Μικρές αυτοκρατορίες Μνήμης και Λήθης (της Δέσποινας Παπαστάθη)

0
393

 

της Δέσποινας Παπαστάθη

«Κάθομαι σε ένα από τα ξύλινα γραφεία. Ανοίγω με απογοήτευση ένα δοχείο, σε μέγεθος κουτιού παπουτσιών, που ακουμπά μπροστά μου η υπεύθυνη. Δύο μισοσκουριασμένες μεταλλικές πλακέτες της φίρμας και μερικά ασήμαντα αναμνηστικά, ό,τι έχει απομείνει από την αλλοτινή αυτοκρατορία. Εργοστάσια, μηχανήματα, πινακίδες, φάκελοι, γενικός εξοπλισμός –ένας κόσμος ολόκληρος συρρικνωμένος σ’ αυτό το κουτί. Ένα σώμα γίγαντα που χώρεσε σε μια από εκείνες τις γαλβανιζέ οστεοθήκες των νεκροταφείων. […]

Προσπαθώ να εξηγήσω την έλξη που μου άσκησε μονομιάς η ιστορία της βιομηχανίας Muratti. Το μόνο που με δένει με τους ιδιοκτήτες της είναι το κοινό πάθος για τον καπνό. Στη δική τους εξαφάνιση βλέπω ενδεχομένως τη δική μου προδιαγεγραμμένη πορεία. Το παρελθόν που συρρικνώθηκε για να χωρέσει σ’ ένα τόσο μικροσκοπικό κουτί ίσως προμηνύει και το δικό μου, προσωπικό μέλλον».[1]

Ο Χρήστος Αστερίου στο νέο του βιβλίο με τίτλο Μικρές αυτοκρατορίες Muratti/Ένας αποχαιρετισμός (Πόλις, Αθήνα 2021) ανασυνθέτει την ιστορία της καπνοβιομηχανίας Muratti, την πορεία της από τα πρώτα επιχειρηματικά βήματα του Βασίλειου (Μπαζίλ) Μουράτογλου έως την κορύφωση της δόξας της από τους δύο γιους του, τον Σοφοκλή και τον Δημοσθένη. Ο ανώνυμος αφηγητής της ιστορίας ακολουθεί τα βήματα των Muratti στον χώρο και τον χρόνο, αξιοποιώντας μια πληθώρα τεκμηρίων: επιστολές, ημερολογιακές καταγραφές, δικαστικά έγγραφα, αποσπάσματα από δημοσιεύσεις σε περιοδικά της εποχής, φωτογραφίες. Το ταξίδι της αφήγησης αρχίζει με το «πρώτο τηλεφώνημα της ημέρας»[2] από τον Φίλιππο, γιο του ηλικιωμένου και άρρωστου αφηγητή, προς τον πατέρα του. Ο θάνατος της συζύγου του αφηγητή, της Ίνγκε, και η διάγνωση της ασθένειας, που καθιστά τον οργανισμό του εύθραυστο σαν να ισορροπεί μόνιμα σε τεντωμένο σχοινί -παρά την ευλαβική τήρηση των θεραπειών και των ιατρικών συμβουλών- σκιαγραφούν το πλαίσιο της δύσκολης καθημερινότητας του αφηγητή, που επιδιώκει να δείχνει δυνατός, καθώς

«Αν υποχωρήσω σε κάτι, […], η πτώση δεν θα ’χει σταματημό».

