Απόδοση από τα αγγλικά, Αλεξάνδρα Χαΐνη
Μια συνέντευξη-ποταμό με τον Michel Houellebecq, που πολύ θα θέλαμε να είχαμε κάνει εμείς, δημοσιεύτηκε πρόσφατα στην εφημερίδα New York Times. Ο τίτλος: «Γιατί ο πιο αμφιλεγόμενος συγγραφέας της Γαλλίας είναι και ο πιο διάσημος», αλλά και ο υπότιτλος: «Λοιδωρημένος όσο και παινεμένος, ο Michel Houellebecq κρατά τον καθρέφτη σε έναν κόσμο που θα προτιμούσαμε να μην δούμε», προδιαθέτουν τον αναγνώστη γι’ αυτή χορταστική κουβέντα, που ξεπερνάει τις 5.000 λέξεις και δύσκολα θα δημοσιευόταν σε κάποιο άλλο, πιο συμβατικό μέσον.
Ο συνεργάτης της εφημερίδας, Wyatt Mason, συνάντησε τον Houellebecq στο «σκοτεινό» διαμέρισμά του στο Παρίσι τον Αύγουστο, και συζήτησαν επί παντός, με αφορμή την κυκλοφορία του μυθιστορήματός του «Εκμηδένιση» (2022) στα αγγλικά (19/9/24 στη Βρετανία και στις 8/10/24 στις ΗΠΑ).
Στη διάρκεια των τριών ημερών που βρέθηκε κοντά του, ο Mason παρατηρούσε επίμονα τον Γάλλο συγγραφέα. Μίλησαν κυρίως για τα βιβλία του, περιέργως με χρονολογική σειρά, αλλά και για τα παιδικά του χρόνια, για όλα όσα σηματοδότησαν την πορεία του ως συγγραφέα.
Ο Houellebecq απέφυγε να απαντήσει σε προσωπικές ερωτήσεις και ο Mason έπιασε ευτυχώς από νωρίς το υπονοούμενο, οπότε αρκέστηκε σε μια σειρά από κωμικά, εύστοχα, μέχρι και βιτριολικά σχόλια για τον άνθρωπο που είχε απέναντί του.
Για παράδειγμα, αναφέρει ότι και τις τρεις ημέρες που συναντήθηκαν φορούσε τα ίδια (αμφιλεγόμενης καθαριότητας) ρούχα, ότι τη δεύτερη ημέρα δεν του άνοιξε καν την πόρτα, δεν απαντούσε στις κλήσεις του και όταν τελικά επικοινώνησαν του ζήτησε συγνώμη αλλά …τον είχε πάρει ο ύπνος, ότι καπνίζει αρειμανίως σε σημείο που το τσιγάρο στο στόμα του μοιάζει με συσκευή οξυγόνου (!), ότι βρίσκεται στο όριο του αλκοολισμού, ότι στο δείπνο νόμιζε πως θα αποκοιμηθεί γερμένος στο τζάμι του εστιατορίου και άλλα τέτοια που παρότι προκαλούν γέλιο, με έκαναν να αναρωτιέμαι αν θα γίνονταν ποτέ αποδεκτά σε κάποιο ελληνικό μέσο (ρητορική ερώτηση).
Βέβαια κι ο Mason δεν είναι όποιος κι όποιος. Το δίκτυο NBCC τον έχει χαρακτηρίσει «κριτικό με αδυσώπητη ενέργεια και αυστηρά πρότυπα»· ότι έχει αποκαλύψει περιπτώσεις λογοκλοπής, ότι έχει σώσει συγγραφείς από την άγνοια και τη λήθη· ότι έχει επιπλήξει έξυπνα τους μοντέρνους μυθιστοριογράφους, ότι έχει υποστηρίξει πως πολλοί από εμάς συνεχίζουμε να συγχέουμε το ουσιαστικό με το επιφανειακό στο έργο των σύγχρονων συγγραφέων. Το alter ego του Houellebecq, θα μπορούσαμε να πούμε. Ή το αντίπαλο δέος.
Σε κάθε περίπτωση, το κείμενο αυτό, δε συνιστά αυτολεξεί μετάφραση της συνέντευξης του Houellebecq, αλλά μεταφορά των βασικών και πιο χαρακτηριστικών σημείων της, διανθισμένων με τον οξυδερκή αλλά σαρκαστικό σχολιασμό του Αμερικανού δημοσιογράφου (με ολίγο από τον δικό μας). Προσοχή, το κείμενο περιέχει «σπόιλερ» σε σχέση με την πλοκή των βιβλίων του Γάλλου συγγραφέα. Επιπλέον, έχει γίνει μια «δημιουργική ανακατάταξη» της ροής της συνέντευξης, με βάση τη θεματολογία, για την οποία ελπίζουμε να μην έχουν αντίρρηση οι δύο συνομιλητές.
