Μικρά κριτικά #2

0
360

Μαίρη Μικέ, Κόκκινες ουλές,  (εκδ. Ίκαρος).

Ποιος εξακολουθεί να ισχυρίζεται ότι οι πανεπιστημιακοί δεν μπορούν να ξεφύγουν από την αυστηρή δοκιμιακή τους ματιά και  γραφή και να απλωθούν στους κυματισμούς της ποίησης ή στους χυμούς της πεζογραφίας;  Οι πρόσφατες περιπτώσεις του Νικόλα Σεβαστάκη [πρώτη πεζογραφική εμφάνιση το 2014, δεύτερη το 2015] και της Μαίρης Μικέ τον περασμένο Νοέμβριο, έρχονται να διαλύσουν τις όποιες επιφυλάξεις. Πιο συγκεκριμένα ,η Μαίρη Μικέ, με ισχυρές δοκιμιογραφικές καταθέσεις έως σήμερα, σχετικές με την πεζογραφία του 19ου και του 20ου αιώνα, εμφανίζεται ως πεζογράφος για πρώτη φορά και η ίδια με δέκα εφτά, εξαιρετικής λογοτεχνικής θερμοκρασίας και ποιότητας, διηγήματα.  Πρωταγωνίστριες όλων των διηγημάτων της Μικέ  είναι  γυναίκες.  Όχι όμως οποιεσδήποτε γυναίκες. Και όχι εν καινώ χρόνου και τόπου. Η ήδη εκφρασμένη ευαισθησία της Μικέ ως δοκιμιογράφου σε λογοτεχνήματα   που συνομιλούν με την νεώτερη ελληνική ιστορία καθώς και με  τον γενέθλιο τόπο της [Καβάλα]  στα διηγήματά της απογειώνεται. Ως εκ τούτου,  οι γυναίκες της Μικέ εντάσσονται μέσα σε συγκεκριμένα ιστορικά και χωρικά πλαίσια, εύκολα αναγνωρίσιμα αν και εξαιρετικά διακριτικά κατατεθειμένα. Εμφύλιος, μετεμφυλιακά χρόνια, μετανάστευση έως την τελευταία επώδυνη συλλογική ελληνική περιπέτεια, την επτάχρονη δικτατορία, το ιστορικό πλαίσιο. Η Ανατολική Μακεδονία και η Καβάλα, οι τόποι, χωρίς να κατανομάζονται. Ωστόσο το βασικό ζητούμενο της Μικέ είναι οι οδύνες και οι προσωπικές τραγωδίες της γυναικείας ύπαρξης. Είναι οι επώδυνες κόκκινες ουλές των γυναικών της  που χαράσσονται βαθιά στα σώματά τους, τα στερημένα από τις  ηδονές της ζωής, τα κακοποιημένα και γεμάτα ενοχές, τα αμίλητα και ανήμπορα, τα τυρανισμένα από τις αναγκαστικές σκληρές βιοπάλες, τα τιμωρημένα και βίαια αποκομμένα από τις ζωές που γέννησαν τα σπλάχνα τους. Σώματα που πάνω τους είναι εγγεγραμένη η μακραίωνη γυναικεία περιπέτεια των ποικίλων βαναυσοτήτων, είτε της συλλογικής είτε της ατομικής ιστορίας.  Αυτή η έντονη αίσθηση της γυναικείας σωματικότητας διαπερνά όλα τα διηγήματα της Μικέ, προσδίδει σ’ αυτά μια μοναδική ζωική πνοή. Στο θαυμάσιο τελευταίο διήγημα όλες οι γυναίκες, από το πανάρχαιο χθες έως το σχετικά πρόσφατο σήμερα, καλούνται από τη συγγραφέα να συμμετάσχουν σ’ έναν λυτρωτικό και συνάμα δοξαστικό και απελευθερωτικό νεκρόδειπνο. Τι να γράψει όμως κανείς και για τη γλώσσα της Μικέ; Πιστή στις καλύτερες γλωσσικές πεζογραφικές  μας παραδόσεις η συγγραφέας εντυπωσιάζει με τον  πλούτο, και τους γλωσσικούς  χυμούς που κατακλύζουν κυριολεκτικά τα διηγήματά της, τον υψηλής ποιότητας λυρισμό της,  τις δεξιοτεχνικές λεκτικές εναλλαγές, τις μεταφορές στα όρια μιας ελεγχόμενης ποιητικότητας, και βέβαια την οικονομία του λόγου, αφού τίποτα δεν περιττεύει. Ως εκ τούτου, αναμένουμε  τη συνέχεια…

ΕΛ.Χ

 

 Κάτια Πετρόφσκαγια, Νομίζω την έλεγαν Έστερ (εκδ. Καπόν).