Η γνήσια απορία του Φίλιππου για την άγνοια του πατέρα του, ενός πρώην μανιώδη καπνιστή, σχετικά με την ελληνική καταγωγή της καπνοβιομηχανίας Muratti και το βερολινέζικο παρελθόν της, ωθεί τον αφηγητή στην αναζήτηση των ριζών της περίφημης καπνοβιομηχανίας. Ξεκινώντας από το λήμμα της Βικιπαίδεια που πληροφορεί για την ίδρυση της εταιρείας στην Κωνσταντινούπολη τη χρονιά που ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, ο αφηγητής θα περιπλανηθεί σε τόπους του Βερολίνου, μια πόλη «μικρογραφία του κόσμου», μελετώντας μουσειακό αρχειακό υλικό, παρατηρώντας φωτογραφίες, αναρτημένες στο εσωτερικό των σταθμών του τρένου, είτε δημοσιευμένες σε βερολινέζικα περιοδικά της εποχής. Η ανάγκη για τη σύνθεση της ιστορίας των πρωταγωνιστών της καπνοβιομηχανίας θα οδηγήσει τον αφηγητή στο Μάντσεστερ, πόλη που συνδέθηκε με τους Muratti, καθώς υπήρξαν χορηγοί σε έναν από τους σπουδαιότερους ποδηλατικούς αγώνες της πόλης, καθιστώντας το βαρύτιμο κύπελλο της εταιρείας μύθο, που

«νοηματοδοτεί τις ζωές των κατοίκων του Μάντσεστερ που διψούν για οτιδήποτε μπορεί να τους βγάλει από την ρουτίνα της επαναληπτικής κίνησης του ιμάντα, των εμβόλων και τη μουντάδα της καθημερινής δουλειάς. Η αθλοθέτησή του συνιστά θρίαμβο του μάρκετινγκ. Όμως, το ασημένιο κύπελλο είναι την ίδια στιγμή παραμυθία και πόθος, μια σκέψη παρηγορητική που απασχολεί το μυαλό των ντόπιων κάθε φορά που πέφτουν για ύπνο κατάκοποι».[3]

Ο Χρήστος Αστερίου στο αφήγημά του συνδυάζει έντεχνα και ευρηματικά τη μη μυθοπλαστική πρόζα με τη μυθοπλασία μέσα από την παράθεση ποικίλων στοιχείων–τεκμηρίων, συνθέτοντας μια υβριδική αφήγηση που παρασύρει τον αναγνώστη με τον ρυθμό της και τον ωθεί, παράλληλα, σε ενδοσκόπηση. Ο Αστερίου μπολιάζει το κείμενό του με τεκμήρια που φέρνει στο φως μετά από επιτόπια ή σε ψηφιακές πηγές έρευνα, είτε προέρχονται από το προσωπικό του αρχείο, όπως μια σειρά φωτογραφιών που πλαισιώνουν και συμπληρώνουν οργανικά την αφήγηση. Έτσι, συνυφαίνονται ο λογοτεχνικός και ο δηλωτικός λόγος, ενισχύοντας μέσω της διαπλοκής διαφορετικών επιπέδων λόγου την ελαστικότητα των ειδολογικών ορίων.

Η έρευνα οδηγεί τον Αστερίου, ανάμεσα σε άλλα, στο περιοδικό Βερολινέζικη ζωή: Περιοδικό για την ομορφιά και την τέχνη, τχ. 6, Ιανουάριος 1903, όπου υπάρχει καταγραφή της εξέλιξης της καπνοβιομηχανίας ξεκινώντας από την Κωνσταντινούπολη, τις Βρυξέλλες, το Βερολίνο, το Λονδίνο έως το Μάντσεστερ.[4] Ο συγγραφέας καταγράφει αποσπάσματα του περιοδικού που αφορούν στην καθιέρωση της εταιρείας από τους υιούς Muratti στα τέλη του 19ου αι. Στην εγκιβωτισμένη αφήγηση ο συντάκτης του άρθρου επικαλούμενος έναν «εξαίρετο καθηγητή Οικονομικών» και επιδιώκοντας να υμνήσει την καπνοβιομηχανία Muratti και την ποιότητα των προϊόντων αυτής βεβαιώνει πως

