της Βαρβάρας Ρούσσου
Ο τίτλος του βιβλίου δε φαίνεται παράδοξος εάν αναλογιστούμε το δυσοίωνο Ο θάνατος της λογοτεχνίας του Alvin Kernan, όπου αιτιολογείται η περιθωριοποίηση της λογοτεχνίας ως θεσμού από θεσμικούς επίσης φορείς˙ ή το Η λογοτεχνία σε κίνδυνο του Tsvetan Todorov[1] που επιγράφει ένα κεφάλαιο «Η παράλογη υποβάθμιση της λογοτεχνίας». Ο Τodorov επιχειρηματολογεί και βιωματικά καταδεικνύοντας ως εχθρό τις θεωρητικές λογοτεχνικές σπουδές που ομφαλοσκοπώντας λησμονούν την ίδια τη λογοτεχνία αποθαρρύνοντας έτσι την ανάγνωσή της, όπως ο Ν. Βαγενάς επισημαίνει στην Εισαγωγή.
Σημειωτέον ότι ο Marx έχει γράψει ακόμη ένα βιβλίο L’Adieu à la littérature. Histoire d’une dévalorisation. XVIIIe-XXe siècle (Ο αποχαιρετισμός στη λογοτεχνία. Ιστορία μιας υποτίμησης 18ος-20ος αιώνας, 2005) όπου τίθεται το ζήτημα αξίας της λογοτεχνίας και πάλι γίνεται λόγος για το θάνατό της.[2] Ο Marx, καθηγητής πλέον των Συγκριτικών Λογοτεχνιών (σε πληθυντικό, ναι) στο Collège de France ασχολείται πολλά χρόνια με το λόγο περί λογοτεχνίας. Ένα επιπλέον βιβλίο υπεράσπισής της ίσως επιχειρεί ακόμη μια απάντηση στα παλιά του θέματα αλλά ίσως σηματοδοτεί την ανασφάλεια από την τάση υποβάθμιση της λογοτεχνίας σε συνθήκες εντονότερης τεχνοκρατικής κυριαρχίας. Ακριβώς από τις βάσεις των επιστημών, από το σκεπτικό της κάθε είδους εξουσίας, κρατικής ή ιδεολογικής, από τις καταστατικές αρχές της ίδιας της κοινωνίας, εκπορεύεται, κατά τον Marx, ο αντιλογοτεχνικός λόγος ήδη από την αρχαιότητα οργανώνοντας συγκροτημένες επιθέσεις ενάντια στη λογοτεχνία. Σήμερα, ο λόγος αυτός βρίσκει τον καλύτερο εκφραστή του στο αδιάβλητο κύρος και τη βιοπολιτική ισχύ της επιστήμης.
Ο Marx πάντως θέτει και το ζήτημα του κοινού της λογοτεχνίας, όπως κι εκείνο του ίδιου του ορισμού της. Επιχειρεί μάλιστα διάσπαρτους ορισμούς, χαρακτηριστικούς για τη μερικότητά τους καθώς ενίοτε προκύπτουν από τα συμφραζόμενα ή αποδίδονται στο λόγο της αντιλογοτεχνίας, π.χ. «Λογοτεχνία είναι ο ύπνος της λογικής» (ίσως παραπομπή στον τίτλο του γνωστού έργου του Goya).
Ευστροφία, συνδυασμένη με χιούμορ, κάποτε ατακαδόρικο, λεπτή αλλά έκδηλη ειρωνεία, και σε αυτά βρίσκεται η αιχμή της γοητείας του βιβλίου, συνδυάζονται με πρωτότυπη δομή του βιβλίου: το κύριο μέρος απαρτίζεται από τέσσερα κεφάλαια-δίκες με εγκαλούμενη τη λογοτεχνία και θέματα το κύρος, την αλήθεια, την ηθική, την κοινωνία. Δίκη πρώτη: ποιοι και πώς και για ποιες σκοτεινές σκοπιμότητες αφαίρεσαν το κύρος που περιέβαλε κάποτε τη λογοτεχνία. Ο Πλάτωνας με προηγούμενο τον Ξενοφάνη θα δώσει τη σκυτάλη στο χριστιανισμό που θα χρησιμοποιήσει τη λογοτεχνία αφού την καθαγιάσει και τη μεταφέρει στα μέτρα της πίστης. Η λογοτεχνία ή υπήκοος ή εξόριστη.
Το θέμα της δεύτερης δίκης αποτελούν οι αιτιάσεις για την αλήθεια, το είδος και τους βαθμούς της. Ο κατήγορος είναι η επιστήμη, ο τεχνοκρατικός λόγος θεμελιωμένος σε πράξεις και ισχυροποιημένος με αποδείξεις διαρκώς κερδίζοντας έδαφος κυριαρχεί με ποια σκοπιμότητα; Εδώ καταγράφεται διεξοδικά η αγγλική θεσμική διαμάχη αντιλογοτεχνίας (επιστήμης)- λογοτεχνίας, μεταξύ Snow- Leavis, Arnold-Huxley για να μεταφερθούμε πάνω από μισό αιώνα πίσω στη Γαλλία παρακολουθώντας τη διαμάχη και να καταλήξουμε μέσω D’ Alembert ξανά στον Πλάτωνα και να διακτινιστούμε στο 2011 στους Currie και Nussbaum: η κόντρα δεν έχει τέλος. Στην τρίτη δίκη για την ανήθικη λογοτεχνία είναι εμφανή ο εντυπωσιασμός, το αποφθεγματικό ύφος, με ατάκες (π.χ. σ. 163-64 για τις οικογενειακές σχέσεις) και η έκπληξη π.χ. για κείμενα του 17ου αιώνα που προαναγγέλλουν τη μαντάμ Bovary (και ξανά αναφορές σε ομοφοβικές διαθέσεις των αντιλογοτεχνών-ας μην ξεχνάμε ένα άλλο βιβλίο του Marx Un savoir gai με θέμα την ομοφυλοφιλία). Το μεγαλύτερο μέρος του κεφαλαίου θα αναλωθεί στη διένεξη πατρός και ομώνυμου υιού Tanneguy Le Fèvre αλλά και στη αντιλογοτεχνική ρητορική άσκηση, με αντιφάσεις, του Rousseau. Το περί Rousseau τμήμα είναι και το ενδιαφέρον της δίκης που πιο πριν βαλτώνει στα ατελείωτα παραθέματα των Le Fèvre.
