(μτφρ. Γιώργος Καρτάκης)
Ίσως να είναι και η τελευταία “συνέντευξη” του μεγαλύτερου ή του πιο επιδραστικού εν ζωή μυθιστοριογράφου. Η εφημερίδα Die Zeit είχε ζητήσει επανειλημμένως από τον Μίλαν Κούντερα μια συνέντευξη. Αυτός το 1990 αποφάσισε να τους στείλει ένα κείμενο με κάποιες θέσεις το οποίο δημοσιεύθηκε στην γερμανική εφημερίδα εκείνη τη χρονιά και αναδημοσιεύτηκε πρόσφατα, το 2019. Στο κείμενο αυτό εξηγεί γιατί δεν δίνει συνεντεύξεις και παραθέτει λέξεις κλειδιά – ένα είδος συνέχειας του σπουδαίου έργου του «Η τέχνη του μυθιστορήματος – τα οποία περιγράφουν ταυτόχρονα και την αισθητική του.
.
ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ: Ο διάλογος είναι μια σημαντική λογοτεχνική μορφή και δεν θα αρνηθώ, ότι με μερικές προσεγμένες, άρτια δομημένες και – σε συνεργασία με εμένα – διορθωμένες συνεντεύξεις υπήρξα ευχαριστημένος. Ο τρόπος, όμως, με τον οποίο γίνεται συνήθως η συνέντευξη, είναι εντελώς διαφορετικός. Πρώτον: Αυτός που παίρνει την συνέντευξη, μας θέτει ερωτήσεις, που έχουν ενδιαφέρον για εκείνον και όχι για εμάς. Δεύτερον: Από τις απαντήσεις μας, χρησιμοποιεί μόνο εκείνες που του ταιριάζουν. Τρίτον: Τις μετατρέπει μέσω μιας δικής του λεξιλογικής επιλογής κι ενός δικού του τρόπου σκέψης. Ακολουθώντας μάλιστα το παράδειγμα της αμερικανικής δημοσιογραφίας, δεν πρόκειται καν να επιδείξει την λεπτότητα να μας επιτρέψει να εγκρίνουμε ό,τι ο ίδιος μας ανάγκασε να πούμε. Έτσι, η συνέντευξη δημοσιεύεται κι εμείς έχουμε πλέον την ελπίδα, ότι σύντομα θα ξεχαστεί! Συμβαίνει όμως ακριβώς το αντίθετο: Δεν ξεχνιέται! Ακόμα και ο πιο ευσυνείδητος καθηγητής πανεπιστημίου σήμερα, δεν διακρίνει ανάμεσα στις λέξεις, που έχει γράψει και υπογράψει ο ίδιος ο συγγραφέας και σε εκείνες που με κάποιον τρόπο φτάνουν ως αυτόν και οι οποίες σχετίζονται μόνο εμμέσως με τον συγγραφέα.
(Ένα ιστορικό παράδειγμα: «Οι συζητήσεις με τον Κάφκα» του Gustav Janouch, αποτελούν στην πραγματικότητα μια παραπλάνηση, αλλά για τους καφκολόγους μια ανεξάντλητη πηγή παραθεμάτων.) Τον Ιούνιο του 1985 αποφάσισα, λοιπόν, οριστικά να μην ξαναδώσω συνέντευξη. Πέραν των συζητήσεων, οι οποίες διορθώθηκαν σε συνεργασία με εμένα και φέρουν την έγκρισή μου, όλες οι άλλες δηλώσεις, οι οποίες κυκλοφορούν μετά την συγκεκριμένη χρονολογία, πρέπει να θεωρηθούν πλαστές.
ΨΕΥΔΩΝΥΜΟ: Ονειρεύομαι έναν κόσμο, όπου οι συγγραφείς θα ήταν δια νόμου υποχρεωμένοι, να κρατήσουν την ταυτότητά τους μυστική και να χρησιμοποιούν ψευδώνυμα. Αυτό θα είχε τρία πλεονεκτήματα: α) Δραστικός περιορισμός της γραφομανίας. β) Μείωση της επιθετικότητας στην λογοτεχνική ζωή. γ) Εξάλειψη της βιογραφικής ερμηνείας ενός έργου.
