του Φίλιππου Φιλίππου
Ακάματος και πολυγραφότατος –από το 1979 μέχρι σήμερα σχεδόν κάθε χρόνοι εκδίδει ένα βιβλίο–, ο Μίμης Ανδρουλάκης, γεννημένος στον Άγιο Νικόλαο της Κρήτης το 1951, αποφάσισε να γράψει την αυτοβιογραφία του και την εξέδωσε πρόσφατα με τίτλο Πριν σβήσουν τα φώτα (εκδ. Πατάκη). Το πρώτο μέρος έχει μιαν ενδιαφέρουσα Εισαγωγή, όπου ο συγγραφέας εξηγεί τους λόγους που το έπραξε, σημειώνοντας:
«Αυτοβιογραφία δεν σημαίνει να τοποθετήσουμε τον εαυτό μας στο κέντρο του σύμπαντος. Το Εγώ μας είναι ένας αστερισμός άλλων προσώπων –εκατοντάδων, χιλιάδων– που μοιράστηκαν μαζί μας τόσα».
Το πρώτο μέρος του βιβλίου αρχίζει με τη γενέτειρά του συγγραφέα: «Γεννήθηκα και μεγάλωσα στην ωραιότερη πόλη της Μεσογείου. Στην Λατώ της ανατολικής Κρήτης, συγκεκριμένα στο επίνειό της, την Καμάρα». Το δεύτερο μέρος αρχίζει με αναφορές σε Κρητικούς που έχουν ξεχωρίσει στην ελληνική πολιτική ζωή: Ελευθέριο Βενιζέλο, Κώστα Μητσοτάκη, τον Λεωνίδα Κύρκο, το Μίκη Θεοδωράκη. Ωστόσο, αυτό που τον ενδιαφέρει ως αρχή είναι να μιλήσει για τον γρίφο της καταγωγής των Ανδρουλάκηδων.
Μολονότι τα στοιχεία που κομίζει είναι ενδιαφέροντα –υποτίθεται πως το κάνει για να πληροφορηθεί ο γιος του τις ρίζες τους–, καθώς έχει καταγωγή και από τους Πετροπουλάκηδες της Μάνης, οι οποίοι βρέθηκαν στην Κρήτη, η προσοχή του αναγνώστη αρχίζει να εντείνεται στο τρίτο μέρος, σε μια συνομιλία του Ανδρουλάκη με τον Πάτρικ Λη Φέρμορ, με αφορμή την ανατίναξη του αυτοκινήτου του κοντά στο σπίτι του στην Καρδαμύλη, το Πάσχα του 1979. Τότε οι δράστες είχαν αφήσει στο σημείο άσχετα φυλλάδια του ΚΚΕ και ο Ανδρουλάκης κλήθηκε από τον Χαρίλαο Φλωράκη να πει στον Άγγλο φιλέλληνα ότι το κόμμα καταδικάζει κάθε μορφή τρομοκρατίας. Το ενδιαφέρον στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι μόνο η δράση του Λη Φέρμορ στην Κρήτη με τη συμμετοχή του στην απαγωγή του Γερμανού στρατηγού Κράιπε, αλλά και οι χαρακτηρισμοί του συγγραφέα, ο οποίος γράφει «Πρώην τυχοδιώκτης. Ανέστιος ταξιδευτής. Άδωνις. Λίγο ζιγκολό, εξειδικευμένος κυρίως σε ελληνικής καταγωγής αριστοκράτισσες της Βεσαραβίας και Ρουμανίας».
Ακολουθεί η γνωριμία του αναγνώστη με την οικογένεια των Κούνδουρων, γίνονται πολλές αναφορές στον Νίκο Κούνδουρο, το γνωστό σκηνοθέτη και ζωγράφο, γιο του Σήφη, υπουργού του Ελευθέριου Βενιζέλου, επονίτη μαζί με τον Μάνο Χατζιδάκι, εξόριστο στη Μακρόνησο. Μαθαίνουμε πως ο βενιζελογενής προοδευτικός Ρούσσος Κούνδουρος αποτελούσε για την Κρήτη ό,τι ο Αλέξανδρος Σβώλος, ο Ηλίας Τσιριμώκος και ο στρατηγός Στέφανος Σαράφης για την εαμική αντίσταση.
Σε όλη τη δεκαετία του ’50, ο πόλεμος ήταν πανταχού παρών στις αφηγήσεις των μεγάλων και στα παιχνίδια των παιδιών. Ο μικρός Μίμης άκουγε γι’ αυτόν στο τσαγκαράδικο του πατέρα του στον Άγιο Νικόλαο στα χωριά και στα καφενεία, άκουγε εξιστορήσεις για τη Μάχη της Κρήτης, την Κατοχή, το ΕΑΜ και τους Άγγλους. Ο θείος του Ιωάννης Αλεξάκης, στρατηγός, έλεγε συχνά: «Μας πούλησαν. Άφησαν ανοχύρωτη, άοπλη την Κρήτη».
