,
Συνέντευξη στην Κατερίνα Διακουμοπούλου και στην Άννα Ηλιαδέλη.
To “Μένγκελε” του Θανάση Τριαρίδη, παίζεται για δεύτερη χρονιά στην Αθήνα στο θέατρο Faust. Φέτος, η παράσταση συστήθηκε στο κοινό της Θεσσαλονίκης, στο θέατρο Αυλαία, αφήνοντας θετικές εντυπώσεις, τόσο για την σκηνοθεσία του Κώστα Φιλίππογλου, όσο και για τις ερμηνείες του Λάζαρου Γεωργακόπουλου και της Μυρτώς Αλικάκη. Στο πλαίσιο των παραστάσεων στη Θεσσαλονίκη η Μυρτώ Αλικάκη έδωσε την συνέντευξη για τον Αναγνώστη
Τι είδους ηθοποιό θεωρείτε τον εαυτό σας;
Θεωρώ τον εαυτό μου έναν ηθοποιό που προσπαθεί να εξελίσσεται, που έχει κάνει σταθερά βήματα. Θεωρώ ότι καμιά φορά ίσως να έχω αστοχήσει σε κάποιες επιλογές, αλλά εγώ ξέρω γιατί το έχω κάνει και είτε δικαιολογώ τον εαυτό μου για αυτές τις επιλογές είτε τον συγχωρώ για αυτές τις επιλογές. Κατά τα άλλα, σε ό, τι αφορά την υποκριτική, γιατί όσα είπα έχουν να κάνουν με τη στάση μου στο χώρο, προσπαθώ να είμαι αληθινή. Αυτό είναι κάτι που με απασχολεί πάρα πολύ, χωρίς να γίνομαι μικρή. Είναι το πιο δύσκολο πράγμα στο θέατρο. Να είσαι αληθινός, αλλά αυτό που κάνεις να περνάει ακόμα και στο θεατή που βρίσκεται στην τριακοσιοστή σειρά.
Πώς λειτουργεί για εσάς το κοινό σε μια παράσταση; Πώς σας φάνηκε το κοινό της Θεσσαλονίκης;
Το κοινό είναι πολύ σημαντικό. Μπορεί να σε επηρεάσει θετικά ή αρνητικά με τον τρόπο που συμμετέχει στην παράσταση. Αν είναι σιωπηλό, αν κάνει φασαρία, αν γελάει στα σημεία που εσύ πιστεύεις ότι πρέπει να γελάσει, αν χτυπάνε κινητά και όλα τα σχετικά. Γενικά το κοινό στη Θεσσαλονίκη που φάνηκε πάρα πολύ θερμό. Είχαμε κάποια φαινόμενα με κινητά που χτυπήσανε, αλλά αυτό συμβαίνει οπουδήποτε. Δεν έχει να κάνει με τη Θεσσαλονίκη. Γενικά, το κοινό μου φάνηκε πολύ δεκτικό και θετικό
Ποια είναι τα ποιοτικά χαρακτηριστικά που ξεχωρίζετε σε ένα ηθοποιό;
Προφανώς αυτά που προσπαθώ να είμαι και να γίνω είναι αυτά που εκτιμώ. Εκτιμώ την αλήθεια πάνω στη σκηνή. Εκτιμώ το πνεύμα συνεργασίας. Μπορείς να καταλάβεις, ειδικά αν είσαι της δουλειάς, αν ένας ηθοποιός που βρίσκεται πάνω στη σκηνή παίζει μόνος του ή αν έχει συνεργαστεί αρμονικά με τους υπόλοιπους και έχει ενταχθεί σε ένα σύνολο. Επίσης, εκτιμώ την καλή συμπεριφορά γενικότερα, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι κρίνω έναν ηθοποιό από τη συμπεριφορά του. Υπάρχουν ηθοποιοί που εκτιμώ πάρα πολύ τη δουλειά τους, αλλά ξέρω ότι η συμπεριφορά τους δεν είναι σύμφωνη με τις αρχές μου.