Ένα συναρπαστικό μυθιστόρημα μνήμης και αυτογνωσίας συνθέτει η Κάτια Πετρόφασκαγια [Κίεβο 1970] αναζητώντας τις εβραικές ρίζες της, χαμένες στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης και στην πρώην Σοβιετική Ένωση. Μέσα από σκόρπιες, συχνά αντιφατικές και δυσεξήγητες για τον άνθρωπο του21ου αιώνα, μνήμες, η συγγραφέας χτίζει ψηφίδα, ψηφίδα το πολύχρωμο ψηφιδωτό της, κάποτε μεγάλης οικογένειας της, που συνέτριψαν οι βίαιοι ολοκληρωτισμοί του προηγούμενου αιώνα και κυρίως ο ναζισμός. Η ίδια αποκαλεί τον εαυτό της σοβιετικό παιδί και έχοντας βιώσει  τις δύο τελευταίες δεκαετίες του σοβιετικού καθεστώτος στέκεται απέναντί του με μια, έως και τρυφερή, κριτική ματιά, διανθισμένη με εύστροφο χιούμορ. Η Πετρόφασκαγια ανακαλύπτει και σχεδιάζει τα πορτραίτα των συγγενών της φωτίζοντας ταυτόχρονα και την ιστορική στιγμή ή την περιρρέουσα ατμόσφαιρα μέσα στην οποία αυτοί έζησαν. Ο επαναστάτης που προσχώρησε στους μπολσεβίκους, η γιαγιά που τρελάθηκε, η άλλη γιαγιά που δίδασκε σε κωφάλαλα παιδιά, ένας ήρωας πολέμου, ένας άνεργος που πυροβόλησε έναν γερμανό διπλωμάτη στη Μόσχα, ένας φυσικός που εξαφανίστηκε στις σταλινικές εκκαθαρίσεις.  Και βέβαια όσοι και όσες χάθηκαν στο φοβερό φαράγγι Μπάμπι Γιαρ, μόλις οι Γερμανοί εισέβαλλαν στο Κίεβο, και από το οποίο σήμερα δεν υπάρχει τίποτα που να θυμίζει την μαζική σφαγή των Εβραίων της πόλης. Παρά τη βαρύτητα του θέματός της η Πετρόφσκαγια δεν αφήνεται ούτε στο ελάχιστο σε μελοδραματισμούς ή σε συναισθήματα αυτολύπησης. Αντίθετα η βάση της είναι η αποστασιοποίηση και το χιούμορ που επιτυγχάνονται, τόσο από τα γλωσσικά παιχνίδια που επιχειρεί- γερμανισμοί, γίντις, πολωνικά, ρωσικά,  δείγματα της γλωσσικής εβραικής διασποράς πριν τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο- όσο και από τις αφηγηματικές τεχνικές που υιοθετεί. Οι υποσημειώσεις της ολοκληρώνουν την πολύμορφη μυθιστορηματική της οπτική και εμπεδώνουν την μετά-νεωτερική της ματιά. Στις γλωσσικές προκλήσεις του βιβλίου απάντησαν με εξαιρετική δεινότητα και υψηλή ευαισθησία οι δύο μεταφράστριες, Καρίνα Λάμψα και Παυλίνα Δηράνη, οι οποίες δικαίως τιμήθηκαν με το Βραβείο Λογοτεχνικής Μετάφρασης 2015.

 

ΕΛ.Χ

 

Έρση Σωτηροπούλου, Τι μένει από τη νύχτα, (Πατάκης).

 Η Έρση Σωτηροπούλου  παρακολουθεί τον αλεξανδρινό ποιητή σε ένα διήμερο επίσκεψης στο Παρίσι μαζί με τον αδελφό του Τζον. Δεν είναι ακόμα πολύ γνωστός, έχει μόλις στείλει ένα φάκελο με ποιήματα στον Ζαν Μορεάς, διανοούμενο , ο οποίος τότε επηρέαζε τα γράμματα και ανησυχεί για την απάντηση.  Κάνει ζέστη, ο ποιητής περιδιαβαίνει το Παρίσι, χάνεται επί τούτου από την παρέα του, επιστρέφει, ερωτοτροπεί με ένα ρώσο χορευτή (υπέροχη σκηνή που ηδονίζεται ακουμπώντας την καρέκλα του), γνωρίζεται με έναν φανφαρόνο της εποχής , τον Μαρδάρα, ο οποίος του υπόσχεται να τον πάει στην περίφημη «Κιβωτό» , ένα μυστικό τόπο μαγικών τελετών και οργίων. Στο μεταξύ κατατρύχεται από τα άγχη του: την καταπιεστική μητέρα του, τη «χοντρή» όπως την έλεγε,   την τυραννική ομοφυλοφιλία του, την εξίσου τυραννική σκέψη για το αν μπορεί ο ίδιος να γίνει επικεφαλής ενός ποιητικού κινήματος που δεν θα μοιάζει με κανένα άλλο. Η «Κιβωτός» θα αποδειχθεί χωρίς αξία, ο χορευτής θα εξαφανιστεί, και ο ίδιος θα φύγει από το Παρίσι κουβαλώντας περισσότερο άγχος. Η συγγραφέας βουτάει βαθιά στην ποιητική ιδιοσυγκρασία του Καβάφη και βρίσκει ευκαιρία να θέσει σειρά ποιητικών διλημμάτων:  ο ποιητής παλεύει με τις λέξεις όταν απέναντί του βρίσκονται ογκόλιθοι όπως ο Μπωντλέρ, ο Ρεμπώ, ο Ουγκώ. Διερευνά τελικά το πώς ένας άσημος ποιητής με δεκάδες ενοχές, μετατρέπεται σε ένα μεγάλο ποιητή, ποια είναι αυτή η άχαρη πάλη με το χρόνο και τις λέξεις που τον δικαιώνει. Ο Καβάφης της είναι πειστικός, όσο και στα ποιήματα του.