 «το κάπνισμα δεν είναι απλώς και μόνο πολυτέλεια, αλλά και ανάγκη ευεργετική, όχι μόνο για το σώμα αλλά και για το πνεύμα. […] Οι Muratti,  όπως όλοι γνωρίζουν, ειδικεύονται στα τσιγάρα. Πρόκειται για το δυσκολότερο, όσον αφορά την παραγωγή του, απ’ όλα τα καπνικά προϊόντα, το οποία η εταιρεία Muratti έφτασε σε τέτοιο επίπεδο τελειότητας, που είναι δύσκολο να ξεπεραστεί. […] Σκοπός των Muratti είναι, σε κάθε περίπτωση, η απόρριψη όλων των βλαπτικών ειδών καπνού από τη σειρά των προϊόντων τους και η ανάδειξη ενός αρώματος που να τηρεί όλες τις υγειονομικές προδιαγραφές». [5]

Η άμεση καταγραφή όλων των δεδομένων ενός απώτερου παρελθόντος είναι μια δύσκολη υπόθεση και σε κάποιες περιπτώσεις η έλλειψη ευκρίνειας και ορατότητας εξαιτίας της φθοράς και της θολότητας που επιφέρει ο χρόνος προσγειώνει τον ερευνητή «σε έδαφος ανώμαλο και πετρώδες».[6] Ο Αστερίου έχει σαφή επίγνωση της δυσκολίας του εγχειρήματος και γι’ αυτό επικαλείται μια πληθώρα ντοκουμέντων στην προσπάθειά του να ανασυνθέσει την ιστορία της καπνοβιομηχανίας. Και όχι μόνο. Τα ντοκουμέντα αυτά -όπως για παράδειγμα η επιστολή του αφηγητή σε έντονο εξομολογητικό ύφος προς τον αξιότιμο Σοφοκλή Muratti- αναδεικνύουν ένα δεύτερο επίπεδο, ίσως και πιο σημαντικό, στην αναζήτηση της ιστορίας της καπνοβιομηχανίας από τον αφηγητή: την προσωπική του ανάγκη

«επαναμάγευσης ενός τόπου, ο οποίος στα μάτια μου –μάτια ενός άνδρα εβδομήντα δύο ετών- έχει χάσει το ενδιαφέρον του μέσα στην ατέρμονη διαδοχή πανομοιότυπων ημερών. Η επαλήθευση της παρουσίας σας εδώ και η διαδικασία ανασύνθεσης του παρελθόντος σας επενεργούν ευεργετικά πάνω μου, σχεδόν ανακουφιστικά. Σας ξαναφέρω στη ζωή –ένα αχνό ολόγραμμα-, παραδίδοντάς σας στην πόλη σαν μύθο που της ανήκει».[7]

Από τα πιο γοητευτικά στοιχεία του σύντομου πεζογραφήματος του Αστερίου είναι η οργανική ένταξη στη ροή της αφήγησης φωτογραφιών των σταθμών του τρένου στο Βερολίνο, οικογενειακών πορτραίτων, εικόνων από διαφημίσεις της εταιρείας Muratti σε βερολινέζικες εφημερίδες, καρτ ποστάλ που απεικονίζουν καταστήματα καπνικών ειδών, εικόνων-στιγμιότυπων από μικρού μήκους ταινίες της εποχής. Η φωτογραφία ως τέχνη διαμορφώθηκε εξ αρχής κάτω από το πρίσμα της ικανότητάς της να μεταγράφει με ακρίβεια την πραγματικότητα, ενώ δόθηκε έμφαση στην εκφραστική της δυνατότητα. Το βασικό χαρακτηριστικό της «είναι η τελική της εξάρτηση από, και επομένως η αναφορά σε, ένα φυσικό πρόσωπο ή αντικείμενο που ήταν παρόν τη στιγμή της αρχικής έκθεσης. Αυτή η φυσική παρουσία είναι η προέλευση ή η πηγή της δυνατότητας ύπαρξης μιας εικόνας, και συνεπώς η εικόνα στέκεται ως δείκτης μιας –κάποτε– φυσικής παρουσίας».[8] Ο Αστερίου πιστοποιεί έμμεσα τη φυσική παρουσία των Muratti μέσα από τα φωτογραφικά τεκμήρια με τα οποία εμπλουτίζει την αφήγησή του, ενώ εκμεταλλεύεται δημιουργικά τη σύμβαση της φωτογραφίας ως  «ομιλούσας πραγματικότητας»[9]. Πρόκειται για μια μορφή μη λεκτικής αφήγησης, όπου εύκολα κανείς μπορεί να αναγνωρίσει το αφηγημένο θέμα, τη λανθάνουσα παρουσία του αφηγητή αλλά και τον αποδέκτη του μηνύματος. Μέσα από τις φωτογραφίες και τις εκφράσεις αυτών, καθώς ο αφηγητής του πεζογραφήματος συχνά περιγράφει με λόγια και σχολιάζει όσα απεικονίζονται σε αυτές, πυροδοτείται ο μηχανισμός της μνήμης και ενισχύεται η μαρτυρία του παρελθόντος.

