της Βαρβάρας Ρούσσου
Η πρώτη συλλογή της Βικτωρίας Γεροντάσιου φέρει τον, φαινομενικά, κοινότοπο τίτλο Μικρές καταιγίδες και τη ρεαλιστική φωτογραφία ενός σκορπιού σε ένα υπόλευκο φόντο στο εξώφυλλο. Αποτελείται από 57 ποιήματα εκ των οποίων τα 47 τιτλοφορούνται «Καταιγίδες» και αριθμούνται συνιστώντας έναν ιστό που δημιουργεί μια σύνθεση στην οποία κάθε 6 ή 7 «Καταιγίδες» έπεται ένα ποίημα με διαφορετικό τίτλο, (συνολικά 9 ποιήματα και το αρχικό «Κύματα απ’ αλλού»).Την αίσθηση της ενότητας επιτείνει η συντομία όλων των ποιημάτων. Το νήμα όμως εκείνο που συνέχει τη συλλογή δεν είναι μόνον τα παραπάνω κοινά. Αφενός ο περιορισμός ρηματικών τύπων στο ελάχιστο, χωρίς συνήθως η οικονομία αυτή να συνεπάγεται μια ρέουσα αφήγηση αλλά μάλλον να σκηνοθετεί τη στιγμιαία εικόνα αφετέρου η παρουσία πολλών ουσιαστικών στο ποίημα, μια παράθεση σχεδόν, συνοδευμένη από επίθετα ή επιρρήματα συντείνουν στη δημιουργία ενός ενσταντανέ, έτσι που η ποιητική της Γεροντάσιου να έχει φωτογραφική βάση. Η οπτική αυτή ποιητική διόλου δεν κλίνει προς το ρεαλισμό αλλά προς την αφαιρετικότητα που, συνδυαστικά με την συντομία των «Καταιγίδων», έχει ως αποτέλεσμα ποιήματα-αστραπές, κάτι που δικαιώνει τον τίτλο. Η εικονοποιία της Γεροντάσιου φαίνεται να στοχεύει, τηρουμένων των αναλογιών βέβαια, σε αυτό που παρατηρεί ο Μπαρτ για την τέχνη της φωτογραφίας «επαναλαμβάνει εκείνο που δεν μπορεί ποτέ πια να επαναληφθεί».[1] Πρόκειται λοιπόν για μια αναμέτρηση με το χρόνο και με το συμβάν. «Μεγεθύνει τον χώρο/ ο χρόνος/ Απομόνωση/ Στη σκιά του πεύκου/ Αποκοιμάται ο ποταμός/ Εκτός εποχής/ Οι γραμμές λιώνουν/» (Καταιγίδα 6). Είναι αξιοσημείωτο ότι αυτή η εικαστική ποιητική παρατηρείται και σε άλλους νέους ποιητές, όπως στην πρωτοεμφανιζόμενη Μυρτώ Χμιελέφσκι αν και με άλλους όρους και τρόπους (24+7, θράκα 2018).
Η αστιξία και η χρήση κεφαλαίων στην αρχή κάθε στίχου ενισχύουν τόσο την πολυσημία όσο και την ισχύ των εικόνων ενώ, συχνά, ο κάθε επόμενος στίχος προσθέτει στην εικόνα που ο προηγούμενος έχει αρχίσει να σχεδιάζει, τονίζοντας την εικαστική ποιητική της συλλογής, τη σχέση της με τη διαδικασία της ζωγραφικής: «Η μέρα/Ιδρωμένη στα ποτήρια κρασί/ Στα βαθιά/ κολυμπάει γυμνή/» (Καταιγίδα 31). Καθρέφτης της σελήνης/ Στο βυσσινί της μέρας/Διαγράφεται ένα πάντα/Μελαγχολικοί κύκλοι/Στη μέση ενός ποταμού/ Αναδύεται» (Μοναχική λάμψη).
Η παρουσία επίσης φυσικών στοιχείων, ζώων και πτηνών είναι έντονη από το πρώτο κιόλας ποίημα «Κύματα απ’ αλλού»: Στην αντίπερα όχθη/Το χώμα/Επιπλέει το πέλαγος/Στάζει το δελφίνι/ Στο κάποτε ζωντανό μπλε/Στον αφρό το γέλιο/Ένα κύμα βαθύ». Χώμα, βροχή, ομίχλη, αγκάθια, σταφύλια, ορχιδέα, αρπαχτικά είναι μερικά από τα πολυάριθμα φυσικά στοιχείαπου απαντούν στις Μικρές καταιγίδες. Μέσα στην αστικόστροφη / αστικοτραφή ποίηση, έχει ενδιαφέρον η συχνή παρουσία σε νέους ποιητές φυσικών γενικά στοιχείων και ιδίως η ζωολογία, όπως στην Άννα Γρίβα(Οι μέρες που ήμασταν άγριοι, Έτσι είναι τα πουλιά), χωρίς ωστόσο να υπεισέρχεται η έννοια της ζωοφιλίας και χωρίς η ποίηση να πάψει να κυριαρχείται από την πολυδύναμη αστική εμπειρία.