Η τέταρτη δίκη είναι το αποτέλεσμα των προηγούμενων και η μεταφορά στην εποχή μας. Η πολυσυζητημένη απαξιωτική για τη λογοτεχνία φράση του Σαρκοζί δίνει το έναυσμα για το ερώτημα σχετικά με τη θέση της ως στοιχείο υποχρεωτικής εκπαίδευσης και παιδείας. Ξεκινά ο λόγος για τις πολιτισμικές σπουδές και τις απόψεις ορισμένων εκπροσώπων τους για τη λογοτεχνία ενώ είναι αξιοσημείωτος ο περιορισμός (από τη γαλλική κουλτούρα) στις θέσεις των Bourdieu και Passeron ανοίγοντας μια πολυδιάστατη συζήτηση που μένει εκκρεμής.
Ο υποψιασμένος αναγνώστης αναζητά το τυφλό σημείο αυτής της επιχειρηματολογίας που φαίνεται να ρέει απρόσκοπτα και ευχάριστα. Ο Marx αναφέρει στο τελευταίο κεφάλαιο: «Ο σχετικά μικρός αριθμός αντιλογοτεχνικών λόγων […] «αντιλογοτεχνία [που] είναι σιωπηλή»: «η εχθρότητα[…] που ο πραγματικός όγκος θα παραμείνει απ’ ό,τι φαίνεται για πάντα άγνωστος;». Η ανασκευή τέτοιων κειμένων δεν είναι το διακύβευμα αλλά υπόκειται η επιμονή στην απόδοση της αξίας της λογοτεχνίας. Αναγνωρίζει κανείς την προσεκτική ανάγνωση των κειμένων από τα οποία επανασυστήνεται ο διαχρονικός λόγος της αντιλογοτεχνίας, πάντως κείμενα μείζονος και ελάσσονος σημασίας τοποθετούνται ισοδύναμα στο οπλοστάσιο του Marx. Η ομιλία του Snow του 1959 για παράδειγμα και οι εκτενείς αναφορές σε προηγούμενες μορφές της μπορεί όντως να αποτελέσει σημαντικό δείγμα αντιλογοτεχνικού λόγου; Μήπως η ομιλία αποτελεί αιχμή ανάδειξης της διαφοράς ανάμεσα στην αγγλόφωνη και τη γαλλική κουλτούρα, όπου, όπως επισημαίνει ο Μαρξ, η ομιλία δεν μεταφράστηκε «περιέργως».[3]
Το μίσος για τη λογοτεχνία, εξαιρετικό ανάγνωσμα, αφορμή για σκέψεις, μέρος ενός ευρύτερης τάσης βιβλίων ως λόγου (ενίοτε κινδυνολογικού) περί λογοτεχνίας. Παρά τον υποβιβασμό της όμως, ακόμη και από το επίσημο θεσμικό πλαίσιο που επιδιώκει να της αφαιρέσει τον ζωντανό κριτικό χαρακτήρα ή να την συμπεριλάβει στους υπηρέτες της εξουσίας, παρόλ’ αυτά ο λόγος της δεν κινδυνεύει. Ακόμη και οι πρόσφατα ισχυροποιημένες πολιτισμικές σπουδές δεν την αποκλείουν αλλά διαλέγονται μαζί της, ελέγχουν το λόγο της όχι απαξιωτικά αλλά συγκριτικά. Έτσι, αισιόδοξη είναι η κατάληξη του βιβλίου πίσω από την οποία βρίσκουμε, συμπτωματικά βέβαια, το στίχο του Εγγονόπουλου («το μίσος ή την αδιαφορία; Το μίσος»): είναι προτιμότερο, έστω κι έτσι, η αξία της λογοτεχνίας να τεκμαίρεται.
info: William Marx, Το μίσος για τη λογοτεχνία μτφρ. Αντώνης Αθανασόπουλος Πόλις 2019
[1] Η γαλλική έκδοση είναι του 2007 ενώ η ελληνική του 2013 σε μετάφραση Χρύσας Βαγενά με εισαγωγή του Νάσου Βαγενά από τις εκδόσεις Πόλις
[2] William Marx, L’Adieu à la littérature. Histoire d’une dévalorisation. XVIIIe-XXe siècle, Les Editions de Minuit, 2005 σ. 18: «Από το τέλος του 19ου αιώνα η λογοτεχνία δε σταμάτησε να σκηνοθετεί το θάνατό της[…] αυτό δεν εμποδίζει τη λογοτεχνία να υπάρχει[…] είτε αυτός ο θάνατος είναι πλασματικός […]είτε η λογοτεχνία που επιβιώνει δεν είναι η ίδια»
[3] Το αναλυτικό και τεκμηριωμένο σχόλιο του μεταφραστή λύνει βέβαια την απορία για το συγκεκριμένο ζήτημα αλλά η τακτική του Μαρξ γενικά μπορεί διαρκώς να μας υποψιάζει όσο και να μας παρασύρει.