«Η σκληρή οπλή του χρόνου» αλλοιώνει ανθρώπινα και μη ερείπια, που στέκουν «σαν τοπόσημα θανάτου», απεικονίζοντας όχι μόνο το παρελθόν, αλλά προλέγοντας και όσα επιφυλάσσει το μέλλον. Ο Αστερίου με τις Μικρές αυτοκρατορίες και την ιστοριοδιφική αναζήτηση γύρω από την καπνοβιομηχανία Muratti μας υπενθυμίζει πως

«Στην πραγματικότητα, είμαστε όλοι μικρές αυτοκρατορίες, προορισμένες να χαθούν. Το παράδοξο μοιρολόι που σιγοψιθυρίζουμε μιλάει, ουσιαστικά, για εμάς τους ίδιους».

 

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

 

[1] Χρήστος Αστερίου, Μικρές αυτοκρατορίες. MURATTI / Ένας αποχαιρετισμός, Πόλις, Αθήνα 2021, σ. 19-21.

[2] Στο ίδιο, σ .9.

[3] Στο ίδιο, σ .63-64.

[4] Για τα περιεχόμενα του περ. Βερολινέζικη ζωή: Περιοδικό για την ομορφιά και την τέχνη, τεύχους 6, Ιανουάριος 1903, μπορεί κανείς να δει την ιστοσελίδα της Βιβλιοθήκης του Βερολίνου: https://bit.ly/3jpQIgg.

[5] Χρήστος Αστερίου, ό.π., σ. 23-24.

[6] Στο ίδιο, σ. 21.

[7] Στο ίδιο, σ. 29.

[8] Derrick Prece, Liz Wells, «Σκέψεις για τη φωτογραφία», στο: Liz Wells (επιμ.), Εισαγωγή στη φωτογραφία, πρόλογος–μετάφραση: Πηνελόπη Πετσίνη, Πλέθρον, Αθήνα, 2007, σ. 47.

[9] Νικήτας Παρίσης, «Ο λόγος της ποίησης και ο «λόγος» της φωτογραφίας», Η λέξη, τχ. 159-160 (Σεπτ.–Δεκ. 2000) 809.

 

Χρήστος Αστερίου, Μικρές αυτοκρατορίες. MURATTI / Ένας αποχαιρετισμός, Πόλις

Βρες το εδώ

 

 

Προηγούμενο άρθροΑστυνομική Βιβλιοθήκη #08, Η αναρρίχηση του Jo Nesbo (του Μάρκου Κρητικού)
Επόμενο άρθρο«Ποιητικά» εις μνήμην Κώστα Παπαγεωργίου, «Σταφυλή» νέας εσοδείας, ερωτική «Παρέμβαση»(του Σπύρου Κακουριώτη)

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