της Έλλης Φιλοκύπρου (*)
Πάντα θα υπάρχει ένα ποίημα
να το κοιτάς να το παλεύεις.
Πάντα μπροστά σου αυτός
ο ήχος, να ξυπνάς, να πέφτεις
στο ρυθμό καινούριου τρόπου
σε πυρετού ρυθμό.
Έχοντας παλέψει πολλά χρόνια με την τέχνη, σε πυρετού ρυθμό, ακάματα αναζητώντας και προσφέροντας, ο Μιχάλης Πιερής έφυγε απρόσμενα από τη ζωή στις 2 Νοεμβρίου, στα 69 του. Βαθιά καλλιεργημένος, ανήσυχος και πολυτάλαντος, ήταν αφοσιωμένος πανεπιστημιακός δάσκαλος και ερευνητής, εμπνευσμένος θεατρικός συγγραφέας και σκηνοθέτης. Στο αγαπημένο του δημιούργημα, το Θεατρικό Εργαστήρι του Πανεπιστημίου Κύπρου, έχουν μυηθεί στην τέχνη γενιές φοιτητών και φοιτητριών, ανεβάζοντας αξέχαστες παραστάσεις: το Χρονικό του Λεόντιου Μαχαιρά, τον Ερωτόκριτο, έργα βασισμένα στην ποίηση του Καβάφη ή σε παραλλαγές του ποιήματος «Της Άρτας το Γιοφύρι», τη Λυσιστράτη, μεταφρασμένη από τον Κώστα Μόντη, και άλλα πολλά. Η διπλή του ιδιότητα, του φιλολόγου και του σκηνοθέτη, βρήκε επίσης ιδανική έκφραση στην πρόσφατη συναγωγή μελετών του για τον Ερωτόκριτο (Νεφέλη, 2020).
Εξίσου βαθύ είναι το αποτύπωμα που έχει αφήσει στην ποίηση. Ο λόγος του ξεχωρίζει για την ένταση και τους ρυθμούς του, όπως και για τη θεματική του. Μεταμορφώσεις πόλεων επιγράφεται η επιλογή ποιημάτων της τριακονταετίας 1978-2009 (Ίκαρος, 2010). Οι πόλεις όπου ο ποιητής έχει ζήσει ή τις οποίες έχει επισκεφθεί εναλλάσσονται, τέμνοντας η μία την άλλη στο βάθος της ψυχής του. Η Γρανάδα και η Βαρκελώνη, η Βενετία και η Ραβένα, η Αγία Πετρούπολη, το Ρέθυμνο κι η Λευκωσία, η Αθήνα, η Γενεύη, η Μελβούρνη και τόσες άλλες δεν τον ελκύουν για τα αξιοθέατά τους, αλλά για κάτι που αναφαίνεται, περαστικό κι εφήμερο, για να επανέλθει στα όνειρα, τυραννικό, απροσδιόριστο, άφευκτο. Οι πόλεις φιλοξενούν ή υπόσχονται τον έρωτα· στοιχειώνονται από γυναικείες παρουσίες, αληθινές και οραματικές· χαρίζουν την ηδονή· παγιδεύουν σε μια μοναξιά που μόνο στη γραφή μπορεί να λυτρωθεί – τη γραφή που μεταμορφώνει τους τόπους, αναγκάζοντας παράλληλα τον ποιητή να αντικρίσει την απουσία· το ποτέ και πουθενά. Έμοιαζες κάτι που έχασα, κάτι/ που είχα νιώσει μες στον καιρό/ που ξέχασα αυτό που μας πληγώνει. Οι πόλεις του Μιχάλη Πιερή είναι παλίμψηστες: η καθεμιά ξυπνά τη μνήμη κάποιας άλλης· και όλες μαζί οδηγούν τον ταξιδιώτη να «αναγνωρίσει το λίγο που είναι δικό του, ανακαλύπτοντας το πολύ που δεν είχε και που ποτέ δεν θα έχει», όπως γράφει για τις δικές του πόλεις –τις Αόρατες– ο Ίταλο Καλβίνο.
Δεν αποτελεί όμως μονάχα το σκηνικό των πόλεων τον συνεκτικό δεσμό των ποιημάτων· ίσως ακόμη περισσότερο τα συνέχει η λαχτάρα του ποιητή να δοθεί: στη στιγμή, στο βίωμα, στο άπιαστο, στο πάθος της γραφής. Να είναι όλα εύθραυστα, αχνά κι ονειρεμένα/ σαν μαύρη ταραχή του νου/ σαν της καρδιάς τους νέους κτύπους, ζητά. Και αλλού: Ταξίδι να με στέλλεις φεγγερό του έρωτα./ Στο σκοτεινό ρυθμό τ’ απανωτού θανάτου. Η στιγμή όπου όλα συσπειρώνονται, η στιγμή η ενήδονη σαν άστρο μες στη νύχτα νοηματοδοτεί την ύπαρξη πολύ περισσότερο από τη σύνεση και την αυτοσυγκράτηση. Είναι εκείνη χάρη στην οποία ανοίγεται το απροσδόκητο: η αναπάντεχη ρωγμή μες στη ροή/ του χρόνου. Στην ανεύρεση μιας τέτοιας ρωγμής αποσκοπεί η περιδιάβαση στον χώρο: στις πόλεις τις πραγματικές, στις πόλεις της μνήμης και του ονείρου.
