του Γιάννη Στρούμπα
Εξομολογήσεις ηχογραφημένες από μικρόφωνο, κείμενα με προσωπικό τόνο που αποτιμούν στιγμιότυπα, περιόδους της ζωής ή και την ολότητά της συγκεντρώνονται στον τόμο Ανοιχτό μικρόφωνο του Γιάννη Ευσταθιάδη. Ο τόμος φέρει και τον προσδιοριστικό υπότιτλο «Μονόλογοι και ομολογίες». Οι μονόλογοι των ηρώων συνιστούν πράγματι ομολογίες, καθώς αποκαλύπτουν μύχιες σκέψεις αλλά και την αναμέτρηση των αφηγητών με τον εαυτό τους, μια αναμέτρηση επίπονη, που συχνά εκφέρεται με λυγμούς κι «ακούγεται σαν νερό που βράζει και οι φουσκάλες του σκάνε με κρότο στην επιφάνεια». Η επιμονή στις ηχητικές καταγραφές ερμηνεύεται στα κείμενα της συλλογής, καθώς η ζωή ταυτίζεται με την ακρόαση: «Είμαι συλλέκτης ήχων. § Έργο ζωής θα το ονόμαζα, αφού δεν έζησα. § Μόνο άκουγα». Και μάλιστα, η ηχογράφηση δεν επιτρέπει μόνο την εμβάθυνση στις πιο λεπτές πτυχές του βίου, αλλά τον διαιωνίζει καθιστώντας τον διαρκώς παρόντα, «Γιατί τι άλλο είναι η ηχογράφηση αν όχι η καταγραφή ενός ακουστικού ενεστώτος που δεν γίνεται ποτέ παρακείμενος».
Ο ήχος, επομένως, είτε καταγραμμένος στο μικρόφωνο είτε εγχαραγμένος στη μνήμη, όπως συμβαίνει με τον τιμητικό επινίκιο παιάνα για τον «ξανθό άγγελο» ποδοσφαιριστή Άγγελο Μεσσάρη, ανάγεται σε απόδειξη ύπαρξης, ιδίως όταν απουσιάζουν τα οπτικά δεδομένα. Βέβαια, η απουσία εικόνας ενδέχεται να γιγαντώνει τη δόξα ενός προσώπου, καθώς διογκώνει τον μύθο του, ελλείψει στοιχείων. Από την άλλη, ωστόσο, η εικόνα υστερεί απέναντι στον ήχο όταν «οι φωτογραφίες ψεύδονται, γιατί σ’ όλες κυριαρχεί το επιτηδευμένο μειδίαμα, η προσποιητή αμεριμνησία». Η εικόνα μπορεί να δείχνει τα χέρια, όμως απουσιάζει η αφή. Μπορεί να δείχνει το πτώμα, μα απουσιάζει το πένθος. Δεν εικονογραφεί μήτε την απουσία, μήτε τη μοναξιά, μήτε το πάθος. Αντίθετα, οι λέξεις στην εκφορά τους, άρα οι ήχοι, καταθέτουν τόσο την όσφρηση παρελθόντων ετών, όσο αποδίδουν ακόμη και τις πιο λεπτές αποχρώσεις «από το θρόισμα των πράσινων φύλλων», που «διαφέρει από το θρόισμα των κίτρινων».