Παρίσι, Αύγουστος 2024
Πρώτα-πρώτα το setting: Ένα «σκοτεινό διαμέρισμα» στο Παρίσι, τον Αύγουστο. «Μια εντυπωσιακά όμορφη ημέρα που βλέπαμε μόνο μέσα από τις κουρτίνες του», κατά τον Mason. «Το διαμέρισμα του Houellebecq απέπνεε μια αίσθηση, αν όχι απογοήτευσης, σίγουρα παρακμής». Είχε μετακομίσει εκεί μόλις τρεις μήνες· στο ψυγείο είχε ακόμα τα αυτοκόλλητα του καταστήματος· σε έναν τοίχο της τραπεζαρίας είχε κολλήσει κάποιες vintage αφίσες «σαν σε φοιτητικό κοιτώνα»· σε μια μισοάδεια βιτρίνα είχε τοποθετήσει πλαστικές φιγούρες ζώων της Schleich (όσοι και όσες έχετε παιδιά θα καταλάβετε για τι μιλάει): δύο αγελάδες, μερικά γουρουνάκια, και τρία σκυλιά ράτσας corgi (η ράτσα και του δικού του σκύλου) και έναν ιπποπόταμο – παρόμοιο με αυτόν που περιέργως είχε χαρίσει και ο Mason πρόσφατα στον γιο του για τα γενέθλιά του.
Στη βιβλιοθήκη υπήρχαν κυρίως αντίγραφα των βιβλίων του, μερικά μάλιστα σε περιορισμένες εκδόσεις μέσα σε κουτιά από πλεξιγκλάς προορισμένα δηλαδή για έκθεση και όχι για ανάγνωση. Πάνω στο τραπέζι ανάμεσά τους, εκτός από ένα κρυστάλλινο βάζο υπήρχε και ένα σχεδόν άδειο μπουκάλι κρασί «από το οποίο μεθούσε ο Houellebecq». Στον ίδιο χώρο και ένα στενό, σαν παιδικό, κρεβάτι με ένα τραπεζάκι με διάφορα φάρμακα από δίπλα. Μια τηλεόραση απλή, που συνδεόταν όμως με ένα δυνατό σύστημα ήχου surround. «Η γενική ατμόσφαιρα του χώρου ταίριαζε σε έναν άνδρα που είχε πρόσφατα χωρίσει και ήρθε εκεί για να ζήσει την υπόλοιπη ζωή του σε απόγνωση.»
Στην πραγματικότητα, το συγκεκριμένο διαμέρισμα είναι απλώς μια γκαρσονιέρα που χρησιμοποιεί ο Houellebecq όποτε βρίσκεται το Παρίσι. Πλέον ζει στη Νορμανδία, σε ένα κάστρο του 18ου αιώνα, του οποίου τη διακόσμηση έχει αναλάβει η σύζυγός του Qianyum Lysis Li, 34 ετών και πρώην φοιτήτρια φιλολογίας που έγραψε διατριβή για το έργο του.
«Σε έναν τέλειο κόσμο, θα τον είχα συναντήσει στη Νορμανδία» λέει ο Mason, διευκρινίζοντας ότι ο Houellebecq δεν ήταν ανοιχτός για έκθεση τέτοιου μεγέθους. «Αντιθέτως, ήπιε. Έπιασε το κουτάκι Perrier από το οποίο έπινα και το έχυσε στο ποτήρι του. Η ομιλία του επιβραδύνθηκε, ξεκινούσε μια πρόταση χωρίς να την ολοκληρώνει, οι παρατεταμένες παύσεις συνοδεύονταν από μουγκρητά που τελικά μεταμορφώνονταν στην επόμενη κατανοητή συλλαβή. Ήταν λίγο σαν να ακούω τον Glenn Gould να παίζει πιάνο, ένα είδος παράξενου τραγουδιού καθώς η μελωδία εκτυλίσσεται.»
Οι πρώτες αναγνώσεις
«Ο Michel Houellebecq -αναμφισβήτητα ο πιο σημαντικός Γάλλος συγγραφέας του προηγούμενου ενός τετάρτου του αιώνα- καθόταν στην καρέκλα του σαν πουλί… Κατά τη διάρκεια των ωρών που είμασταν μαζί (το σχέδιο ήταν να συναντώνται δύο ώρες την ημέρα επί 3 ημέρες και μετά να συνεχίζουν την κουβέντα τους στο δείπνο), ο Houellebecq, που είναι 68 ετών, θα βυθιζόταν όλο και περισσότερο στην καρέκλα του στο σημείο που φαινόταν ότι θα χρειαζόταν βοήθεια για να σηκωθεί. Ξαφνικά όμως θα πεταγόταν με απρόσμενη ευελιξία για να σταθεί και πάλι στις φτέρνες του.»
«Προσπάθησα να τον ρωτήσω για τη ζωή του, αλλά απέφυγε τεχνηέντως κάθε προσωπική ερώτηση -έχει απαντήσει πολλές εδώ και δεκαετίες και φαίνεται ότι δεν θέλει άλλο- μέχρι που τον ρώτησα για τα πρώτα του χρόνια ως αναγνώστη», σημειώνει ο Mason.
