνική βιβλιοθήκη -που πλέον έχει μεταφερθεί στο ίδρυμα σταύρος νιάρχος/»), το ανθρώπινο νοιάξιμο/ αλληλεγγύη («εμπόλεμη ζώνη»). Η ποιητική οπτική δεν μεταφέρει/εικονοποιεί ή μεταποιεί κάτι άγνωστο αλλά αποτελεί, και μάλιστα με πολύ κοινό λεκτικά τρόπο, την συνισταμένη του βλέμματος των πολλών. Όταν αυτό γίνεται τόσο εξεικονιστικά όσο κι αν ο στόχος είναι το τσεκούρι που θα σπάσει τον πάγο της απάθειας, δεν παύει αυτή η ποίηση να γεννά ερωτήματα για τον πραγματικό βαθμό επιδραστικότητάς της και τη λειτουργία της.
Έτσι αναδύεται (ένα ακόμη) ερώτημα που αφορά βέβαια όχι μόνο αυτή τη συλλογή: ο βαθμός επιμέλειας που θα ήταν απαραίτητος και εννοώ εδώ την οικεία της δημιουργού επιμέλεια που επιβάλλει η γόμα ως αφαίρεση αλλά πιθανόν και την επιμελητική ματιά που σε μια γόνιμη αμφίδρομη συνεργασία θα πρόσθετε στη συλλογή.