της Όλγας Σελλά
«Το έργο ήταν πολύ δυνατό, αλλά η σκηνοθεσία το χαντάκωσε». «Κατάφερε κι έκανε ένα αδύναμο έργο, δυνατή παράσταση». «Δεν ξέρω αν έφταιγε το έργο ή η παράσταση». Είναι φράσεις που πολύ συχνά λέμε βγαίνοντας από παραστάσεις. Εστιάζοντας σε μια σχέση άρρηκτη, διαρκή, αναγκαία, επιβεβλημένη, άλλες φορές ολέθρια, άλλες φορές με ευτυχή συνύπαρξη. Πάντως σίγουρα μια σχέση στην κόψη, μια σχέση κάποιες φορές ανταγωνιστική, ενώ αναζητείται το ακριβώς αντίθετο. Θεατρικό έργο και παράσταση. Τι βαραίνει περισσότερο στο τελικό αποτέλεσμα, στο σκηνικό αποτέλεσμα, στην παράσταση; Το κείμενο; Η σκηνοθεσία; Οι ερμηνείες; Όλα τα υπόλοιπα στοιχεία της σκηνικής γλώσσας;
Σε δύο πρόσφατες παραστάσεις, εντελώς διαφορετικές, σε δύο κείμενα που τα χωρίζουν έτη φωτός, τόσο υφολογικά όσο και θεματολογικά, αλλά και παραστασιολογικά θα σταθώ, που ήταν η αφορμή γι’ αυτές τις σκέψεις. Η μία είναι ένα κλασικό κείμενο, «Ο Μισάνθρωπος» του Μολιέρου, που μετράει ήδη 360 χρόνια από το πρώτο του ανέβασμα. Αυτή την περίοδο παρουσιάζεται στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία Πέτερ Στάιν, που πρωτοπαρουσιάστηκε το 2018 στη Γαλλία με πλήρη τίτλο «Ο Μισάνθρωπος ή ο μελαγχολικός ερωτευμένος».
Η δεύτερη παράσταση είναι ένα έργο του 2001, γραμμένο από τον Ρώσο Βασίλι Σίγκαρεφ, με τίτλο «Πλαστελίνη», παρουσιάζεται στο θέατρο «Σφενδόνη» από την ομάδα «Αθώο Σώμα» σε σκηνοθεσία Κατερίνας Σκουρλή, και θέμα του έχει την αδιανόητη και αναίτια βία, ακτινογραφώντας ανατριχιαστικά τη ρωσική κοινωνία μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος.
Ένας μίνιμαλ «Μισάνθρωπος»
Πολύ σύντομα αντιληφθήκαμε τι θέλησε να κάνει αυτός ο σπουδαίος σκηνοθέτης, ο Πέτερ Στάιν, επιλέγοντας ένα κλασικό, όσο και δημοφιλές έργο. Ήθελε να διαπιστώσει αν ένα κλασικό έργο μπορεί να σταθεί χωρίς σχεδόν κανένα σκηνικό πλουμίδι. Σχεδόν χωρίς σκηνικά, χωρίς μουσική, χωρίς πολλά φωτιστικά τσαλίμια. Μόνο με κοστούμια που παραπέμπουν ευθέως στην εποχή της γραφής του έργου, και ήταν υψηλότατου γούστου και αισθητικής και κατασκευασμένα στο Παρίσι, από το «Atelier Caraco Anezou» (τα ίδια που χρησιμοποιήθηκαν στη γαλλική παραγωγή). Τα κοστούμια μαζί με τα παπούτσια των ηθοποιών (που κατασκευάστηκαν στη Ρώμη από τον οίκο «PompeiShoes») ήταν αυτά που υπογράμμιζαν και τον χαρακτήρα του κάθε ήρωα και της κάθε ηρωίδας. Ενδιαφέρον στοίχημα.