Τα συγκριτικά αυτά πλεονεκτήματα του ήχου ερμηνεύουν την πρόκριση των μονολόγων μπροστά στο ανοιχτό μικρόφωνο. Ο Ευσταθιάδης ωστόσο πραγματεύεται και περιπτώσεις κατά τις οποίες το μικρόφωνο προκαλεί παραμορφώσεις. «Ε, φίλε, το μηχάνημά σου είναι κάλπικο! Διασώζει ακέραιους ήχους, αλλά όχι τη βελούδινη φόδρα της τρυφερότητας»· και «Κοιτάζω με συμπάθεια αυτό το μεταλλικό αντικείμενο που καπηλεύεται τη φωνή μου σαν καθρέφτης ήχων». Δεν αποδίδει συνεπώς το μικρόφωνο πάντα την τρυφερότητα, ούτε, κατ’ επέκταση, όλες τις αποχρώσεις της ζωής. Κι άλλοτε «καπηλεύεται» τη φωνή, την εκμεταλλεύεται, την απομονώνει, την αποκόπτει από το πλαίσιό της, την παραμορφώνει, τη διαστρεβλώνει. Γι’ αυτό και ο αφηγητής, θέτοντας τις ανυπέρβλητες για το μικρόφωνο δυσκολίες να καταγράψει ατμόσφαιρα, οσμές, περιβάλλον, μεταβαίνει στην ποιητική αποτύπωση του κλίματος, μάλιστα και δομικά, με την μετάπτωση όχι απλώς του ηχητικού ντοκουμέντου αλλά και της απομαγνητοφωνημένης αφηγηματικής του μορφής σε στίχους: «[…] Το ημίφως του δωματίου./ Το όνειρο γύρω από την καύτρα του τσιγάρου./ […] Τη μαθηματική πράξη της ενηλικίωσης./ […]»
Όπου συνεπώς το μικρόφωνο χωλαίνει, ο Ευσταθιάδης αναλαμβάνει να επαναφέρει τον ρυθμό στον βηματισμό, επιστρατεύοντας τον ποιητικό λόγο και μετατοπιζόμενος από την κυριολεξία στη μεταφορά. Έτσι, από την καταγραφή του ήχου της βροχής ο συγγραφέας μεταβαίνει στη «βροχούλα της ζωής» του ήρωά του· ή από το παράθυρο στα τζάμια του οποίου σκάει η βροχή, στο «παράθυρο που έβλεπε στην άνοιξη». Άλλωστε, το τσαλάκωμα του φύλλου όπου ο ήρωας επιχειρεί να καταγράψει τις σκέψεις του είναι τσαλάκωμα της ίδιας του της ψυχής. Ακολουθώντας τα μονοπάτια της μεταφοράς, ο Ευσταθιάδης διεισδύει στις αφηρημένες έννοιες και εξορύσσει τις βαθύτερες λειτουργίες τους: «Αλλά έχω επιλέξει την ενικότητα της σιωπής, τη μη αντήχηση των άδειων δωματίων, την έσχατη περισυλλογή της λήθης». Η δε εντυπωσιακή μεταλλαγή της βιοθεωρίας «άρτος και θεάματα» προσδίδει στο «θέαμα» απαιτήσεις υψηλής τέχνης και στον «άρτο» τη γεύση του τελικού αισθητικού αποτελέσματος, όταν το ψωμί, ο χρόνος και η τέχνη συμπλέκονται στο «φλασμπάκ της γεύσης, μια ασπρόμαυρη φιλμική επεξεργασία της κατάλευκης αλεύρου και του ενσταλαγμένου φαιού χρόνου».
Άλλοτε, οι μετατοπίσεις του Ευσταθιάδη εμπεριέχουν την τραγικότητα της αυτοϋπονόμευσης ή της ειρωνικής έκβασης. Στη μετάσταση του καρκίνου στα οστά η ηρωίδα ανακαλύπτει τη «θετική» πτυχή, η οποία εντοπίζεται στη μετάπτωση του ασθενούς σε διαφορετική κατηγορία: εκείνου που δικαιούται επίδομα ασθενείας. «Τι έχεις εσύ; ρωτάει μιαν άλλη η πλαϊνή μου. […] Μετάσταση στα οστά, της απαντά. Κι εγώ έχω μετάσταση, της λέει η χοντρή. Καλό είν’ αυτό, γιατί τώρα θα πάρεις και επίδομα, συμπληρώνει κι αρχίζει να γελάει τρανταχτά. Κι η άλλη γελούσε». Ο Ευσταθιάδης ξορκίζει τον θάνατο περιγελώντας τον «τρανταχτά», με την ηρωίδα να αυτοϋπονομεύεται καθώς βρίσκει την απίστευτη δύναμη να αστειεύεται με το κακό. Όμως ο αστεϊσμός είναι βαθιά τραγικός, γιατί επιχειρεί να συγκαλύψει τον πόνο. Η τραγικότητα επανέρχεται όταν η ηρωίδα απευθύνεται στην προσευχή της στον Άγιο Νεκτάριο για την εύρεση θεραπείας, επεκτείνοντας την προσωπική της παράκληση και στο πρόσωπο του ομοιοπαθούς Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου. Η εκ των υστέρων όμως γνώση του αναγνώστη ότι ο Αρχιεπίσκοπος έχασε εντέλει τη μάχη με την επάρατο, λειτουργεί σαν τραγική ειρωνεία, καθώς προοικονομεί την τύχη της ηρωίδας. Η ίδια ειρωνεία, που επικυρώνει και την παντοδυναμία του θανάτου και συναινεί στη ματαιότητα των εγκοσμίων, βρίσκει τον νεκρό μάγειρα να στέκεται μπροστά στα νεκρά ζώα που αποτελούν τη βάση των μαγειρικών του δημιουργιών: «με κοιτούν με έκφραση παγωμένης ειρωνείας, σαν να μου στέλνουν έναν τελευταίο χαιρετισμό, με όλη την επισημότητα που ταιριάζει όταν νεκρός χαιρετάει νεκρό».