«Έχω μετακομίσει πολλές φορές στη ζωή μου, αλλά έχω κρατήσει κάποια από τα αγαπημένα μου αναγνώσματα», του είπε. Σηκώθηκε και έψαξε στο κοντινό του ράφι, απ’ όπου έβγαλε ένα μικρό φθαρμένο βιβλίο. Ήταν η γαλλική μετάφραση των Παραμυθιών του Άντερσεν, Νο. 28 στη σειρά για παιδιά «Lectures et Loisirs». Το συγκεκριμένο αντίγραφο κυκλοφόρησε το 1960, τέσσερα χρόνια μετά τη γέννησή του. «Στο εξώφυλλο, μια μικρή γοργόνα καθόταν μέσα σε ένα ροζ κοχύλι και έκλαιγε. Ένα όστρακο με το μαργαριτάρι του να λάμπει, ήταν στα πόδια της ανοιχτό και ένα μπλε ψάρι με ροζ ουρά και έντονες βλεφαρίδες την κοίταζε με ανησυχία. Κράτησα σημείωση για το εξώφυλλο, άγγιξα τις φθαρμένες άκρες του, σχολίασα τα δάκρυα της γοργόνας», συνεχίζει ο Mason. «Κάποιος θα την παρηγορήσει σύντομα», αποκρίθηκε τρυφερά ο Houellebecq σαν να του λέει, μην ανησυχείς, όλα καλά θα πάνε.
Ο Houellebecq ξανακάθισε και έβαλε ένα ποτήρι λευκό κρασί. Έμεινε σιωπηλός για αρκετή ώρα, κάτι τόσο συνηθισμένο που πολλοί δημοσιογράφοι έχουν πει πως όσο τον περίμεναν να απαντήσει, αναρωτιούνταν αν είχε αποκοιμηθεί. «Αυτή η συνήθεια με έκανε να παρατηρήσω την εξωτερική του εμφάνιση, η οποία είναι ιδιαίτερη, ούτως ή άλλως. Τα μαλλιά του κατά τις δημόσιες εμφανίσεις του ήταν συχνά ακατάστατα και περίεργα, χτενισμένα με διάφορους τρόπους, κάποιες φορές παράτολμα μακριά, πάντα σαν μια καφετί κουρτίνα. Τώρα είχαν σχεδόν εξαφανιστεί, κι όσα γκρίζα απέμειναν ήταν χτενισμένα προς τα πίσω. Η μύτη του είναι καταπληκτική, μυτερή, και έχει μεγάλα, μακρουλά αυτιά με αυτές τις φλέβες στο λοβό που οι διαφημίσεις στο διαδίκτυο θεωρούν ένδειξη επικείμενου καρδιακού επεισοδίου.»
Όσο για τα ρούχα του: «Φορούσε κομψές ριγέ παντόφλες, τα ρούχα του δεν τα άλλαξε τις τρεις ημέρες που πέρασα μαζί του: φαρδύ μαύρο παντελόνι λερωμένο με στάχτη και ένα σκούρο μπλε μπλουζάκι με επωμίδες που του προσέδιδε έναν κάπως στρατιωτικό αέρα. Θα συμπέρανε κανείς ότι είναι φανατικός καπνιστής και θα είχε δίκιο με τη μόνη διαφορά ότι ο όρος δεν φτάνει ούτε στο ελάχιστον την πραγματική διάσταση της κατάστασης: κάπνιζε τόσο πολύ που ήταν σαν τα τσιγάρα να χρησίμευαν ως μικρές μάσκες οξυγόνου που τον βοηθούσαν να επιβιώνει.»
Όταν έδωσε το βιβλίο στον Mason, του αφηγήθηκε μια ιστορία που έμοιαζε με παραμύθι: Η μητέρα του, ήταν γιατρός και ο πατέρας του, δάσκαλος του σκι. Επειδή δεν τα έβγαζαν πέρα οικονομικά, τον άφησαν στα έξι του στη γιαγιά του από την πλευρά του πατέρα του, στη βόρεια Γαλλία. Η γιαγιά του ήταν εντελώς αμόρφωτη, όμως στο κελάρι της κρυβόταν ένας θησαυρός – δυο μεγάλα μπαούλα με εκατοντάδες βιβλία: από τον «Ροβινσόνα Κρούσο», τους «Τρεις Σωματοφύλακες», και τις απλοποιημένες εκδόσεις των Μπαλζάκ, Ντίκενς και Σουίφτ, μέχρι ακόμη πιο περίεργα πράγματα, όπως τα γραπτά του Στάλιν ή τη σειρά του Reader’s Digest με ιστορίες καθημερινών ανθρώπων που είχαν κάνει ασυνήθιστα πράγματα. Ο μικρός Houellebecq τα διάβασε και τα ξαναδιάβασε δεκάδες φορές. Δεν είχε άλλωστε τίποτα καλύτερο να κάνει· η οικογένειά του ήταν φτωχή· στο σπίτι της γιαγιάς του δεν είχαν καν μπάνιο· για τηλεόραση ούτε λόγος.