Μιλώντας με νοσταλγία για την εποχή των παιδικών του χρόνων, θυμάται τη Μελίνα Μερκούρη, στο σπίτι του. Ήταν μια ξανθιά γυναίκα με παντελόνια, που έκανε πρόβα (ξεγυμνώθηκε, έμεινε «μόνο με το κάτω εσώρουχο, δίχως στηθόδεσμο»)με τη μητέρα του Ειρήνη, τη μοδίστρα, στα ρούχα που θα φορούσε στην ταινία του Ζυλ Ντασέν Ο Χριστός ξανασταυρώνεται, τη βασισμένη στο μυθιστόρημα του Καζαντζάκη. Μετά την πτώση της χούντας, η Μερκούρη ζήτησε να γνωρίζει τον Ανδρουλάκη για τον οποίο της είχε μιλήσει ο Κούνδουρος στο Παρίσι . Στις βουλευτικές εκλογές που έγιναν το 1974 εκείνη κατέβηκε στην Β’ Πειραιώς με το ΠΑΣΟΚ και ο Μίκης Θεοδωράκης με την Ενωμένη Αριστερά. Ούτε εκείνη ούτε εκείνος κατάφεραν να εκλεγούν. Ο Ανδρουλάκης δεν πήγε στο σπίτι της ή στην Επίδαυρο όταν τον καλούσε, αλλά ένα βράδυ όμως στη Βουλή που την είδε θλιμμένη, κι ενώ ανήκαν σε διαφορετικά κόμματα, αυτός της μίλησε για την ομορφιά της και την ιδιαίτερη σεξουαλικότητά της.
Οι εκλογές του 1958 με τη βαριά ήττα των Γ. Παπανδρέου-Σ. Βενιζέλου, όταν η ΕΔΑ αναδείχτηκε δεύτερο κόμμα με 24, 43% μετά την ΕΡΕ του Κ. Καραμανλή, ενέπνευσαν τον Ανδρουλάκη στην ενήλικη ζωή του τις ιδέες και τις προσπάθειες για μια «Μεγάλη και Ανοιχτή Αριστερά», προσηλωμένη σε ευρύτερες προοδευτικές συμμαχίες. Όπως διαβάζουμε, σε σχετική συζήτησή του συγγραφέα με τον κεντρώο Κ. Μητσοτάκη, εκείνος του είπε «Εγώ διέσωσα και τους δύο και την παράταξη από τον έσχατο εξευτελισμό». Του αποκάλυψε πως ενώ ο Παπανδρέου είχε αρχίσει μυστικές συνομιλίες με τον Καραμανλή για συνεργασία, αυτός με τον Ηλία Τσιριμώκο τον απόσπασαν από τον Καραμανλή και πήραν την πρωτοβουλία της ίδρυσης της Ένωσης Κέντρου.
Μιλώντας για τα πολιτικά πράγματα της Ελλάδας και το πώς η ένταση του 1962 έφθασε στην Κρήτη και ειδικότερα στον Άγιο Νικόλαο, ο Ανδρουλάκης μνημονεύει τη βασίλισσα Φρειδερίκη, γράφοντας πως ο Σοφοκλής Βενιζέλος ενημέρωσε τους βουλευτές του ότι «η Φρειδερίκη και η CIA έδωσαν την τελευταία στιγμή εντολή γενικευμένης νοθείας στις εκλογές, πέραν του αρχικού σχεδίου». Κι αυτό έγινε προτού η ίδια δώσει εντολή στην ΚΥΠ, την Αστυνομία και το παρακράτος «να στραπατσάρουν τον μισητό της βουλευτή της ΕΔΑ Γρηγόρη Λαμπράκη». Προσθέτει πως η σύγκρουση της βασίλισσας με τον παλαιό ευνοούμενό της, τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, δεν θ αργήσει.