Ο θάνατος είναι ένα από τα βασικά θέματα στις πραγματεύσεις του Ευσταθιάδη. Η κυριαρχία του ενισχύει την ανθρώπινη αβεβαιότητα, ενώ γίνεται ακόμη πιο δυσβάσταχτος για ανθρώπους μόνους: «Συμπαθάτε με, μα φοβάμαι. Τι θα γίνει αν αύριο έχω αντίδραση από τα φάρμακα και είμαι μόνη;»· η συμπαράταξη της μοναξιάς με τα προβλήματα υγείας ενισχύει ίσως το σχόλιο του συγγραφέα πως η μοναξιά ενδέχεται να είναι η πλέον καταπονητική ασθένεια της σύγχρονης εποχής. Η απόγνωση των ανθρώπων αντικατοπτρίζεται στο μαύρο χρώμα: «Για μένα, όμως, το μαύρο δεν είναι χρώμα· είναι ένας σκοτεινός καθρέφτης που αντικατοπτρίζει την απόγνωση». Επιπλέον ο Ευσταθιάδης ενεργοποιεί το αντικείμενο του καθρέφτη για να αποδώσει διά της πιστότητας των αποτυπώσεών του τη ρουτίνα, τα γηρατειά, τη στατικότητα, όταν παράλληλα μεταχειρίζεται έναν έμμεσο καθρέφτη, το νερό, ως φορέα του παλμού, της κίνησης, της ζωτικής επιθυμίας: «Ο καθρέφτης με μία ανταύγεια ρουτίνας αποτύπωνε αυτό που είμαι, ενώ το παλλόμενο νερό αυτό που θα ήθελα να είμαι». Η διττή λειτουργία του καθρέφτη προβάλλεται στο μικρόφωνο, το οποίο επίσης λειτουργεί διττά, κατ’ αντιστοιχία με τον καθρέφτη. Η συγκεκριμένη προβολή συναινεί και στη γενικότερη επικοινωνία του έργου του Ευσταθιάδη, καθώς ο λογοτέχνης προσανατολίζεται στην προγενέστερη συλλογή του πεζών Καθρέφτης (2010) στην παρομοίως πολύπλευρη, διόλου μονοσήμαντη, λειτουργία των καθρεφτών.
Τα γηρατειά πάλι, συνδεόμενα με το πέρασμα του χρόνου και την πικρή γεύση που τα χαρακτηρίζει, αποτελούν το έναυσμα για την εμπνευσμένη πραγμάτευση του συγγραφέα αναφορικά με την «αναζήτηση του μπαγιάτικου ψωμιού», δηλαδή της αυγόφετας, σε μία ευσταθιαδική παραλλαγή του Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προυστ: ο χαμένος χρόνος (temps perdu) παραλλάσσεται σε μπαγιάτικο ψωμί (pain perdu). Το ξερό ψωμί λοιπόν, γερασμένο, νοσταλγεί τη νεότητά του όταν ήταν ζύμη, εφόσον ο αεικίνητος χρόνος λειτουργεί επιβαρυντικά: «στην αδιαπέραστη κρούστα αυτού του ξερού ψωμιού υπάρχει πάντα συσσωρευμένη η νοσταλγία της νεότητας της ζύμης και ο διαρρεύσας χρόνος, ο οποίος προσμετράται και στο δέρμα αυτού που το καταναλώνει». Επιβαλλόμενος επί παντός, δικαίως ο χρόνος χαρακτηρίζεται «αρχισυντάκτης», προκαλώντας συνάμα τη διατύπωση του αγωνιώδους αιτήματος «Θέλω χρόνο… Δώστε μου κι άλλο χρόνο…».