Η πρώτη αντίδραση του Mason ήταν ότι παραμύθια και Houellebecq φαντάζουν ως το πιο αταίριαστο ζευγάρι, όσο αταίριαστα -και αντιφατικά- είναι εν τέλει μεταξύ τους και τα διάφορα «χαρακτηριστικά» που έχουν αποδώσει κατά καιρούς κοινό και κριτικοί στο έργο του Γάλλου συγγραφέα: αμφιλεγόμενο, προκλητικό, μηδενιστικό, ισλαμοφοβικό, ρατσιστικό, ξενοφοβικό, αηδιαστικό, μισογυνικό, αποκρουστικό, συναισθηματικό, αυτοπροωθητικό, αλλά και πρωτόγνωρο, ουσιαστικό, τολμηρό, ευαίσθητο, εμπνευσμένο, άτακτο, λαμπρό. Στην πορεία της κουβέντας τους όμως θα παραδεχτεί ότι δεν είχε συνειδητοποιήσει πόσα κοινά στοιχεία έχουν τελικά τα παραμύθια του Άντερσεν με τα μυθιστορήματα του Houellebecq: «Όπως όλα τα παραμύθια, τα μυθιστορήματα του Houellebecq περιστρέφονται γύρω από την απομάγευση. Ουσιαστικά, τα παραμύθια, ειδικά του Άντερσεν, καταγράφουν μια απώλεια, ένα ελάττωμα στην ύφανση του κόσμου που το παιδί ανακαλύπτει και πρέπει να συμφιλιωθεί μαζί του. Οι απώλειες είναι θεμελιώδεις: του σπιτιού, της οικογένειας, της αγάπης, της ζωής. Θα μπορούσαμε να πούμε ότι τέτοιες απώλειες είναι το ζουμί όλων των μυθιστορημάτων και να το αφήσουμε εκεί, αλλά υπάρχει μια άλλη αιώνια ιδιότητα στον Houellebecq: ο τρόπος που το σχεδόν φαινόταν δυνατό στην παιδική ηλικία, γίνεται το ποτέ στην ενηλικίωση, ένα ποτέ από το οποίο όμως κάτι θα μπορούσε να διασωθεί.»
Το έργο του : αμφιλεγόμενο, προκλητικό, μηδενιστικό, ισλαμοφοβικό, ρατσιστικό, ξενοφοβικό, αηδιαστικό, μισογυνικό, αποκρουστικό, συναισθηματικό, αυτοπροωθητικό, αλλά και πρωτόγνωρο, ουσιαστικό, τολμηρό, ευαίσθητο, εμπνευσμένο, άτακτο, λαμπρό.
«Καταδικασμένο» είδος
«Όλα τα βιβλία που έχει γράψει ο Houellebecq εμπλέκονται, με τρόπο ουσιαστικό, με τους ταραγμένους καιρούς που ζει ο πολιτισμός μας», γράφει ο Mason, προσθέτοντας ότι ήδη από το πρώτο του μυθιστόρημα, «Η επέκταση του πεδίου της πάλης», ο συγγραφέας αναδείχθηκε ως «σχολαστικός παρατηρητής και αφοσιωμένος πολιτιστικός ανθρωπολόγος». Και παρότι τα βιβλία του περιστρέφονται γύρω από τεκτονικές πολιτισμικές αλλαγές, έχει βρει τρόπους να εξισορροπεί αυτό το εύρος με πιο κοντινές όψεις του ιδιωτικού πόνου. «Στα βιβλία του θεωρεί σίγουρο ότι το είδος μας έχει τελειώσει, ότι παρά τα χαρίσματά μας, είμαστε οδυνηρά καταδικασμένοι», συμπληρώνει ο Mason.
