Γιορτινά και άλλα
ΣΥΜΦΩΝΗΣΑΝΕ να συναντηθούνε ξανά των Φώτων. Παραμονή που ανοίγουν τα σχολειά. Να έχει καταλαγιάσει και ο σαρκασμός των γιορτών. Για τον Θέμη θα ήταν μια βαρετή μέρα οικειοθελούς περιορισμού στο δωμάτιό του. Η μάνα του, παραμονή του Αι-Γιαννιού-κλασσικά- ξεστόλιζε, για την ακρίβεια αυτή που παλαντζάριζε στις σκάλες και κρεμότανε από τα κουρτινόξυλα και τις πέργκολες για να αποκαθηλώσει τις γιρλάντες του υπερεκτιμημένου, ήτανε η Σαχάρ, η καθαρίστριά τους τα τελευταία οκτώ χρόνια. Για τον Αζίζ, τον μόνον από τα τέσσερα αγόρια της που κατάφερε να πάρει κοντά της, θα ήταν η τακτική συνάντηση με τον Θέμη στο καμαράκι του κηπουρού, εκεί που παρκάριζε την μηχανή του γκαζόν-κούρεμα σήμαινε βδομαδιάτικο, και με το παραπάνω. Το τρίξιμο της πόρτας της παράγκας έδινε το σινιάλο. Ο Θέμης έβαζε τα τσιγάρα, και ο Αζίζ το κόμικ έκπληξη. Έχω και εγώ τα τυχερά μου, του έλεγε, να ναι καλά η μάνα του εννοούσε, που τον έσερνε μαζί της στα σπίτια Σαββατοκύριακα κι αργίες. Για τα θελήματα του κυρίου Σωτηρίου, ας πούμε, κάθε Κυριακή-περίπτερο, φούρνος, τριαντάφυλλο στο χαλάκι της κυρίας Εσμέ-καβάτζωνε ένα εικονογραφημένο για χαρτζιλίκι. Έχωνε το χέρι στην κοιλιά του χαρτόκουτου που κρύβονταν τα «Ερωτικά κόμικς», και τραβούσε με απαράλλαχτη ταχυπαλμία, το τεύχος της συνάντησης. Στο καμαράκι. Μυσταγωγικά. Αντράκια δώδεκα χρόνων. Σάββατα. Εκτός από τα ανήμερα, όπως φέτος, Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά. Άκου ανήμερα! Τι πάει να πει ανήμερα; Για τον Θέμη ανήμερα ήταν μονάχα τα θεριά. Σαν το θεριό που βρυχιέται μέσα του πάντα χρονιάρες μέρες.
ΔΥΟ ΣΑΒΒΑΤΑ ΣΕΡΙ τους κράτησαν αναγκαστικά χώρια. Θα σμίγανε στην πρώτη επόμενη αργία. Των Φώτων. Οι ναυαγοί του βελούδου και της τσόχας. Θα ανταλλάζανε και δώρα. Ο Αζίζ τον περίμενε με Μάρβελ, Τάνκς, και τρία από Τα μεγάλα Ερωτικά της Μις Μπάτερφλαι. Ο κ. Σωτηρίου, η κ. Εσμέ εδώ που τα λέμε-τους βρήκε μαζί Πρωτοχρονιά-τον πριμοδότησαν για τις γιορτές.
Ο Θέμης, μπήκε στην αποθήκη κλωτσώντας πόρτα, φτυάρια, καρότσια, και ό,τι βρίσκονταν μπροστά του. Πέταξε μια κούτα άφιλτρα στο βαρέλι που είχαν για τραπέζι, σωριάστηκε στα σακιά με το λίπασμα, και άναψε το τελευταίο από το τσαλακωμένο πακέτο της κωλότσεπης.