Η ιστορία γνωστή: ο Αλσέστ, ένας άνθρωπος που δεν ανέχεται την υποκρισία και τις ψεύτικές σχέσεις και μένει μόνος, πληγωμένος, απογοητευμένος και διαψευσμένος απ’ όλους. Ο Πέτερ Στάιν θέλησε να εστιάσει στο λόγο, στο κείμενο δηλαδή, και τους χαρακτήρες, έτσι ώστε να αναδειχθούν καθαρά οι ιδέες και ο κοινωνικό-πολιτικός σχολιασμός του Μολιέρου. Θεμιτότατον. Γι’ αυτό του το εγχείρημα ήταν απαραίτητα μια ξεχωριστή μετάφραση και πολύ δυνατές ερμηνείες. Όμως η έμμετρη μετάφραση της Λουΐζας Μητσάκου, αρκετά συχνά έχανε τη μουσικότητα του έμμετρου εγχειρήματος, τόσο που οι ηθοποιοί κοπίαζαν ιδιαιτέρως να την προφέρουν (ο καλύτερος ήταν ο Γιωργής Τσαμπουράκης και ο Γιώργος Γλάστρας στην εκφορά του έμμετρου λόγου), ενώ απείχε πολύ από το λόγιο ύφος. Όσο για τις ερμηνείες ήταν είτε διεκπεραιωτικές, είτε άψυχες, είτε αδύναμες, πάντως όχι αυτές που θα υποστήριζαν μία μίνιμαλ σκηνική μεταφορά του Μολιέρου, που θέλει να χαρίσει καθαρό το κείμενο στον θεατή. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, στον κεντρικό ρόλο του Αλσέστ, ήταν προβλέψιμος και χωρίς το απαιτούμενο βάθος. Η Σελιμέν της Παρασκευής Δουρουκλάκη ήταν εμφανώς άπειρη, παρότι κατέβαλε φιλότιμη προσπάθεια. Ο Γιωργής Τσαμπουράκης, ως Φιλέντ, είχε καθαρό λόγο και τη σταθερότητα που πάντα τον χαρακτηρίζει, αλλά μέχρις εκεί. Η Όλια Λαζαρίδου, στο ρόλο της Αρσινόης, έφερε την απαιτούμενη ενέργεια μόνο με την παρουσία της και την εμπειρία της, αυτή που έλειπε από τους περισσότερους ηθοποιούς. Το ίδιο και ο Γιώργος Γλάστρας, από τις καλύτερες ερμηνείες της παράστασης, η πιο μολιερική παρουσία. Καλή και σταθερή η παρουσία της Νάνσυς Μπούκλη, ενώ το μικρό πέρασμα του Δημήτρη Ντάσκα, όπως και το δίδυμο του Αχιλλέα Σκεύη (Ακάστ) και του Θεοδόση Τανή (Κλιτάντρ), έφεραν το χιούμορ που απουσίαζε.
. Η βουβή παρουσία του Γιώργου Ψυχογιού έφερε, συγκινητικά, ένα μακρινό σκηνικό ήθος. Συνολικά όμως, έλειπε η ενέργεια απ’ όλη την παράσταση, που τη συναντήσαμε μόνο σε στιγμές.
Στον «Μισάνθρωπο» του Πέτερ Στάιν και του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, η παράσταση λειτούργησε εις βάρος του έργου, ακυρώνοντας εν πολλοίς το εγχείρημα του Πέτερ Στάιν, να προσεγγίσουμε το κείμενο μέσα από γυμνούς σκηνικά δρόμους.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Λουΐζα Μητσάκου, Σκηνοθεσία: Peter Stein,, Σκηνικά: Ferdinand Woegerbauer, Κοστούμια: Anna Maria Heinreich, Φωτισμοί: Νίκος Βλασόπουλος, Περούκες: Κωνσταντίνος Σαββάκης, Βοηθός Σκηνοθέτη: Δάφνη Λιανάκη
Διαδικτυακή Επικοινωνία – Φωτογραφίες: Κωνσταντίνος Ζουρνάς | Digital.gr
Ερμηνεύουν
Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ΓιωργήςΤσαμπουράκης, Παρασκευή Δουρουκλάκη, Γιώργος Γλάστρας, Γιώργος Ψυχογιός, Δημήτρης Ντάσκας,
Νάνσυ Μπούκλη, Αχιλλέας Σκεύης, Θεοδόσης Τανής, Νικόλας Μυλωνόπουλος,
Βαγγέλης Δαούσης, Γιώργος Τριανταφύλλου
και η Όλια Λαζαρίδου στο ρόλο της Αρσινόη
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη και Κυριακή στις 7μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή στις 9μ.μ., Σάββατο, στις 17.45 και στις 9μ.μ.