Η επιτυχία του βιβλίου επέτρεψε στον Houellebecq να εγκαταλείψει την καθημερινή του δουλειά και να γίνει συγγραφέας πλήρους απασχόλησης. Το δεύτερο μυθιστόρημά του, «Τα στοιχειώδη σωματίδια», ήταν και το πρώτο του best seller. Εκδόθηκε στη Γαλλία το 1998 και είχε ως επίκεντρο δύο «άθλιους άνδρες πρωταγωνιστές», ετεροθαλή αδέρφια. Ο πρώτος, ένας μοριακός βιολόγος, στο τέλος του βιβλίου βρίσκει τον τρόπο για να σταματήσουν οι άνθρωποι να αναπαράγονται με βιολογικά μέσα και να αρχίσουν να κλωνοποιούνται. Ο δεύτερος, παρακμάζει εθισμένος στο σεξ και στην απόγνωση. «Η δημοτικότητα του μυθιστορήματος αποκάλυψε τον βαθμό στον οποίο οι αναγνώστες αναζητούσαν μια έκφραση της μοναξιάς τους με ριζοσπαστικά ειλικρινή τρόπο: αν το σεξ δεν είναι ικανοποιητικό αλλά εξευτελιστικό, γιατί να μην βρούμε έναν τρόπο να το παρακάμψουμε;»
Η παραπάνω «τάση» αποτυπώθηκε στην «Πλατφόρμα» (2001), που εκδόθηκε στη Γαλλία λίγο πριν την 11η Σεπτεμβρίου. Το βιβλίο αρχίζει με ένα ταξιδιωτικό γραφείο που προωθεί τον σεξουαλικό τουρισμό στην Ταϊλάνδη και τελειώνει με μια ισλαμιστική τρομοκρατική επίθεση. (Ένα χρόνο μετά την κυκλοφορία του, ισλαμιστές τρομοκράτες πυροδότησαν μια σειρά βομβιστικών επιθέσεων στο Μπαλί.) Ο πρωταγωνιστής στην «Πλατφόρμα» έχει βαθιά ρατσιστικές απόψεις, που σήμερα ειδικά προκαλούν το κοινό αίσθημα: «Κάθε φορά που άκουγα ότι ένας Παλαιστίνιος τρομοκράτης, ένα παιδί ή μια έγκυος Παλαιστίνια, είχε δολοφονηθεί στη Λωρίδα της Γάζας, ένιωθα άκρατο ενθουσιασμού στη σκέψη ότι αυτό σήμαινε ένας μουσουλμάνος λιγότερος.»
«Η φράση αυτή είναι αποκρουστική και ξεκάθαρη. Οι απόψεις που εκφράζουν πολλοί από τους χαρακτήρες του Houellebecq —για το σεξ (άδειο), για τις γυναίκες (Παναγίες ή πόρνες), για τους μουσουλμάνους (που πρέπει να κρατηθούν μακριά από τη Δύση)— είναι σοκαριστικές, αλλά είναι επίσης, πρωτίστως, πραγματικές απόψεις πραγματικών ανθρώπων στον πραγματικό κόσμο» ισχυρίζεται ο Mason. Άλλωστε ο ίδιος ο Houellebecq έχει πει στην Guardian ότι δεν είναι προβοκάτορας: «Προβοκάτορας είναι κάποιος που το παρακάνει μόνο και μόνο για να εκνευρίσει τους ανθρώπους». Παρόλο που τα βιβλία του εμπεριέχουν τις χειρότερες απόψεις, ό,τι γράφει «είναι σωστά υπολογισμένο, όχι αυθόρμητο· είναι ακριβές, όχι άσκοπο· είναι διφορούμενο, όχι απλοϊκό.»
Βάθος και πάθος
Για τον Mason, τα μυθιστορήματα αυτά δεν θα ήταν τόσο αιχμηρά -ή τόσο συγκινητικά- αν έλειπε η παιγνιώδης παρέμβαση του συγγραφέα. Σε μια υποσημείωση στην «Εκμηδένιση» σχολιάζει τους χαρακτήρες του ως εξής: «Πάντα περιγράφει τον εαυτό του ως “έναν πολύ καλό τύπο”, αλλά κατά βάθος δεν ξεγελιέται, βαθιά μέσα του έχει πάντα αυτή τη μυστική κλίμακα που τον τοποθετεί ακριβώς στο κέντρο του ηθικού κόσμου». Σοβαρός αλλά όχι σοβαροφανής, του αρέσει παραθέτει τα ανάλογα αποφθέγματα από τον Pascal ή τον Apollinaire, δίνοντας την ευκαιρία στους αναγνώστες του να πάρουν απαντήσεις σε σχέση με τους ήρωες από στοχαστές που έχουν ασχοληθεί διαχρονικά με αυτά τα ερωτήματα.
Στο βραβευμένο με Goncourt «Ο χάρτης και η επικράτεια» (2010), ο Houellebecq διακινδυνεύει τη φήμη του κάνοντας τον εαυτό του χαρακτήρα του βιβλίου. Σφαγιάζεται από έναν δολοφόνο που τον κόβει σε μικρά κομμάτια και μετά τον σκορπίζει γύρω από το σπίτι του – αυτό ακριβώς δηλαδή που μεταφορικά πολλοί άνθρωποι θα επιθυμούσαν να του συμβεί. «Είναι το χιούμορ του, το βάθος που πετυχαίνει το πάθος, που τον καθιστά, κατά τη γνώμη μου, τόσο δημοφιλή στη Γαλλία», λέει ο Mason.
«Το πρόβλημα με την αποδοχή των χαρακτήρων του Houellebecq ως τολμηρά αισθητικά κατασκευάσματα, δεν έχει προκύψει τόσο από τα ίδια τα βιβλία του όσο από τις δημόσιες παρατηρήσεις του, σε βαθμό που, όπως το έθεσε ένας κριτικός, ο αναγνώστης μπαίνει στη θέση να μαντέψει πόσα κοινά στοιχεία έχει ο ίδιος με τους αυτό-εξευτελιζόμενους πρωταγωνιστές του» προσθέτει.