Είδαμε πρόσφατα ότι συμμετείχατε στην καμπάνια της γραμμής 15900 ‘κατά της βίας- υπέρ των γυναικών’. Με αφορμή αυτή τη δράση που αποτελεί μια μορφή εξωστρέφειας, ποια πιστεύετε ότι πρέπει να είναι η σχέση ηθοποιού και κοινωνίας;
Δεν πιστεύω ότι πρέπει να είναι κάποια συγκεκριμένη. Ο ηθοποιός, όπως όλοι οι άλλοι άνθρωποι, είναι ένας πολίτης. Μπορεί να νιώθει ότι θέλει να έχει συμμετοχή στα κοινά, μπορεί να νιώθει ότι δεν θέλει. Δεν θεωρώ ότι, επειδή είναι ηθοποιός και άρα ένας άνθρωπος πιο αναγνωρίσιμος ή που διάφοροι άλλοι άνθρωποι τον θεωρούν πρότυπο οφείλει να έχει μια συγκεκριμένη κοινωνική στάση. Πιστεύω ότι ο καθένας πρέπει να κάνει ό, τι του βγαίνει ως προς αυτό
Ποια είναι η σχέση ηθοποιού – σκηνοθέτη και συγκεκριμένα με τον κ. Φιλίππογλου;
Με τον Κώστα και τον Λάζαρο δουλέψαμε ιδανικά. Ήταν μια συνεργασία όπου έρρεαν όλα απλά και γλυκά και ούτε καταλάβαμε πώς φτάσαμε στο αποτέλεσμα. Προφανώς έτσι θα ήθελα να είναι πάντα, αλλά δεν είναι.
Δεδομένης της σημερινής κατάστασης, ποιος είναι ο ρόλος του θεάτρου, όχι μόνο κοινωνικά, αλλά και σε σχέση με την αισθητική του άποψη;
Το θέατρο ως μορφή τέχνης οπωσδήποτε έχει μεγάλη αξία και σε μια τέτοια κατάσταση και σε οποιαδήποτε φάση βέβαια. Είναι ένα μέρος στο οποίο πας είτε απλώς για να διασκεδάσεις -κι αυτό είναι σημαντικό- είτε να προβληματιστείς, να φύγεις με σκέψεις και να αναζητήσεις απαντήσεις. Η αισθητική ως τρόπος σκέψης για μένα έχει αξία, παρόλο που δεν θα έλεγα ότι είμαι προσκολλημένη στην αισθητική. Κάτι που αισθητικά είναι όμορφο, αλλά δεν έχει περιεχόμενο, προσωπικά με αφήνει αδιάφορη. Προτιμώ κάτι λιγότερο άρτιο αισθητικά που, όμως, έχει κάτι να μου πει και με ταρακουνάει.
Υπάρχουν τελικά «ταλέντα»;
Ναι, υπάρχουν ταλέντα. Το πιστεύω πάρα πολύ ότι υπάρχουν ταλέντα, αλλά και το πιο μεγάλο ταλέντο αν δεν προσπαθήσει κι αν δεν κουραστεί για να καταφέρει πράγματα μπορεί να θαμπώσει. Έχω δει με τα ίδια μου τα μάτια να προχωράνε μαζί, δίπλα δίπλα, ας πούμε σε μια τάξη δραματικής σχολής, ένα –κατά τη γνώμη μου- αρχικά ταλέντο με έναν άνθρωπο μικρότερης ικανότητας και σε ένα χρόνο να έχουν αντιστραφεί τα πράγματα. Χρειάζεται μια ωριμότητα, μια συναισθηματική ευαισθησία. Το άλλο έχει να κάνει με μια εξωτερική λάμψη που δεν έχει καμία σχέση με την ομορφιά. Κάτι έχει ο άλλος που είναι ενδιαφέρον. Για κάποιο λόγο θέλεις να τον κοιτάζεις, αλλά δεν ξέρεις γιατί. Και μπορεί να είναι άσχημος, κοντός, χοντρός, οτιδήποτε, δεν έχει σημασία.
