Βαγγέλης Χατζηβασιλείου.
Πλήθος οι δημοσιεύσεις, ήδη από τις αρχές του 2014, στα ελληνικά μέσα ενημέρωσης (έντυπα και ηλεκτρονικά) για τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο, Το γεγονός, όμως, παραμένει: ο Μεγάλος Πόλεμος δεν κατόρθωσε ποτέ, όσο κι αν τις τελευταίες δεκαετίες τα πράγματα δείχνουν αρκετά διαφορετικά, να αποσπάσει το προνομιακό ενδιαφέρον της ελληνικής ιστοριογραφίας – όπως, επί παραδείγματι, έχει συμβεί εδώ και αρκετό καιρό με τη δεκαετία του 1940, που απασχολεί ήδη έναν εντυπωσιακά μεγάλο αριθμό μελετών.
Τίποτε, βεβαίως, δεν είναι τυχαίο. Ο Μεγάλος Πόλεμος επισκιάστηκε στην Ελλάδα από τον Εθνικό Διχασμό. Η σύγκρουση ανάμεσα στην Αντάντ και τις Κεντρικές Δυνάμεις δεν ήταν για τους Έλληνες, τουλάχιστον στο επίπεδο της δημόσιας σφαίρας και της καθημερινής πολιτικής, η σύγκρουση ανάμεσα στα παλαιά αγγλογαλλικά συμφέροντα και τον ανερχόμενο γερμανικό επεκτατισμό, αλλά η ανηλεής αναμέτρηση του βενιζελισμού με τον Κωνσταντίνο – μια αναμέτρηση της οποίας οι συνέπειες έφτασαν μέχρι και τις παραμονές του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τον τόνο, βεβαίως, στην αναμέτρηση του Βενιζέλου με τον βασιλιά έδωσε ο διεθνής παράγοντας (η θανάσιμη αντίθεση Αντάντ και Κάιζερ) και σε αυτήν ακριβώς τη διεθνή διάσταση του Εθνικού Διχασμού, σ’ έναν Εθνικό Διχασμό που λειτούργησε ως ειδική παράμετρος του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου, είναι επικεντρωμένο το αφιέρωμα του καινούργιου τεύχους του περιοδικού Αρχειοτάξιο, με τον εύγλωττο τίτλο «Μικρές ιστορίες ενός Μεγάλου Πολέμου ή ο Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος και η Ελλάδα». Ξεχωρίζω από το υλικό του αφιερώματος τις μελέτες για την ξένη στρατιωτική παρουσία στην Ελλάδα της εποχής, για τις επεμβάσεις των Συμμάχων σε μιαν οικονομία πολέμου (ο αγγλογαλλικός ανταγωνισμός και τα οικονομικά παιχνίδια στη Μακεδονία του 1916 – 1917) ή για τις ευκαιρίες πλουτισμού που παρουσιάζουν συχνά τέτοιες οικονομίες.
Το αφιέρωμα του Αρχειοτάξιου κλείνει με ένα άρθρο για την παρουσία του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου στην ελληνική ιστοριογραφία: ένα άρθρο που δείχνει τις πολιτικές και ιδεολογικές μεταστροφές των ελλήνων ιστορικών (πρώτα αυτόκλητων κατόπιν επαγγελματιών) απέναντι σε έναν πόλεμο ο οποίος δύσκολα βρήκε τη θέση του στις αναζητήσεις της επιστήμης και ακόμα δυσκολότερα την εδραίωσε στις εικόνες της Δημόσιας Ιστορίας. Ίσως επειδή, όπως είπε ο Τάσος Κωστόπουλος στη συζήτηση για το αφιέρωμα του Αρχειοταξίου, που έγινε στις αρχές του μήνα στο Πνευματικό Κέντρο του Δήμου Αθηναίων, ήδη από το 1945 αδυνατούμε να αντιστοιχίσουμε το δικό μας πολιτικό φάσμα με το πολιτικό φάσμα του Εθνικού Διχασμού – και η Ιστορία γράφεται πάντοτε από τη σκοπιά του παρόντος.
Θέλω, ωστόσο, να επισημάνω, κλείνοντας, κάτι άλλο. Τα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ), που έχουν προσφέρει επί τόσα χρόνια τόσα πολλά με το Αρχειοτάξιο, φροντίζουν, μεταξύ των άλλων, να μας φέρουν σε επαφή και με έναν νέο επιστημονικό λόγο: έναν λόγο που χωρίς να παραμερίζει την εστιασμένη πολιτική του οπτική, είναι πλέον οριστικά απαλλαγμένος από τις ιδεολογικές χρήσεις της Ιστορίας. Και τούτο οφείλεται οπωσδήποτε και στην άμεση, ολοζώντανη γλώσσα του: μια γλώσσα μακριά από την οποιαδήποτε θεωρητική αργκό, έτοιμη να συνομιλήσει με ένα ευρύτερο, αλλά όχι ανυποψίαστο κοινό. Αυτή δεν είναι άλλωστε και η απώτερη φιλοδοξία μιας επιστήμης που έχει στο κέντρο της τις αντιφάσεις και τις αντινομίες της ανθρώπινης πράξης;