Μισέλ Φάις : Ο Κάφκα χτυπάει το νευρικό σύστημα του νοήματος (συνέντευξη στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη)

0
947

 

συνέντευξη  στην Αλεξάνδρα Σαμοθράκη

Ο Μισέλ Φάις εξηγεί την προσωπική του σχέση με τον Κάφκα και τον καφκικό κόσμο με την ευκαιρία της έκδοσης του βιβλίου  “Η Ερευνήτρια” (Πατάκης).  Η  ηρωίδα του, μια ανώνυμη παθιασμένη ερευνήτρια μέσα από τρία διαφορετικά αναλόγια προσεγγίζει τη γραφή, το πνεύμα αλλά και το σώμα του Κάφκα, αυτού του μοναδικού στο είδος του συγγραφέα. Παράλληλα ο Φάις νοιώθει ότι αυτοβιογραφείται, κάτι που εξηγεί αναλυτικά στη συνέντευξη που έδωσε στη συνεργάτιδα μας.

 

 

Θα ήθελα να σας ρωτήσω τι ερευνά και ποια είναι η ερευνήτρια, διαβάζοντας όμως το βιβλίο, συνειδητοποίησα πως θα ήταν σα να ρωτούσα το συγγραφέα ενός αστυνομικού έργου «ποιος το έκανε». Οπότε η αμέσως επόμενη ερώτηση είναι «εσείς τι διερευνάτε μέσω της Ερευνήτριας».

Η Ερευνήτρια είναι καταρχήν μια μάσκα. Ένα φύλο, μια ιδιότητα, μια ψυχοσύνθεση· ένα βλέμμα που μεσολαβεί ανάμεσα σε συγραφέα/αφηγητή/χαρακτήρες/αναγνώστη. Η εσωτερική αιτία για να προσαρμόσω αυτή τη μάσκα στο πρόσωπό μου προέκυψε από την ανάγκη μου να πλησιάσω όσο πιο σωματικά γινόταν τον Τσεχοεβραίο· δηλαδή μέσα από την μητρική, αδελφική και ερωτική πλευρά του―την πιο τρωτή, απροσδιόριστη, παρεξηγημένη, ερεθιστική εντέλει.

 

Σε άλλες σας συνεντεύξεις έχετε χαρακτηρίσει το βιβλίο «αυτοβιογραφικό» – έτσι έχετε γράψει ένα «αυτοβιογραφικό» βιβλίο για τον Κάφκα. Πολύ καφκικό, εκ μέρους σας αλλά αναφέρετε αλλού πως «γράφω σημαίνει εξαφανίζομαι.» Τι συμβαίνει τέλος πάντων;  Μπορεί κανείς να αυτοβιογραφηθεί ή θα τον χάσουμε  τον συγγραφέα;

Κάποιοι θεωρούν την αυτοβιογραφία εύκολη οδό. Περίπου σαν κάποιος να περιφέρει ή να πουλάει την εσωτερική του πραμάτεια. Είναι βαθιά νυχτωμένοι. Καταρχήν ο εαυτός, ο βίος και η γραφή (αυτο-βιο-γραφία) συγκροτούν το άπαν, όχι μόνο της γραφής, αλλά της τέχνης γενικότερα. Ο αυτοβιογραφικός λόγος εντός κειμένου εκ των πραγμάτων γίνεται αυτομυθοπλαστικός. Κι ένας συγγραφέας το πρώτο μου μαθαίνει είναι να ζει μέσα από κατοπτρισμούς και εαυτότητες. Όπως, αντιστικτικά, να δεξιώνεται το ξένο ως οικείο. Το Ίδιον ως Άλλο και το αντίστροφο.

Με την “Ερευνήτρια” ξαναπιάνω το νήμα της αυτοπροσωπογραφίας ενός άλλου. Το ίδιο έκανα με τον τεχνοκριτικό, ζωγράφο και μελετητή της λαϊκής παράδοσης Τζούλιο Καϊμη (“Το μέλι και η στάχτη του Θεού”, 2002) το ίδιο με τον κορυφαίο ίσως διηγηματογράφο μας Γ.Μ. Βιζυηνό (“Ελληνική αυπνία”, 2004). Εδώ, μέσω μιας περσόνας (κάτι ανάμεσα σε μελετήτρια, μέντιουμ και παθιασμένης ηρωίδας του Κάφκα)  παρατηρώ καλειδοσκοπικά (πασχίζω τουλάχιστον…) τον Τσεχοεβραίο και μέσω αυτού αυτοπαρατηρούμαι―έναν συγγραφέα που με απασχολεί από δώδεκά μου, από τότε που άρχισα να διαβάζω ενήλικη λογοτεχνία.