Η στάση του τον έφερε πολλές φορές σε δύσκολη θέση. Για παράδειγμα, κατά την παρουσίαση της «Πλατφόρμας», ο Houellebecq περιέγραψε τις μονοθεϊστικές θρησκείες (Χριστιανισμό, Ιουδαϊσμό, Ισλάμ) ως «ανόητες» προσθέτοντας ότι «από όλες τις ηλίθιες θρησκείες, το Ισλάμ είναι η πιο ηλίθια». Μηνύθηκε στη Γαλλία για ρητορική μίσους και υποκίνηση φυλετικού μίσους. Σε μια από τις ακροάσεις που ακολούθησαν, υπερασπίστηκε τις δηλώσεις του, επισημαίνοντας ότι τα ιερά κείμενα αυτών των θρησκειών δεν κηρύττουν ειρήνη, αγάπη ή ανεκτικότητα, αλλά μίσος. Τελικά αθωώθηκε, καθώς οι δικαστές αποφάνθηκαν ότι η έκφραση μίσους προς το Ισλάμ δεν απευθυνόταν προς τους Μουσουλμάνους.
Οι γυναίκες
Ένα άλλο σοβαρό ζήτημα που θέτει ο Mason σε αυτή τη συνέντευξη, είναι η σχέση του Houellebecq με τις γυναίκες. Θεωρεί ότι ο Γάλλος συγγραφέας δυσκολεύεται να φανταστεί ότι οι ηρωίδες του -αλλά και οι γυναίκες εν γένει- έχουν μια περίπλοκη εσωτερική ζωή. Παρόλα αυτά δεν αναλύει την άποψή του περαιτέρω. «Μιλήσαμε για το θέμα της σεξουαλικής εργασίας και για το πορνό» αναφέρει μόνο. «Η αίσθησή του -καθόλου πρωτότυπη- ήταν ότι η σεξουαλική εργασία εξυπηρετεί έναν χρήσιμο οικονομικό σκοπό και παρέχει μια ουσιαστική υπηρεσία.» Όσο για το πορνό, του είπε ότι βρίσκει όμορφα τα ερωτικά βίντεο στο OnlyFans και πόσο υπέροχο είναι που τα ζευγάρια τα μοιράζονται. «Του αντέτεινα ότι τα περισσότερα από αυτά είναι πορνό εκδίκησης – revenge porn», πράγμα που ο ίδιος θεώρησε πιθανό, αλλά όχι και αποθαρρυντικό. Μίλησαν και για τη συμμετοχή του ως guest στην ερωτική ταινία «Honey Pot» (2021) της ολλανδικής καλλιτεχνικής κολεκτίβας KIRAC (Keeping It Real Art Critics). Η συμφωνία όριζε ότι το πρόσωπο και τα γεννητικά του όργανα δεν θα εμφανίζονταν στο ίδιο κάδρο, κάτι πήγε στραβά όμως, ο Houellebecq έκανε μήνυση στους δημιουργούς και σε ένα επόμενο βιβλίο του για εκείνη την περίοδο της ζωής του, αναφέρεται στον άνδρα σκηνοθέτη ως «η κατσαρίδα» και σε μια γυναίκα μέλος της KIRAC ως «η χοιρο-μητέρα».
Τέχνη & ζωή
Ωστόσο, φαίνεται ότι η πιο άγρια αντίδραση ξέσπασε στις 7 Ιανουαρίου του 2015 με την έκδοση του έκτου βιβλίου του, «Υποταγή». Όπως εξηγεί ο Mason, στο βιβλίο, το οποίο διαδραματίζεται σε κάποιο κοντινό μέλλον κατά τις γαλλικές προεδρικές εκλογές, το ανίκανο κυβερνητικό κόμμα, συνεργάζεται με έναν μετριοπαθή Ισλαμιστή πολιτικό, τον Mohammed Ben Abbes, με στόχο να αποκρούσει την ακροδεξιά. Κερδίζει στις εκλογές και καταφέρνει να σταθεροποιήσει τη Γαλλία επιβάλλοντας ισλαμικές και πατριαρχικές αρχές. Η «Υποταγή» είναι ένα πολύπλοκο βιβλίο «που μπορεί να διαβαστεί σαν σάτιρα του Swift» λέει ο Mason: «Η θεραπεία για την φτώχια της Ιρλανδίας είναι να φάει τα παιδιά της· η θεραπεία για την κοινωνική και πολιτική σήψη στη Γαλλία είναι ο ασπασμός του Ισλάμ.»
Ο Mason δεν υποστηρίζει πάντως ότι η «Υποταγή» είναι ένα ισλαμοφοβικό μυθιστόρημα αλλά θεωρεί ότι δείχνει μάλλον πως η γαλλική κοινωνία μπορεί να σωθεί από την χρεωκοπία μόνο μέσω της «ακύρωσης» της Δυτικής κουλτούρας.