Η «Πλαστελίνη» της απόγνωσης και της βίας
Το έργο γράφτηκε το 2001, λίγα μόλις χρόνια μετά την πτώση του σοβιετικού καθεστώτος, από τον Βασίλι Σίγκαρεφ και πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα, το 2008, από την Πειραματική Σκηνή του Εθνικού, σε σκηνοθεσία Κατερίνας Ευαγγελάτου. Αυτή τη φορά το επέλεξε μια νέα σκηνοθέτιδα, που έχει θητεύσει στο εφηβικό θέατρο για αρκετά χρόνια, η Κατερίνα Σκουρλή. Ο Βασίλι Σίγκαρεφ, μέσα από τη ζωή του έφηβου Μαξίμ, αγγίζει την εξαθλιωμένη, οικονομικά και ηθικά κοινωνία, όπου επικρατούν ο ανελέητος κυνισμός και η αναίτια και διογκούμενη βία. Είναι ένα εξαιρετικά σκληρό έργο, ένα έργο που σφίγγει το στομάχι, και ταυτόχρονα ένα έργο που υμνεί τον έρωτα, την δημιουργία, την τρυφερότητα. Κι ας συνθλίβονται όλα αυτά από τους κυνικούς, τους ισχυρούς και τους βίαιους.
Η Κατερίνα Σκουρλή έγειρε την παράστασή της περισσότερο προς το εφηβικό ύφος, που γνωρίζει καλά, επιλέγοντας συχνά να δείξει έναν ηθελημένο «ερασιτεχνισμό» σε όλη τη σκηνική όψη της παράστασης (ερμηνείες, σκηνικά, κοστούμια) –μήπως για να απορροφήσει και τη σκληρότητα του έργου; Παρ’ όλα αυτά ήταν εμφανής η απειρία των ηθοποιών, κυρίως των γυναικών της ομάδας, και η σκηνοθεσία έδειξε έναν αφηγηματικό τρόπο άγουρο θεατρικά. Όμως, οι αδυναμίες της παράστασης, που ήταν αρκετές, δεν λειτούργησαν εις βάρος του έργου. Η τρυφερότητα και η αγριότητα του σπουδαίου αυτού κειμένου (που δεν το γνώριζα, δεν είχα δει την πρώτη παράσταση του 2008), καταφέρνουν να περάσουν μ’ έναν αδιόρατο τρόπο, μέσα από το πάθος και την αφοσίωση αυτής της ομάδας ηθοποιών. Στην προκειμένη περίπτωση, η παράσταση δεν υπέσκαψε το κείμενο. Παρά τα προβλήματά της, μετέφερε τη δύναμή του έργου. Τα σκηνικά της Τίνας Τζόκα ήταν από τα ισχυρά ατού της παράστασης. Λειτουργικά και εύγλωττα, μετέφεραν τη σκοτεινιά, τον ζόφο και το όνειρο της απόδρασης από αυτόν.
Η ταυτότητα της παράστασης:
ΣΚΗΝΟΘΕΣΙΑ-ΚΙΝΗΣΗ: Κατερίνα Σκουρλή, ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Γιώργος Κουτλής, ΔΡΑΜΑΤΟΥΡΓΙΚΗ ΕΠΕΞΕΡΓΑΣΙΑ: Βαγγέλης Κυριακού, ΣΚΗΝΙΚΑ-ΚΟΣΤΟΥΜΙΑ: Τίνα Τζόκα, ΠΡΩΤΟΤΥΠΗ, ΜΟΥΣΙΚΗ-ΜΟΥΣΙΚΗ ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Σπύρος Λιβάνης
ΣΧΕΔΙΑΣΜΟΣ ΦΩΤΙΣΜΩΝ: Δημήτρης Κασιμάτης- Σοφία Αδαμοπούλου, ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ ΚΙΝΗΣΗΣ: Μαρίνα Τσαπέκου, ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΘΕΤΗ: Τζένη Φέζο, ΒΟΗΘΟΣ ΣΚΗΝΟΓΡΑΦΟΥ: Σταύρος Μπαλής, ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ: Μαίρη Αντωνοπούλου
ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΣΚΗΝΙΚΟΥ: Art Wood Creations ΜΟΝ. Ι.Κ.Ε.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ: Κarol Jarek
Παίζουν: Δημήτρης Αποστολόπουλος, Σοφία Κουλέρα, Ναταλία Λουιζάκη, Λήδα Μανούσου Αλεξίου, Βίκτωρ Μπενουζίλιο, Χαρά Τζόκα.
Θέατρο Σφενδόνη (Μακρή 4, Μακρυγιάννη, Αθήνα). Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή, στις 9μ.μ. ως τις 14 Μαΐου.
Η παράσταση ενδείκνυται για άτομα άνω των 13 ετών.