της Αγάθης Γεωργιάδου
Με εξώφυλλο που απεικονίζει ένα πολύχρωμο μωσαϊκό με λαμπερά χρώματα και με μεταφορικό κι αμφίσημο τίτλο, που παραπέμπει αφενός στις ανακουφιστικές από την κάψα του καλοκαιριού πρώτες φθινοπωρινές βροχές και αφετέρου στη θλίψη του τέλους μιας εποχής, κυκλοφορεί το πρώτο εκτενές πεζογραφικό έργο του Σπύρου Κιοσσέ, Τα πρωτοβρόχια, με υπότιτλο «Μικρή ιστορία ενηλικίωσης». Το εξώφυλλο είναι συνεπές και στο περιεχόμενο του βιβλίου. Το μωσαϊκό έχει μια αύρα από τη δεκαετία του ’70, στο τέλος της οποίας (και στην αρχή του ’80) αναφέρονται οι ιστορίες που το συνθέτουν, καθώς εναλλάσσονται η μία μετά την άλλη σαν φωτεινές και σκοτεινές ψηφίδες.
Ο πρωταγωνιστής των ιστοριών (ή καλύτερα της σπονδυλωτής αυτής αφήγησης) βρίσκεται σε μεταιχμιακή ηλικία, μεταξύ παιδικότητας και ενηλικίωσης, σε μια φάση συνειδητοποίησης ότι στη ζωή, κάποια στιγμή, τα σύννεφα που μαζεύονται εγκυμονούν τη βροχή. Οι ιστορίες αποτελούν σύντομα «ενσταντανέ» από τον μικρόκοσμο του ήρωα, μικρές «φέτες ζωής» από την παιδική του ηλικία. Η αφήγηση είναι μονοεστιακή και εκπορεύεται από την οπτική γωνία του μικρού πρωταγωνιστή, του Τάσου, που μετέχει σχεδόν σε όλα όσα εξιστορεί, ενώ αφηγείται τα άλλα ως θεατής. Το ύφος είναι απλό, όπως προσιδιάζει σ’ ένα παιδί, γι’ αυτό και δεν υπάρχει ίχνος μελοδραματισμού στην αφήγηση, παρά το ότι, σε αρκετά σημεία, τα θέματα στα οποία εστιάζει δικαιολογούν κάποια ένταση. Ωστόσο, ακόμα και εκεί όπου η οπτική γωνία μετακινείται προς την ωριμότητα, δεν χάνεται η αίσθηση της αθωότητας ούτε και το αυθόρμητο, αν και ενίοτε πικρό, χιούμορ. Και μπορεί η ρέουσα αφήγηση να παρασύρει τον αναγνώστη με τη γλαφυρότητά της, ώστε να προσλαμβάνει κυρίως την παιδική ματιά στη ζωή, σε μια βαθύτερη, όμως, ανάγνωση θα διέκρινε, πίσω από τα «χαριτωμένα» στιγμιότυπα του μικρόκοσμου των παιδιών, το παγωμένο πρόσωπο μιας δύσκολης για τους Έλληνες δεκαετίας, με ποικίλα οικονομικά και κοινωνικά προβλήματα, με μικρότητες κι εντάσεις στις σχέσεις μεταξύ των μεγάλων, οι οποίες ασκούν μια καθοριστική, έστω και υποδόρια, επίδραση στον ψυχισμό των παιδιών.
Τα πρόσωπα που πλαισιώνουν τον αφηγητή-πρωταγωνιστή είναι κυρίως γυναικεία: η μαμά, η αδελφή, η γιαγιά, με ξεχωριστό και κεντρικό ρόλο, όπως δείχνει το θλιβερό «παραμύθι» της που διατρέχει όλο το βιβλίο, οι γυναίκες και τα κορίτσια του περίγυρου, καθώς και οι φίλοι στο σχολείο και τη γειτονιά. Ο μπαμπάς έχει ολοένα και μικρότερη παρουσία στην αφήγηση, η οποία σταδιακά παίρνει το σχήμα της απουσίας με το διαζύγιο με τη μητέρα του αφηγητή. Κατά βάθος, όμως, ο χωρισμός αυτός απασχολεί συνεχώς τη σκέψη του μικρού ήρωα, καθώς προοικονομείται από την αρχή του βιβλίου μέσα από διάσπαρτα σχόλια, όπως είναι η συχνή αργοπορία του πατέρα σε «συμβούλια», τα νεύρα της μητέρας και η ηλεκτρισμένη σχέση τους, με αποκορύφωμα την ημέρα της Πρωτομαγιάς, στην έξοχη ιστορία «Το αλάτι», όπου επέρχεται τελικά η οριστική ρήξη μεταξύ τους, σηματοδοτώντας για τον ήρωα το απότομο πέρασμα προς την ενηλικίωση και τον σκληρό κόσμο των μεγάλων:
Η Πρωτομαγιά εκείνη θα μου μείνει αξέχαστη. Η μαμά είχε στρώσει τα φαγητά και μαζευτήκαμε να φάμε καθισμένοι στο χώμα, πάνω σε μικρά μαξιλαράκια που είχαμε φέρει μαζί μας. […] Ο μπαμπάς, που λατρεύει το αλάτι, πάντα ρίχνει στο φαγητό του, όσο αλμυρό κι αν το έχει κάνει η μαμά, για να του αρέσει, ζήτησε την αλατιέρα. Η μαμά, αναστατωμένη, έψαξε το καλάθι, το άδειασε όλο, δεν το βρήκε, πήγε στο αμάξι, έψαξε όλες τις σακούλες, δεν το βρήκε, ούτε στο πορτμπαγκάζ, ούτε πουθενά, η μαμά είχε ιδρώσει, ο μπαμπάς την κοίταζε άγρια, κι εγώ καταλάβαινα τι θα γινόταν σε λίγο, η μαμά ξανάψαξε το καλάθι, το αναποδογύρισε, «μα ξέχασες το σημαντικότερο πράγμα;» άρχισε να ουρλιάζει ο μπαμπάς, ο κύριος Τάκης του έλεγε να ηρεμήσει, «σιγά το πράγμα, κοίτα τι ετοιμασία έκανε η γυναίκα», η κυρία Μαρία έψαχνε ανάμεσα στα πλαστικά πιάτα με όλα τα φαγητά που είχε φέρει η μαμά, τα κεφτεδάκια τις μπριζόλες, τις σαλάτες, το τυρί το κασέρι, τις πιπεριές, τη μελιτζανοσαλάτα για το ούζο του μπαμπά, τις χαρτοπετσέτες, αλλά πουθενά το σημαντικότερο πράγμα.
Η ασθματική αυτή αφήγηση, πέραν της βαθιάς ενσυναίσθησης που δημιουργεί στην ψυχή του αναγνώστη, δεν μπορεί παρά να γεννά και αγωνίες για το πόσο εύκολα μπορούν οι μεγάλοι να τραυματίσουν τα παιδιά με τα δικά τους προβλήματα και πόσο «αλάτι» συσσωρεύουν -έστω κι άθελά τους- στις πληγές που ανοίγουν σ’ αυτά:
[…] Σήμερα πήγαμε εκδρομή στις αλυκές. Τώρα τελειώνω να αντιγράφω τις πληροφορίες το χαρτόνι της εργασίας μου […]. Το αλάτι δεν συντηρεί μόνο τα φαγητά, θέλω να γράψω. Συντηρεί κι άλλα πράγματα Πρωτομαγιές, κόκκινα πλαστικά τραπεζομάντιλα, φωνές, κλάματα. Τα κρατάει σαν ζωντανά στο μυαλό σου, αλλά κάπως αλμυρά. Αλάτι έχει και στα δάκρυα. Διάβασα ακόμα σ’ ένα βιβλίο ότι, αν ρίξεις αλάτι σε ανοιχτή πληγή, πονάς πολύ. Αλλά μετά τον πρώτο πόνο συνηθίζεις. Και καταλαβαίνεις πόσο καλό σου έκανε τελικά το αλάτι. Γιατί σε έψησε. Κι οι πληγές μόνο έτσι κλείνουν. Θέλω να τα γράψω όλα αυτά. Αλλά δεν έχω χώρο.
Αυτό όμως που κυρίως εντυπωσιάζει στο βιβλίο είναι το παιχνίδι της λεπτής ισορροπίας μεταξύ της αφελούς ψυχοσύνθεσης του μικρού πρωταγωνιστή και της έμφυτης διορατικότητάς του να συλλαμβάνει τα πικρά σήματα από το περιβάλλον του, τα οποία όμως κρύβει με μαεστρία ο συγγραφέας, αφήνοντας να αναδύονται στην επιφάνεια μόνο η άγνοια της πραγματικότητας κι οι άδολες παιδικές απορίες κι ερμηνείες.
Το βιβλίο του Σπύρου Κιοσσέ είναι μια απολαυστική βιωματική ιστορία ενηλικίωσης, με έντονο αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, με χιούμορ κι οξυδερκείς περιγραφές, με απλή και γοητευτική γραφή, που μας ξαναγυρίζει σ’ έναν κόσμο από τον οποίο έχουμε πια αποξενωθεί, την παιδική μας ηλικία, θυμίζοντάς μας, ωστόσο, πόσο διαφορετικός φάνταζε τότε ο κόσμος στα μάτια μας και πόσο πιο ωραίος θα ήταν, αν όλοι διατηρούσαμε το αθώο παιδικό μας βλέμμα.
Σπύρος Κιοσσές, Τα πρωτοβρόχια,Μεταίχμιο, 2022
Βρες το εδώ