 

Ως προς τη μορφή του βιβλίου απαρτίζεται  από τρία προσφιλέστατα στον Κάφκα είδη: ημερολόγια, επιστολές και σημειωματάρια που αλληλοδιαδέχονται το ένα το άλλο  σε έναν καφκικό κυκεώνα.  H μορφή επιλέχθηκε από το περιεχόμενο;

Ο δημιουργός της “Δίκης” κατέφυγε στην αποσπασματική και ημιτελή γραφή (ημερολόγια/επιστολές/σημειώσεις) από τρεις διαφορετικές πηγές άγχους: τη βιοποριστική πίεση (δούλευε εξαντλητικά), την επισφαλή υγεία του και τον προβληματικό ύπνο του, αλλά και τη σαγήνη που του ασκούσε το ατελείωτο κείμενο (εξού και τα μεγάλα μυθιστορήματά του τα άφησε ανολοκλήρωτα).

Από αυτήν την παρατήρηση, που διαπερνά τόσο το σώμα των κειμένων, όσο και το λυμφατικό σώμα του συγγραφέα οδηγήθηκα στην τριμερή δομή της “Ερευνήτριας”.

 

Για να μη νιώθει η Ερευνήτρια εντελώς μόνη, θα παραδεχτώ στο σημείο αυτό πως και εγώ στα 20 μου ήμουν ερωτευμένη με τον Κάφκα- έσερνα στην Πράγα τους γονείς μου να βρούμε το σπίτι του και το Εβραϊκο Κοιμητήριο και επιστρέφοντας στην Αθήνα νοσηλεύτηκα  με βαριά πνευμονία. Πείτε μας και εσείς την πιο καφκική στιγμή της ζωής σας.

Βάδισα στα καφκικά χνάρια. Στην Πράγα δεν πήγα κι έγραψα για την Πράγα του Κάφκα, όπως ο Κάφκα έγραψε τον “Αγνοούμενο” (κι όχι “Αμερική” όπως  αυθαιρέτως την τιτλοφόρησε ο επιμελής αγιογράφος του Μπροντ) χωρίς να έχει ταξιδέψει στην Αμερική.

Τώρα ενδέχεται και να την επισκεφθώ…  Όσον αφορά αυτό που με ρωτάτε. Όλοι μας, αν σκαλίσουμε τη ζωή μας, έχουμε να ανακαλέσουμε καφκικές στιγμές. Ωστόσο η ανυπέρβλητη καφκική στιγμή μου είναι ότι έγραψα την “Ερευνήτρια”. Ένα βιβλίο που με απασχολεί από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου μ’ ένα βιβλίο στο χέρι. Ακόμη και τώρα που έχει κυκλοφορήσει από τον Νοέμβριο, αδυνατώ να πιστέψω πως έγραψα αυτό το βιβλίο. Και, προφανώς, δεν μιλώ για την λογοτεχνική αξία του. Αναφέρομαι στο υλικό του ίχνος. Στην περάτωσή του. Κυρίως όμως για το πόσες φορές, την τελευταία εικοσαετία, με εξουθένωνε και το εγκατέλειπα. Είναι στιγμές που πιστεύω πως το τελευταίο μου μυθιστόρημα εντέλει το έγραψε κάποιος άλλος στη θέση μου. Για την ακρίβεια κάποια άλλη―η ερευνήτρια.

 

Οι σημειώσεις της Ερευνήτριας στο τέλος του βιβλίου είναι πολύ κατατοπιστικές. Μιλήστε μας λίγο για τα ενδιαφέροντα ευρήματα της έρευνας για τον Κάφκα που δεν χώρεσαν στο βιβλίο.