Γ.Ν.Μ.

 

 

Τάκης Θεοδωρόπουλος,Βερονάλ, (Μεταίχμιο).

Ο Τάκης Θεοδωρόπουλος παρακολουθεί τον βίο του φιλολόγου Ιωάννη Συκουτρή διερευνώντας την αμφίσημη προσωπικότητά του και τους λόγους που οδηγήθηκε σε νεαρή ηλικία στην αυτοκτονία.  Στόχος του να «αναδείξει την υπαρξιακή περιπέτεια του πνευματικού δράματος του νέου ελληνισμού». Ο Συκουτρής, τραγική προσωπικότητα, προσπάθησε να συμφιλιώσει την επιθυμία μιας επιστημονικής ζωής με αξιοπρέπεια και τον πόθο να βγει από τα όρια της επιστημονικής δραστηριότητας και να γίνει ρήτορας και αναμορφωτής μια νέας ελίτ που θα έφερνε την αναγέννηση της πνευματικής ζωής στη χώρα. Ξεκίνησε από μια πολύ φτωχιά οικογένεια στη Σμύρνη, κατάφερε να σπουδάσει με χίλιες δυο στερήσεις και να αποκτήσει κύρος στα γράμματα. Έγινε ειδικός στην αρχαία ελληνική γραμματεία, υφηγητής στο Πανεπιστήμιο, επιλέχθηκε από την Λειψία να επιμεληθεί την κλασική έκδοση των λόγων του  Δημοσθένη, τοποθετήθηκε επικεφαλής από την Ακαδημία της εκδοτικής σειράς αρχαίας ελληνικής γραμματείας με πρώτο βιβλίο το «Συμπόσιο» του Πλάτωνα. Ο ίδιος επέλεξε για τον εαυτό του έναν ρόλο αντίστοιχο αυτόν του Σικελιανού με τις δελφικές γιορτές: να αναγεννήσει τον πνευματικό πολιτισμό της χώρας μέσω της σπουδής του αρχαίου πνεύματος. Οπαδός μια αριστοκρατικής αντίληψης που φλερτάρει με τον φασισμό θα παρεξηγηθεί από φίλους κι εχθρούς.  Θα γνωρίσει αλλεπάλληλες ερωτικές ήττες που η νόμιμη σύζυγος του δεν μπόρεσε να τον κάνει να τις ξεπεράσει. Η εισαγωγή του στο «Συμπόσιο» του Πλάτωνα θα ξεσηκώσει την μήνι των πιο σκληροπυρηνικών κοινωνικών κύκλων και της εκκλησίας, καθώς οι πλατωνικές αναφορές στην παιδοφιλία και την ομοφυλοφιλία θα αποδοθούν ευθέως σε αυτόν. Το Πανεπιστήμιο θα αρνηθεί να του δώσει την καθηγητική έδρα. Θα μείνει μόνος. Στο τέλος θα πληρώσει με τη ζωή του το τίμημα των ανθρώπων που η ελληνική κοινωνία επέβαλε σε όσους δεν μπόρεσε να κατανοήσει. Ο Τ.Θεοδωρόπουλος  βρίσκει ευκαιρία να ξανατοποθετήσει το αγαπημένο και από προηγούμενα βιβλία του θέμα: ποια είναι η σχέση μας με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και πώς ακόμα και σήμερα χρησιμοποιούμε στρεβλά τις παραδόσεις του.

Γ.Ν.Μ.

 

Joachim Fest, Όχι εγώ, Ο ναζισμός μέσα από τα μάτια ενός παιδιού, μετ. Αλεξάνδρα Παύλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2015.

 Άντριου Μπόροβιτς, Το παιδί από τη Βαρσοβία, Αναμνήσεις ενός παιδιού από τα χρόνια του πολέμου, μετ. Λίνα Ρούσου, εκδ. Καπόν, 2015.