Πώς φαντάζεστε το ελληνικό θέατρο σε δέκα χρόνια από τώρα; Ποια είναι η γνώμη σας για τις ευρωπαϊκές επιρροές;
Γενικά, θεωρώ ότι έχουμε καλό θέατρο στην Ελλάδα. Τα πράγματα που βλέπω από το εξωτερικό δεν είναι πολλά. Δεν είμαι ένας άνθρωπος που ταξιδεύω όλη την ώρα για να βλέπω παραστάσεις. Δεν έχω αυτή την πολυτέλεια. Αλλά έχω δει κάποια πράγματα, βεβαίως, και θεωρώ ότι με κάποιο τρόπο το θέατρο για μας τους Έλληνες (και δεν το λέω νοσταλγικά σε σχέση με το παρελθόν) νομίζω ότι το έχουμε κάπως μέσα μας. Δεν είναι τυχαίο ούτε το πόσες παραστάσεις γίνονται, στην Αθήνα για παράδειγμα. Φαντάζομαι και στη Θεσσαλονίκη γίνονται αρκετές. Στην Αθήνα είναι τρομερό. Όποια πόρτα κι να ανοίξεις είναι ένα θεατράκι, μια μικρή σκηνή, μια ομάδα που κάτι κάνει. Αυτό δείχνει ότι είναι ένας δικός μας τρόπος να εκφραζόμαστε. Το πρόβλημα που υπάρχει αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα είναι ότι δεν υπάρχει καμία χρηματοδότηση, το οποίο σημαίνει ότι αυτό που λεμε <<ποιοτικό- καλλιτεχνικό θέατρο>> παλεύει με την επιβίωση και είναι πάρα πολύ δύσκολο να επιβιώσει και πάρα πολλοί άνθρωποι στρέφονται προς πολύ πιο εύκολες λύσεις και γενικά έχει γίνει ξανά μετά από πάρα πολλά χρόνια. Το θέατρο δεν ήταν ποτέ ένας χώρος που έβγαζες λεφτά. Έχουμε ξαναγυρίσει λίγο σ’ αυτά τα παλιά που λέγανε “άμα γίνεις ηθοποιός θα πεινάσεις”. Σ’ ό, τι αφορά το θέατρο ισχύει αυτό.
Ποια είναι η γνώμη σας για την νεοελληνική θεατρική γραφή; Δώστε παραδείγματα.
Νομίζω ότι υπάρχουν άνθρωποι που είναι πάρα πολύ αξιόλογοι. Που βγαίνουν από τα στενά όρια του νεοελληνικού. Ο Θανάσης Τριαρίδης είναι μια τέτοια περίπτωση. Τα έργα του δεν είναι νεοελληνικά. Δεν συμβαίνουν μέσα στη νεοελληνική κοινωνία. Αλλά υπάρχουν κι άλλοι συγγραφείς. Ας πούμε ο Κατσικονούρης. Τον θεωρώ πολύ ενδιαφέροντα. Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης που έργα του είναι το “Κέικ”, ο “Αέρας” που ανέβηκαν πέρισι στην Αθήνα. Σίγουρα υπάρχουν κι άλλοι που δεν μου έρχονται αυτή τη στιγμή στο μυαλό. Μιλάω για ανθρώπους που πιστεύω ότι θα μείνουν. Μπορεί επιμέρους να υπάρχουν κι άλλοι άνθρωποι που έχουν γράψει πολύ όμορφα πράγματα.
Ποια είναι η γνώμη σας για τις θεατρικές κριτικές;
Δεν είναι πολύ καλή η γνώμη μου για τη θεατρική κριτική. Θεωρώ ότι η κριτική είναι μια πάρα πολύ δύσκολη υπόθεση. Θέλει απίστευτη παιδεία και καθαρότητα του μυαλού. Δεν είναι πολλοί οι κριτικοί θεάτρου και κινηματογράφου που διακρίνονται από αυτά τα δύο στοιχεία. Νιώθω πολύ συχνά ότι είναι εμπαθείς, ότι είναι διαπλεκόμενοι και ότι υπηρετούν συμφέροντα. Επίσης, δεν μου αρέσει καθόλου η κακεντρέχεια που πολλές φορές υπάρχει. Θεωρώ ότι είναι διαφορετικό να γράφεις μία αρνητική κριτική και άλλο να μειώσεις την προσπάθεια ενός ανθρώπου, εκτός αν πιστεύεις ότι δεν έχει κάνει καμία προσπάθεια, ότι μας κοροιδεύει. Αυτό είναι ίσως το μόνο πράγμα που και εγώ περιφρονώ. Περιφρονώ την κοροϊδία. Αλλά από οποιονδήποτε άνθρωπο, επειδή είμαι εκεί πάνω και ξέρω πόσο δύσκολο είναι, προσπαθεί και βλέπω ότι προσπαθεί μου είναι αδύνατον να μιλήσω γι’ αυτόν με τρόπο μειωτικό. Μπορεί να πω ότι δεν μου άρεσε. Καθόλου κιόλας. Αυτό είναι το πρόβλημά μου με την κριτική. Πολλές φορές με ενδιαφέρει πολύ περισσότερο η κριτική των απλών ανθρώπων. Την θεωρώ λίγο πιο καθαρή. Δεν θα δημοσιευτεί κάπου. Μου άρεσει πάρα πολύ, όταν ένας άνθρωπος έρχεται και σου λέει “μου άρεσε” – “δεν μου άρεσε”. Κι αυτό συμβαίνει κανονικά. Δεν έχω κανένα πρόβλημα με αυτό.