H έρευνα ήταν μακρά και δαιδαλώδης.  Αυτά που έμειναν εκτός βιβλίου ορθώς έμειναν. Είναι λογοτεχνία. Μυθοπλασία. Δεν είναι μελέτη, ούτε πανεπιστημιακό πόνημα. Πέραν αυτού, οι σημειώσεις στο τέλος του μυθιστορήματος πιστώνονται στην Ερευνήτρια. Αυτό το ενδοκειμενικό παιχνίδι έχει διπλό σκοπό: πρώτον να δώσω χώρο αυτονομίας στην αφηγήτρια και ηρωίδα του μυθιστορήματος και δεύτερον να κλονίσω, ανά στιγμές, τη σκοπιμότητα των σημειώσεων. Αναμφίβολα οι σημειώσεις στο τέλος του βιβλίου υποβοηθούν τον μη εξοικειωμένο αναγνώστη με τις μέρες και τα έργα του Κάφκα, παράλληλα όμως, προεκτείνουν, μετατοπίζουν, ακόμη και υπονομεύουν την πλάγια δοκιμιακή διάσταση του μυθιστορήματος.

 

Ασχολείστε και με το θέατρο, τη φωτογραφία, την ποίηση. Με ποιο έχετε «κόλλημα» και γιατί; 

Ξεχάσατε το σενάριο (τρεις ταινίες με τον αείμνηστο Νίκο Παναγιωτόπουλο).  Φωτογραφία, θέατρο, κινηματογράφος αποτελούν δεξαμενές γραφής.  Το έχω ξαναπεί: στο πέρασμα του χρόνου με έλκει περισσότερο η πρόζα της εικόνας, την πολεοδομίας, της φιλοσοφίας, της περιπλάνησης, του ονείρου, της συναναστροφής, της ποίησης, της μουσικής, του τυχαίου, της δημοσιογραφίας από την πρόζα της λογοτεχνίας.

 

 Έχουμε γίνει λίγο όλοι πλέον Gregor Samsa λόγω κορονοϊού ή καφκιζόμεθα από την ανυπόφορη πραγματικότητα ;    

Το κρίσιμο στην περίπτωση του Κάφκα δεν είναι τι λέει, αλλά πως το λέει.  Συγκεκριμένα στην “Μεταμόρφωση” ο αφηγητής αποτυπώνει απόμακρα, κι ωστόσο εξαιρετικά απτά και ανατομικά, μια παράλογη, εξωλογική συνθήκη. Ένας πλασιέ, στις πλάτες του οποίου συντηρείται μια τριμερής οικογένεια συν την υπηρέτρια, μεταμορφώνεται σε σκαθάρι.  Πολιτική αλληγορία;  Οικογενειακός εφιάλτης;  Σκοτεινή φάρσα; Εκεί που άλλοι συγγραφείς στόμωναν κείμενο και αναγνώστη με δραματικές κορυφώσεις, κοινωνικά, θεολογικά ή σεξουαλικά σύμβολα, εμφανίζεται ο ερωτομανής μονήρης της Πράγας και εμπλουτίζει τη γερμανική πρόζα, ευρύτερα την αφήγηση, με καβαλιστικό ζωομορφισμό, με σχεδόν νατουραλιστικό εξπρεσιονισμό και την ενδοσκόπηση μ’ ένα βαθύ οικουμενικό βλέμμα. Λες κι όλος ο κόσμος, για την ακρίβεια ο επικείμενος ευρωπαϊκός ζόφος, ξεχύνεται μέσα από το δωμάτιό αυτού του αβέβαιου, φιλάσθενου,  άυπνου παρατηρητή…

 

Υπάρχει μια θεωρία πως ο Κάφκα ήταν αυτιστικός, που εξηγεί ωραία την προσήλωση του στη λεπτομέρεια, τα άγχη του, τη μοναξιά του, τις ανασφάλειες του, τον κακό του ύπνο, την προβληματική του σχέση με το φαγητό,  την αντίληψη του εαυτού του ως τρεις ομόκεντρους κύκλους που ο κάθε ένας έχει άλλη εικόνα για τον επόμενο(masking για τους αυτιστικούς), τη σχέση με τον πατέρα του και τις γυναίκες κτλ. Την έχετε συναντήσει; Πώς σας φαίνεται;