Αφού μας πληροφορήσει πως ως νεαρός διάβαζε τα περιοδικά Μικρός Ήρως και Μάσκα, αλλά και τα αστυνομικά μυθιστορήματα του Γιάννη Μαρή, σημειώνει πως το 1963 ήταν η απαρχή της άμετρης πολιτικοποίησής του, μετά τη δολοφονία του Λαμπράκη στη Θεσσαλονίκη. Η δικτατορία του 1967 τον απελευθέρωσε, γράφει, από την πολιτικολογία και τις εφημερίδες κι έτσι στράφηκε στην Κουνδούρειο Δημοτική Βιβλιοθήκη. Διάβασε τα βιβλία του Καζαντζάκη και γνώρισε εκείνους που τον επηρέασαν, τον Νίτσε, τον Μπέρξον. Το καλοκαίρι του 1969 έφυγε από τη γενέθλια πόλη και ανέβηκε στην Αθήνα για τις εισαγωγικές εξετάσεις, ανοίγοντας έτσι ένα καινούργιο κεφάλαιο στη ζωή του. Από αυτό το κεφάλαιο, σημειώνει, μερικές σελίδες έμειναν «λευκές» για πενήντα χρόνια.
Ίσως το πιο ενδιαφέρον κεφάλαιο είναι το πέμπτο μέρος του βιβλίου με τον τίτλο «Ήμουν ένας απ’ αυτούς… Αντίσταση-“Πολυτεχνείο ’73”». Αρχικά, μας δίνει πληροφορίες για την απόπειρα του Αλέκου Παναγούλη να σκοτώσει τον δικτάτορα Γεώργιο Παπαδόπουλο τον Αύγουστο του 1968 σε μια καλά σχεδιασμένη επιχείρηση, στην οποία ήταν μπλεγμένος ο αμφιλεγόμενος Κύπριος Πολύκαρπος Γεωρκάτζης, υπουργός Εσωτερικών και Αμύνης του Μακάριου. Ο Παναγούλης κρυβόταν στο σπίτι του Κρητικού πολιτικού μηχανικού Γιάννη Κλωνιζάκη, ενώ ο συνεργάτης του Σήφης Βαλυράκης κατάφερε να αποδράσει από τις φυλακές της Κέρκυρας.
«Ποτέ δεν ξανάνιωσα ένα αίσθημα εσωτερικής απελευθέρωσης όσο σε κείνα τα χρόνια που “τα ’σκιαζε η φοβέρα”. Τώρα, πενήντα χρόνια μετά, πολιτικά ελεύθερος, αισθάνομαι ένας ελεύθερος “φυλακισμένος”…»
Όταν έμενε στην οδό Οικονόμου στα Εξάρχεια, κατέβαινε στον Πειραιά για να δει τον ξάδελφό του Δ. Κουνενάκη. Ο Πειραιάς σημάδεψε τη μοίρα του: πήγαινε με ιεραποστολικό ζήλο στα εργοστάσια της πόλης και συναντούσε τους ανθρώπους «του μόχθου». Μια φορά, μαζί με ορισμένους φίλους του, κατέβηκαν στο λιμάνι για να οργανώσουν την πρώτη εργατική απεργία στα χρόνια της χούντας, αλλά δεν τα κατάφεραν. Προσλήφθηκε στη βιομηχανία ΖΑΑΕ, όπου γνώρισε τον υπεύθυνο, τον Δημήτρη Μουρτζίκο, παλιό αριστερό, ο οποίος τον παρακίνησε να ενταχθεί στο ΚΚΕ και να δουλέψει στην ΚΝΕ που τότε βρισκόταν εν τη γενέσει της. Η μέρα που μπήκε στη ΖΑΝΑΕ –ομολογεί– καθόρισε την πολιτική και την προσωπική του μοίρα.
Στα τέλη του 1971, αρχές 1972 , υπήρχε έντονη κινητικότητα των φοιτητών και στις σχολές του ΕΜΠ είχαν πάρει μια πρώτη μορφή οι Επιτροπές Αγώνα. Σύντομα, ο Ανδρουλάκης είχε στα χέρια του, γράφει, τον πλήρη κατάλογο των φοιτητών που είχαν συλληφθεί, βασανιστεί και φυλακιστεί, εκτοπιστεί ή αποβληθεί από τη σχολή τους. Κι ενώ ήδη έγινε η σύνδεσή του με την Σπουδάζουσα της υπό ίδρυση ΚΝΕ, στην πέμπτη επέτειο της 21ης Απριλίου, πραγματοποιήθηκε μια αντιδικτατορική συμβολική εκδήλωση στα Προπύλαια, όπου μαζί με άλλους νέους έψαλλαν τον Εθνικό Ύμνο και τραγούδησαν το «Πότε θα κάνει ξαστεριά», ενώ φώναζαν «Ελευθερία!». Στο κυνηγητό που ακολούθησε ο ίδιος κατάφερε να ξεφύγει.