Η διεκδίκηση του χρόνου από τον Ευσταθιάδη δεν έχει κατεύθυνση μονάχα προς το μέλλον. Στρέφεται και στο παρελθόν: «Δεν θέλω να με χαϊδέψεις τώρα. Θέλω να με χαϊδέψεις τότε». Το ασυμβίβαστο του παρελθοντικού «τότε» με τη μελλοντική έκφραση «να με χαϊδέψεις» επιτείνει το αίτημα («θέλω»), αποκαλύπτοντας έναν συντριμμένο από την ανεκπλήρωτη επιθυμία ψυχισμό. Η προέκταση στο παρελθόν αναγκαστικά ενεργοποιεί τη μνήμη. Ο Ευσταθιάδης δεν παραιτείται από τις αναμνήσεις, παρόλο που «ταΐζει» τον σκουπιδοφάγο, ένα «μηχάνημα του μέλλοντος», με φωτογραφίες ή λοιπά αναμνηστικά. Γιατί η καταστροφή όλων τούτων δεν αποσκοπεί στη λήθη, αλλά στην ενίσχυση της μνήμης χωρίς βοηθήματα. Στόχος είναι να μη γίνεται η μνήμη «εύκολη υπόθεση», παρά να μοιάζει «σαν δύσκολη άσκηση αναδρομής, με κλειστά μάτια». Οι αμφιταλαντεύσεις του Ευσταθιάδη, που μετακινούνται μεταξύ άρσης και θέσης, καταγράφονται ακόμη και στο σχόλιο τεχνικής «Μπορώ να νηστέψω τις αποχρώσεις, μπορώ να διαγράψω τα καλολογικά στοιχεία, τις παρομοιώσεις, τις μεταφορές, μπορώ να αρνηθώ την πολυτέλεια των επιθέτων», όπου η αποχή από τις ποικίλες «αποχρώσεις» αποδεικνύεται μόνο φαινομενική, καθώς οι εντυπωσιακές μεταφορές («να νηστέψω τις αποχρώσεις») παραμένουν διαρκώς παρούσες.
Περαιτέρω, το παιχνίδι άρνησης και παράλληλης διεκδίκησης της μνήμης εμφανίζει αντιστοιχίες με τον περίεργο συγκερασμό ζωής-θανάτου, στο πλαίσιο του οποίου η διεκδίκηση του θανάτου καταλήγει εφόδιο για τη συνέχιση της ζωής. Ο λογοτεχνικός ήρωας εξομολογείται πως κάποτε χρησιμοποιεί τη λέξη «ύπνος» για να δηλώσει τον θάνατο, όμως σαφώς προτιμά τη λέξη «θάνατος»: «Τώρα που την είπα, σκέφτομαι πως και μόνο μ’ αυτήν τη λέξη θα μπορούσα να ζήσω»! Η τακτική αυτή του Ευσταθιάδη ερμηνεύει εντέλει την επιλογική μετάβαση από το ζωικό τραγούδι στον θάνατο, από το «Ευσταθιάδη άδει» στο «Ευσταθιάδη Άδη». Ιδού η λέξη η συνώνυμη του «θανάτου»: ο «Άδης» αποδεικνύεται όντως η λέξη με την οποία θα μπορούσε ο αφηγητής να ζήσει, είτε ταυτιζόμενη πραγματικά με τον ίδιο τον συγγραφέα είτε επιχειρώντας, αν γίνει δεκτό πως η αναφορά στο όνομα του συγγραφέα είναι προσχηματική, μια μορφή ήπιας γενίκευσης. Άλλωστε, το «ανοιχτό μικρόφωνο» ήδη έχει πετύχει, μέσω των καταγραφών του, να διακτινίσει στον χρόνο το «τραγούδι» όλων του των χρηστών, ενώ το ίδιο ακριβώς πετυχαίνει, εντύπως πια, ο παρών τόμος του συγγραφέα.
Γιάννης Ευσταθιάδης, Ανοιχτό μικρόφωνο. Μονόλογοι και ομολογίες, εκδ. Μελάνι, Αθήνα 2020, σελ. 104.
Βρες το εδώ