Αν έως τώρα φάνηκε ότι το ποιητικό πεδίο της Γεροντάσιου αρδεύεται από θέματα όπου η αποτύπωση της στιγμής (άρα το κυνήγι του χαμένου χρόνου) μετατρέπει το υποκείμενο απλώς σε οπτικήγωνία με ελάχιστη συμμετοχή του στους πίνακες που σχεδόν εμπρός στα μάτια μας σχεδιάζονται, νομίζω, είναι η στιγμή να ανατραπεί η εντύπωση αυτή. Οι Μικρές Καταιγίδες δεν εδράζονται μόνο στην έννοια της αφαιρετικής εξεικόνισης της στιγμής αλλά αποδίδουν την αίσθηση ενός «εγώ» απόλυτα ενταγμένου στο ποίημα, που αφουγκράζεται τους παλμούς του καιρού του (πώς θα ήταν δυνατόν να γίνει αλλιώς εξάλλου, ιστορικά προσδιορισμένη όλη η λογοτεχνία) μεταφέροντας και την ιστορική στιγμή με την ίδια αφαιρετικότητα και καθόλου με κραυγαλέα δηλωτικό τρόπο. Μετά τις πρώτες επτά Καταιγίδες η φωνή εκφοράς δίνει στίγμα: «Ανήκεις/ Στην ανθρώπινη βροχή[…]/Δυσαρμονική γενιά/Ένα μυαλό επανάστασης/Σφύριγμα απ’ την άβυσσο» (Οκτώβριος). Επιστρέφει σε ένα συλλογικό ιστορικό παρελθόν: «…Αγγίζει το μεθαύριο/Η σκιά του απέραντη/Γεύεται/Έναν ωκεανό επιβάτη/Στη βραχνάδα/Φέρνοντας τη ζωή/Προς την αιώνια Αμερική» (1926) αλλά στρέφεται κυρίωςστα σύγχρονα ιστορικά συμφραζόμενα: «Σε τούτη τη χώρα/Ο ουρανός δεν ακούει πια το νερό[…]Μακριά από ‘μας η απάθεια/Η μαύρη ειρωνεία/Κιτρινισμένο νυχτικό/Αργοπεθαίνει το βράδυ» (Καταιγίδα 22) και: «Διακόσια μίλια οροσειρές/Ένα μονοπάτι/ Χαραγμένο απ’ την Εκάτη/Διωγμένοι απ’ τη γη/Ζωντανά, νεκρά αηδόνια/Χθες, διέσχισαν τον Νότο…» (Άργιλος) ή«Στη σύντομη νύχτα, βία/ Και στην αυγή του χειμώνα/Σπασμένο σύνορο/» (Καταιγίδα 9). Αυτή η υπογειωμένη απόδοση της σύγχρονης πραγματικότητας συνιστά, για να δανειστώ και πάλι τον φωτογραφικό Μπαρτ, πάντα τηρουμένων των αναλογιών, το punctum, που αλλάζει την οπτική μας σε κάποια ποιήματα και «η φωτογραφία παύει να είναι οποιαδήποτε».[2]
Προσωπικές ματαιώσεις «Τα όνειρα αναγνωρίζουν/Τα ποτέ και τα κενά/Της περιπέτειας που αντιστέκεται»(Καταιγίδα 11) «…Επιθυμούσε στα μάτια σου/Να υπάρξει/Σ’ ένα καλύτερο παραμύθι» (Καταιγίδα 48), μνήμες και βιώματα από την ατομική περιοχή (Καταιγίδα 14, Γίνεται Αμοργός), στοχασμοί «Ένστικτο της συνήθειας/Μεθοδικά/ Κυβερνά τη ζωή/Στο θρόισμα των φύλλων/Ο θάνατος/Συναντά το γιασεμί» (Καταιγίδα 12), καταλήγουν αισιόδοξα δηλώνοντας την παρουσία του εγώ με οργιώδη/διονυσιακό τρόπο (Καταιγίδα 49, το καταληκτικό ποίημα), όλα αυτά, πάντα πάγιο υλικό της ποίησης, απαντούν και στις Μικρές καταιγίδες, αποτυπωμένα με τον προσωπικό τρόπο της Γεροντάσιου.
Πρώτη συλλογή, αξιόλογο εγχείρημα, κυρίως ως προς την απόπειρα οικονομίας των μέσων. Μπορεί η θεματική και τα σύμβολα,συχνά, να είναι κοινόχρηστα,οι τρόποι, γενικά, να μην είναι καινοφανείς αλλά υποβάλλουν μια δυναμική που με την επεξεργασία μπορεί να μορφώσει μια ιδιαίτερη φωνή.
info: Βικτωρία Γεροντάσιου, Μικρές καταιγίδες, Θράκα 2018
[1]Roland Barthes, Ο φωτεινός θάλαμος. Σημειώσεις για τη φωτογραφία, μτφρ. Γιάννης Κρητικός, Αθήνα, εκδ. Ράππα, 1984, 13
[2]RolandBarthes, ό.π., 71 και του ίδιου «Το φωτογραφικό παράδοξο»,στο: Εικόνα — Μουσική — Κείμενο, πρόλογος Γιώργος Βέλτσος, μτφρ. Γιώργος Σπανός, Αθήνα, Πλέθρον, 1988, 25-40: 29.