Έχω διαβάσει πολλά για τον Κάφκα. Οπτικές που κινούνται πέραν της μεταφυσικής, της ψυχανάλυσης, του μαρξισμού, των σπουδών φύλου, του δομισμού, της αστρολογίας, κτλ. Προσωπικά κατέληξα στο εξής. Υπάρχει σύγχρονη λογοτεχνία πριν και μετά τον Κάφκα (κάτι ανάλογο συμβαίνει και με τον Τσέχωφ στο θέατρο). Ο Κάφκα είναι ένα μεταίχμιο στην παγκόσμια λογοτεχνία. Είναι προνεωτερικός και μετανεωτερικός. Ταυτόχρονα. Κι αυτό συμβαίνει διότι δεν τον ενδιαφέρουν μορφικές αναστατώσεις και  γλωσσικά παίγνια, όπως ίσως κάποιους μεταρρυθμιστές του ευρωπαϊκού μυθιστορήματος. Ο Κάφκα αλλάζει το βλέμμα μας για τον εαυτό και κόσμο εξοικειώνοντάς μας με όλους τους ιδιωτικούς και δημόσιους τρόμους μας. Χτυπάει το νευρικό σύστημα του νοήματος. Το καθηλώνει, το παραλύει. Το νόημα στην αφήγησή του σημαίνει τα πάντα και τίποτα (εξού και διαφεύγει από  μονομερείς ερμηνευτικές προσεγγίσεις) καθώς σε παρασύρει σ’ ένα περιβάλλον παράλληλα ληθαργικό και στέρεο. Πως συμβαίνει αυτό; Μέσα από μια ψυχρή πρόζα εννοιολογικής πνοής που καθίσταται αντιρεαλιστική από ανυπόφορο ρεαλισμό. Εξού και τόσο σπουδαίοι συγγραφείς έχουν προκύψει από το μεγάλο εργαστήρι της γραφής του (κάποιους τους μνημονεύω:  Μπέκετ, Πίντερ, Χάντκε) κι όλο προστίθενται επίγονοί του…

 

Είναι ο Μαξ Μπροντ το πρότυπο του φίλου; Προσωπικά αν είχε αφήσει ο Κάφκα σε εμένα τα αδημοσίευτα γραπτά του για να τα κάψω, θα τα έκαιγα, δεν θα τα δημοσίευα.

Υπάρχει πολύ παραφιλολογία γύρω από την επιθυμία του Κάφκα προς τον Μπροντ στο να αναλάβει να αφανίσει τα κατάλοιπά του. Καταρχήν  τον είχε προτρέψει να κάψει τα ημιτελή και αδημοσίευτα έργα του. Γιατί, άραγε, δεν το έπραξε ο ίδιος; Ίσως ήταν αμφίθυμος εξού και μεταβίβασε αυτή τη σκέψη του στον Μπροντ ο οποίος εκστασιαζόταν ακόμη κι από σκόνη των παπουτσιών του σαγηνευτικού φίλου του. Δεν είναι πολύ γνωστό αλλά ο Κάφκα μαζί με την Ντόρα στο Βερολίνο, λίγο πριν επιδεινωθεί η υγεία του, έκαψαν πολλές σημειώσεις και χειρόγραφά του. Ίσως γι’ αυτό και η τελευταία και δια βίου αφοσιωμένη σύντροφός του δεν εμπιστεύτηκε στον Μπροντ, μετά το θάνατο του Κάφκα,  το παραμικρό από τον Κάφκα…

Πέραν αυτού, όμως, ο Μπροντ ευθύνεται για πολλές παραναγνώσεις του καφκικού έργου. Πρώτον, απάμβλυνε τον αισθησιασμό και την σεξουαλικότητα του καφκικού σύμπαντος και το παρουσίασε αποστειρωμένο, μέσα από συγκεκριμένο ευσεβιστικό κάτοπτρο. Δεύτερον, θεωρούσε ακατανόητο και ανιαρό τον μακροπερίοδο και σπειροειδή του λόγο, αλλά και την εμμονή του Κάφκα να χρησιμοποιεί ένα απλό, υπνωτιστικά όμοιο λεξιλόγιο (προφανώς αγνοούσε την καφκική παρτιτούρα αφήγησης―την ατονάλ ταλμουδική μελωδία του).