Ας γυρίσουμε όμως στην ημέρα που εκδόθηκε το βιβλίο, καθώς συνέπεσε με την τρομοκρατική επίθεση στο γαλλικό σατιρικό περιοδικό Charlie Hebdo, που το 2012 είχε δημοσιεύσει τα γνωστά σκίτσα με τον Μωάμεθ γυμνό και στα τέσσερα. «Την ημέρα της επίθεσης», θυμίζει ο Mason, το περιοδικό είχε στο εξώφυλλο ένα σκίτσο του Houellebecq με εμφανείς αναφορές στην «Υποταγή» και στις «προβλέψεις» του συγγραφέα για το Ισλάμ και το Ραμαζάνι. Κατά την επίθεση σκοτώθηκε ο φίλος του, οικονομολόγος και συνεργάτης του περιοδικού, Bernard Maris, ενώ ο ίδιος μπήκε υπό αστυνομική προστασία.
«Όποιο κοινό μπορεί να έχει ο Houellebecq με τους πρωταγωνιστές του, τα ίδια τα βιβλία έχουν όλη την πολυπλοκότητα που δεν έχουν οι δημόσιες παρατηρήσεις του. Οι άντρες πρωταγωνιστές του, χαμένοι και σε παρακμή, συχνά πληρώνουν για τις απόψεις τους όχι με κάποια δραματική αλλαγή στην πλοκή αλλά με μια ζωή αλλοιωμένη εσωτερικά από την παθητικότητά τους» επισημαίνει ο Mason. «Ο Houellebecq είναι ένας συγγραφέας με παλιομοδίτικα ένστικτα -η εικόνα του Stendhal για τον μυθιστοριογράφο ως έναν άνθρωπο που περπατά στο δρόμο κρατώντας έναν καθρέφτη- και ταυτόχρονα ριζοσπαστικά σύγχρονος, πρόθυμος να αποκαλύψει τη βρώμικη απελπισία της ιδιωτικής ζωής στον δυτικό κόσμο.»
Πώς τα καταφέρνει; «Α είναι εύκολο. Παριστάνω ότι έχω ήδη πεθάνει.», είχε απαντήσει στην Susannah Hunnewell, την αείμνηστη εκδότρια του Paris Review, όταν τον ρώτησε σχετικά.
Ο χάρτης και η επικράτεια
Ο Mason του εξομολογείται ότι η τελευταία φράση του βιβλίου του «Ο χάρτης και η επικράτεια», είναι η πιο αγαπημένη του από όλη τη σύγχρονη λογοτεχνία. Στο μυθιστόρημα, που είναι και το μόνο που δεν ασχολείται τόσο με την πολιτική και το σεξ, ο πρωταγωνιστής είναι ένας μοναχικός καλλιτέχνης που ερευνά μέσω του έργου του την επιστροφή μας στον φυσικό κόσμο τον οποίο τόσο επιμελώς καταστρέφουμε. Αυτή η τελευταία φράση -«Le triomphe de la végétation est total»- χάνεται κατά τον Mason, στην αγγλική μετάφραση, γίνεται κάπως «επίπεδη».
«Αυτό είναι ενδιαφέρον», του απάντησε ο Houellebecq, τραβώντας μια τζούρα από το τσιγάρο του. «Μου επιτρέπετε να κάνω ερωτήσεις;»
«Φυσικά.»
«Le triomphe de la vegétation… Το βρίσκεις και λυπηρό, όμως;»
«Απολύτως. Φρικτό.»
«Αλλά είναι η πραγματικότητα».
«Ναι, αλλά είναι παράξενο, δεν είναι προφανές», είπε. «Είναι μια εμπειρία που είχα όσο ήμουν στο γυμνάσιο. Βρισκόμουν μέσα και κάθε μέρα έβγαινα έξω, και περνούσα από τα παλιά κτίρια του γυμνασίου, και υπήρχε επίσης η Cathédrale de Meaux, που είναι ένας παλιός καθεδρικός ναός, που μάλλον δεν διέθεταν τα χρήματα για να τον συντηρήσουν, εξού και η βλάστηση είχε εισβάλλει πολύ επιθετικά στις πέτρες του. Αυτό μου φαινόταν σαν ένα δυνατό ζήτημα. Παραδόξως, ήταν ένας όμορφος καθεδρικός ναός, και δεν τον βρήκα τόσο τραγικό. Αλλά ήμουν νέος». Έκανε μια παύση γεμίζοντας το ποτήρι του με κρασί. «Τέλος πάντων, υπάρχει κάτι δυσβάστακτο σε όλο αυτό».
Εκμηδένιση
Το πρώτο βράδυ οι δύο συνομιλητές βγήκαν για δείπνο, όπως άλλωστε ήταν και η συμφωνία τους. Το ποτό και η κουβέντα, κούρασαν προφανώς τον Γάλλο συγγραφέα με αποτέλεσμα το επόμενο πρωί να μην είναι συνεπής στο ραντεβού του με τον Mason, ο οποίος περίμενε ένα μισάωρο έξω από το σπίτι χωρίς ανταπόκριση στις κλήσεις του. Η συνάντηση προγραμματίστηκε εκ νέου για το ίδιο απόγευμα, πάνω από ένα μπουκάλι λευκό κρασί. Θέμα, το μυθιστόρημά του «Εκμηδένιση» που όπως αναφέρθηκε ήδη, θα κυκλοφορούσε σύντομα στα αγγλικά.