Στις 15 Μαΐου του 1972 έγινε στο γήπεδο του Σπόρτινγκ συναυλία του Γιάννη Μαρκόπουλου κι ύστερα οι θεατές βγήκαν στην Πατησίων φωνάζοντας «Κάτω η χούντα», «Δημοκρατία». Τρέχοντας να ξεφύγει από το κυνηγητό των αστυνομικών, ο Ανδρουλάκης βρέθηκε μέσα σ’ ένα ταξί, παρά τη θέληση του οδηγού: ήταν απόφαση του επιβάτη, του Αλέκου Σακελλάριου, ο οποίος πήγαινε στην Κυψέλη. Κι ύστερα έχουμε τις ζυμώσεις στο Πολυτεχνείο, αλλά και στο Πανεπιστήμιο, όπου οι φοιτητές αρχίζουν να οργανώνονται σε κομματικές οργανώσεις και ομάδες: Αντι-ΕΦΕΕ, Ρήγας, ΑΑΣΠΕ .
«Αποκορύφωμα», διαβάζουμε, μέσα στο ηθικό μεγαλείο της αντιδικτατορικής αντίστασης, «του παραλογισμού, της επιπολαιότητας και εντέλει της πολιτικής ανηθικότητας αποτελεί η ανακοίνωση της Πανσπουδαστικής Νο 8 της ΑΝΤΙ-ΕΦΕΕ, για την οποία δεσμεύτηκε να μιλήσω μετά 50 χρόνια από το “Πολυτεχνείο”. Εννοείται ότι την καταδίκασα αμέσως , αφού πίστευα ακράδαντα τότε –Φλεβάρης ’74– ότι ήταν πλαστό φύλλο της Ασφάλειας…»
Αρκετό ενδιαφέρον έχει η εξιστόρηση των γεγονότων που ακολούθησαν τις κινητοποιήσεις των φοιτητών του Πολυτεχνείου τον Φεβρουάριο του 1974, οι συλλήψεις, η σύλληψη και ο βασανισμός του, η δήλωση με την οποία διαχωρίζει τη θέση του από το ΕΚΚΕ, όπου αυθαίρετα τον είχαν εντάξει, η στράτευσή του, το κέντρο εκπαίδευσης της Τρίπολης, η μονάδα στην Καβάλα, η επιστροφή του με τρένο στην Αθήνα, η είσοδός του με τη στολή του στρατιώτη στο Πολυτεχνείο.
Το βιβλίο τούτο είναι ένα ταξίδι στο παρελθόν, μια «ιστορία-πινακοθήκη», όπως τη χαρακτηρίζει ο συγγραφέας, με πορτρέτα, εικόνες, σκηνές, χρώματα, δράματα κι «ευτράπελα». Τα μυστικά «των επιφανών» της πολιτικής, της τέχνης, της επιστήμης και του πλούτου –συνεχίζει– τέμνονται με τις ανέκδοτες ιστορίες των απλών ανθρώπων. Στο οπισθόφυλλο διαβάζουμε πως ο Μίμης Ανδρουλάκης «είχε δεσμευτεί να “μιλήσει” μετά 50 χρόνια», για τις λευκές σελίδες της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας, με πρώτες το «Πολυτεχνείο ’73» και την «Ύβριν» Νo 8, δηλαδή το παράνομο φύλλο της εφημερίδας Πανσπουδαστική αρ. 8.
Ειδικά, αυτό το κεφάλαιο με τον τίτλο «Η “Ύβρις” Nο 8 και οι μακροχρόνιες συνέπειές της» είναι το πιο αμφιλεγόμενο τμήμα της Αυτοβιογραφίας κι έχει ξεσηκώσει πλήθος αντιδράσεων εκ μέρους των συντρόφων του Ανδρουλάκη στην ΚΝΕ και την Αντι-ΕΦΕΕ. Μάλιστα, ορισμένοι έχουν χαρακτηρίσει το βιβλίο ως μυθιστόρημα, για να αποσείσουν τον χαρακτηρισμό του ως ντοκουμέντο..
Ίσως πρέπει να κλείσουμε τούτο το κείμενο με μια παράγραφο (σελ. 460) στην οποία καταθέτει μία από τις απόψεις του για την ελληνική κομμουνιστική Αριστερά:
«Στην κομμουνιστική Αριστερά, όπου […] οι διαφωνίες, οι “αιρέσεις”, οι χωρισμοί, φέρνουν τα σημάδια του Κάιν, τη μισαλλοδοξία, τη ζηλότυπη έχθρα, το αίσθημα της προδοσίας, την ηθική εκμηδένιση του διαφορετικού, του διεγραμμένου συντρόφου, του αποστάτη».
Μίμης Ανδρουλάκης, Πριν σβήσουν τα φώτα,Εκδόσεις Πατάκη, 2021