–Η κούτα δική σου μικρέ-κοντός ήταν όχι μικρός-Δεν θα της λείψουν, είπε βραχνά όσο κατέβαζε την τζούρα. Κράτα τα. Ρε φίλε, έκανα τρία μαζεμένα στο δωμάτιό μου, έβηχα δυνατά, μου θύμισα τον πατέρα μου όταν αρρώστησε, η πόρτα μου ορθάνοιχτη. Μα κανείς; Και καλά η μάνα μου! Ούτε η θεία Ηρώ; Άργησα να κατέβω στο τραπέζι επίτηδες, σκέψου την φίλησα, βρωμούσα τσιγάρο, μέχρι στη μούρη της ξεφύσησα. Τίποτα. Μίλαγε ακαταλαβίστικα, χτύπαγε το μαχαίρι στο ποτήρι. Αυτό το ανατριχιαστικό. Θα έχασε πολλά. Μου ήρθε να της πετάξω το τάμπλετ στο πιάτο, έτσι, με το κουτί και την κορδέλα. Μετά το σκέφτηκα. Θα μου αγόραζε άλλο, μεγαλύτερο. Χωρίς πολλά-πολλά. Η μάνα σου, να ξέρεις, θύμωσε. Δεν κατάλαβα βέβαια με ποιόν. Κοίταγε μια εμένα, μια εκείνη. Τεσπα. Έλα πάρε το. Το δώρο μου δώρο σου. Χάρισμα. Φορτισμένο. Κάρτα, γουάι φάι, παιχνίδια. Όλα.
Ο ΑΖΙΖ ΤΟΥ ΠΑΣΑΡΕ ΤΟ ΤΣΙΓΑΡΟ ΤΟΥ, και άνοιξε το κουτί άτσαλα. Σχημάτισε έναν μακρύ αριθμό στο βάιμπερ, σάλιωσε την φράντζα του να στρώσει, πρόβαρε ένα σφιχτό και ένα ανοιχτό χαμόγελο στην κάμερα, γύρισε πλάτη στο παραθυράκι της αποθήκης να φαίνεται κομμάτι της πρασιάς, και περίμενε να ανοίξει η γραμμή. Δοκίμασε και δεύτερη, και τρίτη φορά. Ο επαναλαμβανόμενος ήχος της κλήσης άφηνε στο καμαράκι για απροσδιόριστα λεπτά, ένα εξασθενημένο βουητό που χτυπούσε στους τοίχους και επέστρεφε συνηρημένο, με έναν ασαφή ρόλο, χωρίς ουσιαστική διάθεση.
–Δεν απαντούν. Από πριν τις γιορτές. Την έχω ακούσει που ξυπνάει και δοκιμάζει πολύ πρωί και μέσα στη νύχτα. Να μην την πάρω είδηση. Βουβαμάρα. Δεν το σηκώνει. Μπορεί να έχουν περάσει Τουρκία τώρα, μπορεί να έχει αφήσει το τηλέφωνο στην γιαγιά, πολλά μπορεί…
Θέμη πάρε το πίσω. Μη μου θυμώσεις,. Έτσι κι αλλιώς θα μου το κρύψει. Με φοβάται. Μην πάρω τηλέφωνο. Μια φορά να δω αριθμό είναι αρκετό, το ξέρει. Νομίζω το πιστεύει όταν μου λέει ότι μιλάνε. Την πήρε, λέει, ο πατέρας πρωτοχρονιά και καλά, και της υποσχέθηκε πως το Πάσχα θα πάρει τα αδέρφια μου και θα περάσουνε Ελλάδα, ότι η σκυλίτσα μου γέννησε λέει, και δεν γίνεται να την πάρουνε μαζί, τι θα την κάνουνε αν χρειαστεί να κολυμπήσουν, ότι η γιαγιά δεν θα έρθει, θα μείνει να την ταΐζει…
Σόρρυ Θέμη!!! Μη μου θυμώσεις!!!
ΤΟ ΚΟΥΔΟΥΝΙ ΤΟΥ ΠΟΔΗΛΑΤΟΥ χτύπησε απανωτά. Η Σαχάρ έδινε σήμα να μαζευτούνε.
Ο Θέμης άφησε το τάμπλετ στο καμαράκι, χαλάλι του σκέφτηκε-του κηπουρού-έγραψε πάνω στα Ερωτικά ‘Θεμιστοκλής Κ.΄, τα τύλιξε με την κορδέλα του δώρου, σιγούρεψε τον φιόγκο με ένα ταλαιπωρημένο σπάγκο, από αυτούς που στηλώνουνε τις τριανταφυλλιές, και τα γλίστρησε στο γραμματοκιβώτιο της μάνας του.
Θα την έστελνε να τα παραλάβει.
Ύστερα, θα την έστηνε στο κεντρικό παράθυρο του σαλονιού.
Να απολαύσει την γιορτινή της ξινίλα.