Η «Εκμηδένιση» εκδόθηκε στη Γαλλία πριν από δύο χρόνια, σε πρώτη φάση σε 300.000 αντίτυπα -που θα ισοδυναμούσε αναλογικά σε 1,5 εκατομμύριο αντίτυπα στις ΗΠΑ- πολύ περισσότερα από όσα θα περίμενε ποτέ και ο πιο επιτυχημένος συγγραφέας. «Το μυθιστόρημα δεν είναι το καλύτερο του Houellebecq -σε κάποιες φάσεις, είναι το χειρότερο του- αλλά είναι συνάμα και το πιο “αντι-Ουελεμπέκικο” με ενδιαφέροντες τρόπους: είναι ένα οικογενειακό μυθιστόρημα καμουφλαρισμένο ως πολιτικό θρίλερ», υποστηρίζει ο Mason.
Ο πρωταγωνιστής του είναι αδιαμφισβήτητα ρατσιστής και μισογύνης, αν και «με παθητικό τρόπο» αυτή τη φορά, μια και το μυθιστόρημα είναι γραμμένο σε τρίτο πρόσωπο. Ο Paul Raison (αναφορά στον Άγιο Παύλο από τη μια και στη «λογική» -raison- από την άλλη), είναι απόφοιτος ενός από τα γαλλικά grandes écoles και εκτελεί χρέη συμβούλου του Γάλλου υπουργού Οικονομικών, Bruno Juge – άλλο ένα παιγνίδι με τις λέξεις αλλά και αναφορά ενδεχομένως στον Bruno Le Maire, τον πρώην υπουργό Οικονομικών στην κυβέρνηση του Προέδρου Emmanuel Macron (σχόλια του Mason). Διαδραματίζεται στο κοντινό μέλλον, το 2026 και το 2027, και πάλι κατά την περίοδο των γαλλικών προεδρικών εκλογών. «Η κατάσταση του γαλλικού κράτους είναι ένα ζήτημα που απασχολεί τον Houellebecq. Μετά από αυτό το καλοκαίρι -όταν ο αριστερός συνασπισμός ευθυγραμμίστηκε, προσωρινά, με την κεντροδεξιά κυβέρνηση του Μακρόν για να κρατήσει έξω την ακροδεξιά- η Γαλλία, μου είπε, βρέθηκε σε μόνιμο νομοθετικό αδιέξοδο που είναι η αρχή του τέλους της Δημοκρατίας.»
Το φάντασμα της κατάληψης της Γαλλίας από την ακροδεξιά είναι ζωντανό τόσο στην «Υποταγή» όσο και στην «Εκμηδένιση». Ενώ όμως στο πρώτο βιβλίο ο Houellebecq φανταζόταν μια Γαλλία που κάνει έναν και μόνο μοιραίο συμβιβασμό, στο δεύτερο την βρίσκουμε στο χείλος του γκρεμού και η καταστροφή που προβλέπεται είναι παγκόσμιας κλίμακας. Το μυθιστόρημα ξεκινά με το βίντεο του εικονικού αποκεφαλισμού του Bruno Juge -η ΑΙ εκδοχή των πραγματικών βίντεο του ISIS με τους δυτικούς ομήρους- το οποίο κατακλύζει το διαδίκτυο. Ποιος το διέρρευσε, ποιοι είναι οι υπαίτιοι; Δεν θα πούμε περισσότερα για την υπόθεση-θρίλερ του μυθιστορήματος, μόνο ότι ο συγγραφέας υιοθετεί εδώ πολλές οπτικές γωνίες – με κυρίαρχη εκείνη του Paul, του οποίου την προσωπική ζωή (τη σχέση του με τη σύζυγό του, με τον άρρωστο πατέρα του, τα δυο αδέρφια του) παρακολουθούμε στενά.
Σε κάθε περίπτωση, γράφει ο Mason, ο αναγνώστης/η αναγνώστρια «δένεται» με τον Paul, «αναγκάζεται» να βλέπει και να ζει όπως εκείνος, σε έναν κόσμο που για πολύ καιρό ήταν μικρός και κακός και στη συνέχεια μετατρέπεται σε κάτι μεγαλύτερο, πιο αληθινό, καθώς και ο ίδιος ο Paul συνειδητοποιεί την άγρια πραγματικότητα – και την ομορφιά του.
Αυτό κάνει καλύτερα από όλα ο Houellebecq, καταλήγει ο Mason: «καταφέρνει να συνδέσει τον αναγνώστη με ένα χαρακτήρα με πολλούς περιορισμούς και μέσω του ρυθμού της αφήγησης να τον οδηγήσει στο τέλος -στο τέλος της ζωής, των προοπτικών, της ιστορίας- αποσπώντας τελικά τη συμπόνια που χρειάζεται για να τον δούμε πέρα από τις κραυγαλέες ελλείψεις του».