Ο ΜΥΘΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΟΣ (και η ζωή του): «Ο καλλιτέχνης πρέπει να κάνει τους μεταγενέστερους του να πιστέψουν ότι δεν έζησε», λέει ο Φλομπέρ. Ο Μωπασάν πάλι, αρνήθηκε να υπάρξει το πορτρέτο του ανάμεσα σε άλλα, αφιερωμένα σε διάσημους συγγραφείς, λέγοντας: «Η ιδιωτική ζωή και η όψη ενός ανθρώπου δεν ανήκουν στο κοινό». Αλλά και ο Χέρμαν Μπροχ είχε επίσης αναφέρει: «Έχω κάτι κοινό με τον Κάφκα και τον Μούζιλ – και οι τρεις μας δεν έχουμε οριστική βιογραφία». Κάτι που βέβαια δεν σημαίνει, ότι η ζωή τους στερείτο γεγονότων, αλλά ότι μάλλον δεν ήταν προορισμένη – σύμφωνα με τη δημόσια αντίληψη – να γίνει βιο – γραφία. Κάποτε ρώτησαν τον Κάρελ Τσάπεκ, γιατί δεν γράφει ποίηση και αυτός απάντησε: «Γιατί μισώ να μιλάω για τον εαυτό μου». Το χαρακτηριστικό, λοιπόν, γνώρισμα ενός αληθινού μυθιστοριογράφου είναι, πως δεν του αρέσει να μιλάει για τον ίδιο. «Μισώ να χώνω τη μύτη μου στην πολύτιμη ζωή σπουδαίων συγγραφέων. Επίσης καμιά βιογραφία δεν θα άρει το πέπλο από την προσωπική μου ζωή», είχε πει ο Ναμπόκοφ. Ο Φώκνερ επιθυμεί «να ακυρωθεί ως άνθρωπος, να σβηστεί από την ιστορία, χωρίς να αφήσει άλλα ίχνη εκτός από τα τυπωμένα [του] βιβλία». ( Θα θέλαμε να υπογραμμίσουμε τις λέξεις τυπωμένα και βιβλία: έργα, δηλαδή, που έχουν ολοκληρωθεί, όχι χειρόγραφα, όχι επιστολές, όχι ημερολόγια). Μια μεταφορά του Κάφκα αναφέρει, ότι ο μυθιστοριογράφος καταστρέφει το σπίτι της ζωής του, με σκοπό να οικοδομήσει από τις πέτρες ένα άλλο – αυτό του μυθιστορήματός του. Άρα, οι βιογράφοι ενός μυθιστοριογράφου γκρεμίζουν αυτό που εκείνος οικοδόμησε, ανακατασκευάζοντας ό,τι εκείνος κατέστρεψε. Το αποκλειστικά αρνητικό έργο τους δεν είναι σε θέση να ρίξει φως ούτε στο νόημα ούτε στην αξία ενός μυθιστορήματος – δεν μπορεί καν να ταυτοποιήσει λίγα δομικά υλικά. Από την στιγμή που ο Κάφκα επισύρει περισσότερη προσοχή από τον Josef K, αρχίζει μια διαδικασία, η οποία για τον Κάφκα θα σήμαινε μεταθανάτιο θάνατο.
ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ: Δεν μου αρέσουν εκείνες που αποτελούν απλά διακοσμητικά στοιχεία. Αυτό δεν αφορά μόνο κλισέ φράσεις όπως «το πράσινο χαλί των λιβαδιών», αλλά για παράδειγμα και τον Ρίλκε, όταν γράφει «… και το γέλιο ανάβλυζε από το στόμα τους όπως πύον από ανοικτές πληγές», ή «Ήδη η προσευχή του φυλλορροεί και κρέμεται απ΄το στόμα του σαν μαραμένος θάμνος» (Οι σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε). Ο Κάφκα, απορρίπτοντας προγραμματικά τις μεταφορές, έχει, κατά τη γνώμη μου, προσωπικά και συνειδητά διαχωρίσει τη θέση του από τον Ρίλκε.
Αντίθετα, η μεταφορά ως στιλιστικό μέσο μου φαίνεται αναντικατάστατη, όταν – εν μέσω μιας αιφνίδιας αποκάλυψης – οφείλει να καταγράψει την ακατανόητη φύση πραγμάτων, καταστάσεων και προσώπων. Ποιος είναι ο ορισμός της μεταφοράς; Για παράδειγμα στον Μπροχ, αυτός που χαρακτηρίζει την υπαρξιακή στάση του Ές: «Η επιθυμία του ακολουθεί τη σαφήνεια: θέλει να σχηματίσει έναν κόσμο, του οποίου η σαφήνεια να είναι τόσο ισχυρή, ώστε η δική του μοναξιά θα στερεωνόταν πάνω της όπως σε ένα σιδερένιο πάσσαλο» (Οι υπνοβάτες). Ο δικός μου κανόνας: οι μεταφορές σε ένα μυθιστόρημα πρέπει να είναι πολύ λίγες και να αποτελούν σημεία κορύφωσής του.
**