Της Νίκης Κώτσιου.
Οι ήρωες του Ρέιμοντ Κάρβερ (1938-1988) έχουν να διαχειριστούν μια ισοπεδωτική καθημερινότητα. Προέρχονται από τα μεσαία και κατώτερα στρώματα, δουλεύουν πολύ και ξέρουν πως τίποτε δεν πρόκειται να αλλάξει προς το καλύτερο. Η ζωή τους είναι ένα τέλμα, η ύπαρξή τους λιμνάζει σ’ αυτό το τέλμα και δεν τους μένει τίποτε άλλο παρά η εφήμερη ανακούφιση που βρίσκουν στο ποτό, το τσιγάρο και ενίοτε το σεξ. Τα διηγήματα του Κάρβερ είναι σχεδόν όλα ποτισμένα με αλκοόλ, καφεϊνη και νικοτίνη. Οι αντι-ήρωες καταναλώνουν τεράστιες ποσότητες από αυτά σε μια εντελώς μάταιη προσπάθεια να εκτονώσουν την εσωτερική τους υπερ-ένταση. Κάπου στο βάθος, υπάρχει πάντα μια ανοιχτή τηλεόραση που παίζει άσκοπα, ενώ τα πρόσωπα είναι βυθισμένα σε ένα είδος χαύνωσης και παραίτησης. «Παράξενο που ‘ναι το ποτό. Τώρα που το σκέφτομαι, βλέπω πως όλες μας τις σημαντικές αποφάσεις τις πήραμε πίνοντας. Ακόμα κι όταν κουβεντιάζαμε πως έπρεπε να βάλουμε λίγο φρένο στο ποτό, καθόμασταν στο τραπέζι της κουζίνας ή στο τραπέζι του πικνίκ στο πάρκο μ’ ένα πάκο μπίρες ή ένα μπουκάλι ουίσκι μπροστά μας», αναλογίζεται ο Ντιουέιν στο διήγημα με τίτλο «Κιόσκι» από τους «Αρχάριους».
Ο Κάρβερ καταπιάνεται με την αποτυχία και τους πάσης φύσεως λούζερ, σε μια εποχή που η επίκληση του Αμερικάνικου Ονείρου γνωρίζει καινούριες δόξες. Είναι τότε που ο Ρήγκαν διακηρύσσει πως η επιτυχία είναι ένας καθόλα εφικτός στόχος, αρκεί τα άτομα να διαθέτουν αποφασιστικότητα και διάθεση για σκληρή δουλειά. Ωστόσο, οι μικρές ιστορίες του Ρέιμοντ Κάρβερ είναι το πεδίο της πιο απόλυτης ατομικής αποτυχίας. Οι πρωταγωνιστές δουλεύουν ατελείωτες ώρες σε κακοπληρωμένες δουλειές και παρατηρούν σχεδόν αμέτοχοι τη ζωή τους να βουλιάζει σε μια τρομακτική στασιμότητα. Δεν υπάρχει ελπίδα, δεν υπάρχει προοπτική και η πεζή καθημερινότητα ανακυκλώνει τον εαυτό της χωρίς να υπόσχεται την παραμικρή ανάκαμψη.
Δέσμιοι μιας επαναλαμβανόμενης αποτυχίας που απλώς αλλάζει πρόσωπα, οι ήρωες του Κάρβερ δεν περιμένουν πλέον τίποτα. Για τους περισσότερους, η απώλεια έχει γίνει πλέον συνήθεια και έχουν προ πολλού πάψει να ελπίζουν. Εγκλωβισμένοι σε αδιέξοδους γάμους, χωρισμένοι ή εγκαταλειμμένοι, ενίοτε άνεργοι, πότες και καπνιστές, έχουν περιέλθει πια σε μια κατάσταση απάθειας και αυτό-εγκατάλειψης, που τίποτα δεν μπορεί να αναστρέψει. Ο Κάρβερ εστιάζει στον κόσμο των υποβαθμισμένων προαστίων, όπου οι αμοιβές είναι χαμηλές και οι υποχρεώσεις ατελείωτες, εκεί όπου οι περισσότεροι ξεδίνουν σε παρακμιακά μπαρ με φτηνά ποτά και τσιγάρα χωρίς τέλος. Η μιζέρια και η πλήξη ορίζουν τις συντεταγμένες μέσα στις οποίες κινούνται, χωρίς διέξοδο και διαφυγή, άνθρωποι βουτηγμένοι στην απόγνωση και την ανία. Ωστόσο, δε λείπουν κάποιες μικρές χαραμάδες αισιοδοξίας, που προς στιγμή τείνουν να τους αναπτερώσουν το ηθικό, έστω παροδικά.
Έχοντας υπάρξει ο ίδιος αλκοολικός και αντιμέτωπος με ασφυκτικές οικονομικές δυσκολίες, ο Κάρβερ, παιδί φτωχής οικογένειας εργατών, γνώριζε από πρώτο χέρι την απάτη του αμερικάνικου όνειρου και τις μάταιες ελπίδες χωρίς αντίκρισμα. Ίσως το μοντέλο για πολλούς από τους ήρωές του είναι ο ίδιος ο εαυτός του και τα παθήματά του μέσα στην άγρια αμερικανική κοινωνία της ανισότητας και της ταξικότητας. Οι παρενέργειες των εθισμών σε συνδυασμό με την ανάμνηση της φτώχειας και της στέρησης πρέπει να αποτέλεσαν αδιάλειπτη πηγή έμπνευσης, ακόμα και όταν λυτρώθηκε από αυτά με τη βοήθεια των Ανώνυμων Αλκοολικών, ακόμα και όταν η ζωή του ομαλοποιήθηκε αρκετά φέρνοντας αναγνώριση και καταξίωση.