 

Ο Γιόαχιμ, Γερμανός από αντιναζιστική οικογένεια και ο Αντρέι (Άντριου), Πολωνός  που πήρε μέρος στην αντίσταση. Παράλληλες ζωές δυο δεκαπεντάχρονων οι οποίοι έζησαν τρομερές εμπειρίες και ενηλικιώθηκαν απότομα, ο καθένας στο στρατόπεδο στο οποίο ανήκε. Για τον πρώτο, πηγή των προβλημάτων ήταν αντικαθεστωτική του οικογένεια. Ακολούθησαν ο εγκλεισμός σε οικοτροφείο, η επιστράτευση στα 16, η αιχμαλωσία από τους Συμμάχους, η απελευθέρωση. Για τον δεύτερο το πήγαινελα ανάμεσα από τις γραμμές των εμπολέμων και η επανένωση με τη μητέρα του στην πολιορκημένη Βαρσοβία, όπου εντάχθηκε στην πολωνική αντίσταση και επιδόθηκε με νεανικό ενθουσιασμό στις επιχειρήσεις της.

Πρόκειται στην ουσία για μαρτυρίες, όπου οι συγγραφείς τους δίνουν στοιχεία για το πώς εργάστηκαν προσανατολίζοντας κατ’ αυτό τον τρόπο την ανάγνωση: ο Joachim Fest (1926-2006), ιστορικός, σημειώνει στον πρόλογο: Σε κάθε περίπτωση δεν εγραψα την ιστορία της χιτλερικής εποχής. Έγραψα απλώς το αντικαθρέφτισμά της σε ένα οικογενειακό περιβάλλον. Με δυο λόγια διαφωτίζει τους αναγνώστες για το τι υπέφεραν όσοι από τους γερμανούς δεν σχετίζονταν με τους ναζί. Ο Άντριου Μπόροβιτς (1928- ), δημοσιογράφος, εξηγεί: Έγραψα ένα αυτοβιογραφικό μυθιστόρημα για τον δικό του πόλεμο, όπου η μυθοπλασία περιορίζεται στην αλλαγή ορισμένων ονομάτων. Ο Μπόροβιτς ξεκίνησε να γράφει το 1944, ενόσω ανάρρωνε στο νοσοκομείο ενός στρατοπέδου αιχμαλώτων, πάνω σε χαρτί τουαλέτας του Ευθρού Σταυρού που του έδιναν οι Βρετανοί νοσοκόμοι, ο Φεστ πολλά χρόνια αργότερα από τα γεγονότα.

Μ. Ντ.

 

Ξένια Καλογεροπούλου, Γράμμα στον Κωστή, εκδ. Πατάκης, 2015.

 Όταν εκδίδεται το αυτοβιογραφικό βιβλίο μιας γνωστής προσωπικότητας, ιδιαίτερα του καλλιτεχνικού χώρου, η εκδοτική επιτυχία είναι σχεδόν εξασφαλισμένη. Υπάρχουν οι αναγνώστες που διαβάζουν με διάθεση να κοιτάξουν από την κλειδαρότρυπα, να μάθουν για έρωτες, επιτυχίες, αποτυχίες, ίσως σοφές σκέψεις για κοινωνικά ζητήματα, αλλά και για πώς είναι η καθημερινότητα μιας διασημότητας- άραγε μαγειρεύει, καθαρίζει το σπίτι, τι βλέπει στην τηλεόραση, εν ολίγοις ψάχνουν να βρουν αν ζει όπως καθένας.

Στο Γράμμα στον Κωστή, τον σύντροφό της επί 37 χρόνια, η Ξένια Καλογεροπούλου έγραψε για κάθε πτυχή της κοινής τους ζωής και δεν υπάρχει κλειδαρότρυπα. Έγραψε αυθόρμητα, χωρίς να μετανιώνει για τίποτα, ούτε για την Ξένια προ Κωστή Σκαλιώρα. Με απέραντη τρυφερότητα και αγάπη. Συγκινήθηκα γιατί ένιωσα πόσο ουσιαστική ήταν η σχέση τους, πόσο ανυστερόβουλο το δόσιμο, η συντροφικότητα και η συμπόρευση όπου στο ζευγάρι τους καθένας διατήρησε την προσωπικότητά του. Η απώλεια είναι απώλεια, η ευτυχία που μοιράστηκαν  μένει…

Μ. Ντ.

 

 

Προηγούμενο άρθροΠολ Όστερ: Tο φεγγάρι είναι το μέλλον
Επόμενο άρθροΗ ομορφιά της ζωής και οδηγίες προς ναυτιλλόμενους

ΑΦΗΣΤΕ ΜΙΑ ΑΠΑΝΤΗΣΗ

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