Θεωρώ, προσωπικά, ότι ορθώς διέσωσε ο Μπροντ το έργο του. Από  προσήλωση ή δεύτερες σκέψεις μου είναι αδιάφορο. Ας μην ξεχνάμε ότι Μπροντ διακινδύνευσε. Έφυγε με το τελευταίο τρένο από την Πράγα για το Παρίσι, πριν μπουν στην Πράγα οι Ναζί, κι από εκεί για την Παλαιστίνη. Μέχρις εκεί όμως. Μετά προσπάθησε να μας συστήσει έναν Κάφκα κομμένο και ραμμένο στην δική του ηθικολογική και σχηματική αισθητική ανάγνωση. Ευτυχώς τα τελευταία χρόνια δεν διαβάζουμε τον κατά Μπροντ Κάφκα…

 

 Έχουμε δικαίωμα να διαβάζουμε την αλληλογραφία/ημερολόγια των συγγραφέων μετά θάνατον; Θα σχολιάσετε λίγο το φάσμα καφκισμού από τα ποπ μπλουζάκια με φωτογραφίες του μέχρι την πλέον αποστειρωμένη ακαδημαϊκή έρευνα του έργου του; Πότε διυλίζουμε τον κώνωπα το συγγραφικού έργου και η κάμηλος καταπίνει εμάς;   

Ότι φωτίζει το καθαυτό έργο ενός συγγραφέα και είναι προσβάσιμο  στον αναγνώστη, απλό ή συστηματικό, αυτονόητα εμπλέκεται στην αναγνωστική εμπειρία.

Η ακατάσχετη καφκολογία έχει δύο βασικές αφετηρίες: την υπερερμηνεία του Κάφκα και την υπεραπλούστευσή του. Η πρώτη αφορά τον τεμαχισμό του έργου του, που ακυρώνει οποιαδήποτε ενιαία απόλαυση και απλώς επιβεβαιώνει κάποιες ετοιμοπαράδοτες θεωρίες της λογοτεχνίας ή την κατάφορη ιδεολογικοποίηση του, η δεύτερη αφορά την μαζικοποίηση του,  μια κάπως pop προσαρμογή του όρου καφκικότητα σε οτιδήποτε φαντάζει αλλόκοτο στην καθημερινότητά μας.

 

Προάγετε νέους συγγραφείς ενεργά.  Πείτε τους μια συμβουλή.

Δεν θα κατέφευγα στο ρήμα προάγω. Εξ αδιαιρέτου ανακαλύπτουμε τα μυστικά και τα ψέμματα της γραφής με μαθητές από τα σεμινάρια δημιουργικής γραφής εδώ και μια δεκαπενταετία. Καταρχήν αναγνωρίζουν το αφηγηματικό τους πρόσωπο και προχωρούν. Εκδίδουν βιβλία, διακρίνονται, φτιάχνουν λογοτεχνικές συντροφιές. Καμία ιδιαίτερη συμβουλή δεν θα είχα να τους πω. Η μέθοδος που ακολουθώ είναι ασυνταγογράφητη. Είναι ζώσα εμπειρία (άυλη πλέον λόγω πανδημίας).  Ίσως αυτό που έχουν ως βασικό πλαίσιο είναι ότι η γραφή δεν είναι αυτοέκφραση, αλλά έκφραση. Άρα άβιβλος συγγραφέας δεν νοείται. Εξού και επιμένω: Διαβάστε (ζήστε αναγνωστικά) μέχρι τελικής πτώσεως. Καθώς γραφή είναι να επινοείς  με τον τρόπο σου αυτό που έχεις ζήσει.

 

Γιατί γράφουμε βιβλία; 

Μ΄αυτήν την απορία συνεχίζω να γράφω βιβλία. Αν είχα συγκεκριμένη απάντηση μπορεί και να σταματούσα―να γράφω ή να ζω;

 

 

 

 

 

Μισέλ Φάις, Η ερευνήτρια, Πατάκης

Βρες το εδώ

Προηγούμενο άρθροΑντονέλλα Ανέντα : Nα σεβόμαστε τις λέξεις (επιμ. Γιάννης Η.Παππας)
Επόμενο άρθροΙζαμπέλ Βερύ : «Αυτοπροσδιορίζομαι ως ηθοποιός που γράφει» (συνέντευξη στην Χριστίνα Σανούδου)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