Μέσ’ από τον υπαινιγμό και τη διαρκή αμφισημία, ο Κάρβερ μιλά χαμηλόφωνα για την ανθρώπινη κατάσταση αποφεύγοντας τη μεγαλοστομία και την υπερβολή. Με εντυπωσιακή λιτότητα και εντελώς επίπεδο ύφος χωρίς καθόλου εξάρσεις, φτιάχνει ιστορίες που δεν αποκαλύπτουν ευθέως αλλά «σημαίνουν» και ανοίγουν δρόμους πολλαπλής ερμηνείας. Ακόμα και απέναντι στο τραγικό, ο αφηγητής παραμένει παγερά αδιάφορος και ασυγκίνητος. Στο «Μια Μικρή Παρηγοριά», ένα μικρό παιδί τραυματίζεται και πεθαίνει τη μέρα των γενεθλίων του αλλά η αφήγηση ξετυλίγεται σκανδαλωδώς ψυχρή και πλήρως απαλλαγμένη από κάθε συναισθηματισμό. Το τέλος μένει συνήθως «ανοιχτό». Πολλές φορές, υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις πως εφεξής τα πράγματα μόνο προς το χειρότερο μπορούν να πάνε αλλά κανείς δεν είναι σε θέση να αποφανθεί με βεβαιότητα. Οι άνθρωποι που εμπλέκονται είναι εξίσου ικανοί για το καλό και το κακό, μπορεί να ανανήψουν αλλά δεν αποκλείεται να υποτροπιάσουν ξανά και ξανά. Ωστόσο, κάποια δυσδιάκριτα και απειροελάχιστα σημάδια δεν παύουν να αφήνουν περιθώριο για αλλαγή και βελτίωση. Εκεί που όλοι έχουν πιάσει πάτο και μηρυκάζουν τη μιζέρια τους, κάτι αδιευκρίνιστο και ακαθόριστο δείχνει πως ακόμη δεν έχουν τελειώσει όλα. Στον «Καθεδρικό Ναό», το εμβληματικό διήγημα της ομώνυμης συλλογής, υπάρχει διάχυτη μια άνευ προηγουμένου αισιοδοξία, πρωτοφανής για τα δεδομένα του Κάρβερ. Ένας τυφλός άντρας, προσκεκλημένος σε σπίτι φίλων, προσπαθεί να φανταστεί το σχήμα ενός καθεδρικού ναού, καθοδηγούμενος από το χέρι τού, μέχρι τότε αμέτοχου κι αδιάφορου, οικοδεσπότη που αναλαμβάνει να σχεδιάσει με αδρές γραμμές έναν τέτοιο ναό, ώστε να διευκολύνει την πρόσληψη του τυφλού. Η δύναμη της ανθρώπινης επικοινωνίας έτσι όπως εξαίρεται μοναδικά στο διήγημα και η συνομιλία με τη διαφορετικότητα μέσα από κώδικες που ενώνουν και εξοικειώνουν, έχουν κάνει τον «Καθεδρικό Ναό» ένα απαράμιλλο σημείο αναφοράς.
Ο Κάρβερ αποδομεί το αμερικάνικο όνειρο και γίνεται ανατόμος της αλλοτρίωσης αλλά παραμένει αταλάντευτα ανθρώπινος ακόμα και μέσα στην απόλυτη παρακμή. Στο συγκεντρωτικό τόμο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις εκδόσεις Μεταίχμιο, περιλαμβάνονται τρεις συλλογές διηγημάτων του Ρέιμοντ Κάρβερ σε ωραία μετάφραση του Γιάννη Τζώρτζη, που έγραψε επίσης εισαγωγή και επίμετρο. (Oι τρεις αυτές αντιπροσωπευτικές συλλογές 1) Αρχάριοι, 2)Λοιπόν θα πάψεις,σε παρακαλώ; και 3)Καθεδρικός Ναός είχαν εκδοθεί κατά μόνας στο παρελθόν από το Μεταίχμιο και πάλι.) Tα εξόχως κατατοπιστικά και αναλυτικά κείμενα του μεταφραστή, που περιέχονται στον τόμο, με τις εκτενείς αναφορές στη ζωή, το έργο και το «εργαστήρι» του συγγραφέα, διαφωτίζουν πολύπλευρα και προσφέρουν μια απολαυστική πλοήγηση στην καρβερική δημιουργία. Όπως και να ‘χει, πρόκειται για μια λεπτοδουλεμένη, αδαμάντινη πρόζα ενός αληθινά εμπνευσμένου δημιουργού που με το «βρώμικο ρεαλισμό» του κρίθηκε εφάμιλλος του Χέμινγουεϊ και αποτέλεσε σημείο αναφοράς και πηγή έμπνευσης για πολλούς νεότερους δείχνοντας το δρόμο για μια «άλλη» λογοτεχνία. Τα διηγήματα του Κάρβερ, λεπτουργημένα με ζήλο μέχρι και την απώτατη λεπτομέρεια ώστε να περικλείουν μια άφθαστη μίνιμαλ τελειότητα, αποζημιώνουν και με το παραπάνω.
ΙΝFO: Ρέιμοντ Κάρβερ : Διηγήματα, μτφρ.,εισαγ,επίμετρο : Γιάννης Τζώρτζης, σελ.856, εκδ. Μεταίχμιο,2015