της Ελένης Χοντολίδου.
Είμαστε σε καλό δρόμο με τα βιβλία μυθοπλασίας για μικρά παιδιά και μεγαλύτερα παιδιά και τους γονείς τους ή αυτούς που αγοράζουν και διαβάζουν βιβλία μαζί τους με θέμα το Ολοκαύτωμα. Μιλώ αποκλειστικά για τα μεταφρασμένα γιατί η ελληνική παραγωγή, δυστυχώς, είναι κάτι λιγότερο από ισχνή τόσο σε ποσότητα αλλά κυρίως σε ποιότητα.
Το τελευταίο διάστημα είχαμε πάλι σε μετάφραση της Μαρίζας Ντεκάστρο από τις εκδόσεις Κόκκινο το εξαιρετικό βιβλίο Το δέντρο βλέπει και το βιβλίο της Annette Wieviorka Το Άουσβιτς όπως το εξήγησα στην κόρη μου, (μετ. Κορίνας Δευτεραίου) και επίμετρο της Ρίκας Μπενβενίστε.
Η Έρικα που μόλις κυκλοφόρησε σε σωστά ελληνικά της Ντεκάστρο, εισάγει μία σειρά θεμάτων που με διαφορετικό τρόπο εισάγει και η Μικρή Μπιζού του Πατρίκ Μοντιανό.
Η μικρή Έρικα δεν πήγε στα στρατόπεδα θανάτου, δεν ταλαιπωρήθηκε, δεν βασανίστηκε, δεν βρήκε σκληρό θάνατο. Είναι το παιδί μιας μάνας που πετάχτηκε από το τραίνο για να σωθεί. Όντως κάποια γυναίκα την μάζεψε, την ανάθρεψε, υπολόγισε την ηλικία της και της έδωσε ένα όνομα. Η «Έρικα» παντρεύτηκε και έκανε τρία παιδιά. Ταξίδεψε στην Ιερουσαλήμ αλλά δεν τα άντεξε συναισθηματικά να επισκεφθεί κάποιο στρατόπεδο θανάτου. Αυτή είναι η ιστορία της που την αφηγείται στον συγγραφέα το 1995 στο Ρότενμπουργκ.
Η Έρικα δεν ξέρει «από πού κρατάει η σκούφια της». Ξέρει μόνο πως οι γονείς της ήταν Εβραίοι. Προσπαθεί να αναπαράγει με τη φαντασία της τις τελευταίες μέρες κοινής ζωής με τους δικούς της, επιχειρεί να φανταστεί τις σκέψεις και τα συναισθήματά τους. Υπάρχει ένα κενό και ένα τραύμα. Το τραύμα του να ζεις ενώ οι δικοί σου μάλλον πέθαναν (ούτε αυτό δεν μπορεί να ψάξει η Έρικα, καθώς δεν γνωρίζει το πραγματικό της όνομα), το τραύμα ότι δεν μπορείς να ανιχνεύσεις τις ρίζες σου, δεν μπορείς να «συναντήσεις» τη βιολογική σου οικογένεια.
Είναι γνωστό ότι πολλοί από τους διασωθέντες δεύτερης γενιάς κάνουν μεγάλες οικογένειες και αυτό υπαινίσσεται και η Έρικα μιλώντας με δυνατές μετωνυμίες για το δικό της «δέντρο που έχει πάλι ρίζες» και για το «αστέρι της» που λάμπει ξανά.
Οι 10 ζωγραφιές που συνοδεύουν τη μικρή και μεστή αυτή αφήγηση, τα τραγικά ερωτήματα χωρίς απάντηση (με φίλησε άραγε πριν με πετάξει; Μου είπε: «σ’ αγαπώ;» και εμείς προσθέτουμε: «ξεπέρασε όσο ζούσε το ότι με παράτησε», «πώς ήταν να μην ξέρει τι απέγινε με το παιδί της»;) είναι ρεαλιστικές. Του παρελθόντος είναι σε χρώμα magenda με εξαίρεση δύο από αυτές όπου η μικρή φασκιωμένη Έρικα παρουσιάζεται με φυσικά χρώματα (ροζ η πάνα και φυσικό το πρόσωπό της), ένα τέχνασμα πολύ γνωστό και σημειωτικά επιτυχές (θυμηθείτε το κορίτσι με κόκκινο παλτό στη Λίστα του Σίντλερ). Οι δύο που ανοίγουν και κλείνουν το βιβλίο είναι πολύχρωμες, τυπωμένες σε τετραχρωμία. Είναι κάποια δημόσια πλατεία του Ρότενμπουργκ το 1995 (χρονιά της εκμυστήρευσης της ιστορίας της στην συγγραφέα) και κάποια γειτονιά της ίδιας πόλης με εφησυχαστική καθημερινότητα.
Ο ενήλικας που θα διαβάσει το βιβλίο με κάποιο παιδί έχει να κάνει πολλά πράγματα:
ή να παίξει με το παρόν, το παρελθόν και το μέλλον στο οποίο να εντάξει το ΠΟΤΕ ΞΑΝΑ!,
ή να εξηγήσει την ιστορία την οποία αφηγείται η συγγραφέας λιτά εξηγώντας τι λένε υπαινικτικά οι εικόνες (όσο αντέχει ό ίδιος και όσο είναι σε θέση να προσλάβει το παιδί),
ή να μιλήσει για το τραύμα του Ολοκαυτώματος που φέρουν οι ζώντες, γι αυτούς που χάθηκαν αλλά και γι αυτούς που σώθηκαν φέροντας το βάρος αυτής ακριβώς της σωτηρίας τους,
ή να πάει σε άλλα βιβλία, μνημεία, μουσεία, ταινίες, comics…
Τα καλά βιβλία είναι πάντοτε σημεία έναρξης και άλλων δρόμων εκτός από την ανάγνωσή τους.
Βρίσκω τη σημείωση της Ντεκάστρο περί αδυναμίας ταύτισης σοφή, γιατί έχουμε κατακλυστεί από παιδαγωγικές βιωματικές ανοησίες για όλα τα θέματα −του Ολοκαυτώματος συμπεριλαμβανομένου. Όχι, δεν μπορούμε να μπούμε στη θέση των θυμάτων, ούτε καν της Έρικας. Ακόμη κι αν μπορούσαμε δεν θα το θέλαμε.
Info
Ruth Vander Zee
Έρικα
Εικ. Roberto Innocenti
Μετ./ παιδαγωγικά σημειώματα: Μαρίζα Ντεκάστρο
Εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2015