Παράλληλα, κάθε τόπος προβάλλει φτιαγμένος από παλίμψηστους χρόνους. Σ’ εφτά γωνιές γεννήθηκα/ γνωρίζω τι θα πει το σταυροδρόμι των καιρών: πρόκειται για την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Εφταγώνια (της επαρχίας Λεμεσού) – εκεί όπου αναπαύεται τώρα. Σταυροδρόμι καιρών είναι κάθε τόπος που μελετά. Στη Λευκωσία και στην Κερύνεια ακούει τη φωνή του χρονικογράφου του 15ου αιώνα, του Λεόντιου Μαχαιρά. Αντίστοιχα, σε άλλες πόλεις, ιταλικές, ισπανικές, ιστορικά γεγονότα συμπλέκονται αξεχώριστα με τις εικόνες του δρόμου και τις χρωματίζουν.
Τον χρονικογράφο τον βλέπει και σαν δάσκαλο της γραφής. Σαν έπεσαν οι ευγενικές πόλεις Μόρφου/ και Κερυνία, η θαυμαστή Αμόχουστος,/ η πανωραία Λευκωσία, αντίθετα με επιτήδειους ποιητάδες που κλαίγανε/ τον πόνο σε στιχάκια και τον πουλούσαν ύστερα στα πανηγύρια, εκείνος κατάπιε το σκοτάδι του, έσφιξε την ψυχή του/ και το καμίνιν της καρκιάς και τον καμόν/ κι όταν βουλήθηκε να εξηγηθεί περί της Κύπρου/ ήταν η ώρα πρέπουσα και πλήρης και γιομάτη. Έτσι και ο ποιητής μελετά τις πληγές της τουρκικής εισβολής στις ζωές των ανθρώπων και των τόπων της Κύπρου, με καημό βαθύ και χωνεμένο, τολμώντας παράλληλα να αναδείξει καταγγελτικά την άλλη μεγάλη πληγή: την αλλοτρίωση. Μαζεύουν σύνεργα για να τις αλλάξουν,/ δε θα μπορέσουν, έγραφε για τις ψυχές των ανθρώπων της Κύπρου ο Γιώργος Σεφέρης στη δεκαετία του 1950. Την αισιόδοξη εκείνη προφητεία ο νεότερος ποιητής τη θεωρεί οικτρά διαψευσμένη: Τη μοίρα μας την έγραψε μονέδα/ αμερικάνικη. Ξεπούλημα στον δαίμονα/ του χρήματος. Και σε φτηνό παζάρι. Την αλλοτρίωση και την εκποίηση τις βλέπει να κατατρώνε το σώμα του νησιού χειρότερα από τους κατακτητές. Δεν είναι οι Τούρκοι μάνα. Έπεσαν/ τα νομίσματα. Και η Λεμεσός, ξενυχτημένη πόρνη με κοιτά, στα λούσα/ τ’ ακριβά και τ’ άσχημα πνιγμένη/ η πόλη που αγάπησα. Μια πόλη ξένη/ κάλπικη, πόλη ξεπουλημένη.
Κάπου μέσα στους πικρούς αυτούς στίχους αναδύεται μια ελπίδα –στο μπόι της να σηκωθεί ξανά η πατρίδα– η οποία εκπηγάζει από ένα όραμα κοινωνικής ανατροπής, αλλά και από την πίστη στη δύναμη της αυθεντικότητας. Αυτή τη δύναμη επιχειρεί να αφυπνίσει ο ποιητής μπολιάζοντας τους στίχους του με στοιχεία της κυπριακής λαλιάς, ανακαλώντας φράσεις και ρυθμούς από τις «Ρίμες αγάπης» (σονέτα του 16ου αιώνα, γραμμένα στη διάλεκτο), από ποιητές όπως ο Βασίλης Μιχαηλίδης. Με το καμίνι της καρκιάς η τοπική λαλιά/ χυμένη στο χαρτί. Με τέχνη δυνατή/ που να μιλιέται ακόμη. Οι στίχοι αναφέρονται στο Χρονικό τού Μαχαιρά. Έτσι λειτουργεί και η δική του γραφή, που ανατρέχει σε παλαιότερους ομοτέχνους και αναβαπτίζεται διαρκώς, κερδίζοντας σε βάθος και σε δραστικότητα. Κι έτσι μου μένουν οι γραφές, παλιά χειρόγραφα.// Σ’ αυτά προστρέχω ψάχνοντας φωτόλαμπο τριφύλλι. Και για τον ίδιο λόγο προστρέχει στις γραφές αγαπημένων του ποιητών: του Καβάφη, του Καρυωτάκη, του Σεφέρη, του Σινόπουλου, του Παυλόπουλου.
Παράδειγμα το ποίημα «Τα τείχη του ποιητή», στο οποίο συνομιλεί τόσο με τα καβαφικά «Τείχη» όσο και με τον «Καιόμενο» του Τάκη Σινόπουλου:
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Αλλιώς,
για να ‘ναι ολόκληρος, θα ‘πρεπε μάσκα
να φορά κάθε φορά που τον καλούν
στου χρόνου τ’ άδειου τη φορά φριχτά
τη μέση να πονέσει. Για δύναμη συγκαιρινή
το στίχο να νοθεύει. Να ξεπουλά εκείνο
που τον τυραννά, τ’ αγρίμι μέσα του
βαθιά να τιθασεύει. Όχι, ευχαριστώ.
[…]
Σε στίχο
εγώ θα χτίσω το σώμα το χτιστό· την έκπαγλη
ομορφιά, την άφθαρτη ηδονή, τη μνήμη
που επιμένει. Τη μνήμη που πονεί.
Στα τείχη αυτά θ’ αποκλειστώ.
Τα τείχη δεν τα χτίζουν οι άλλοι όπως στον Καβάφη, αλλά ο ίδιος ο ποιητής, προκειμένου να διαφυλάξει την αυθεντικότητά του και να δημιουργήσει έναν αληθινό κόσμο, μακριά από υποκρισίες και συμβιβασμούς. Ο διχασμός του δεν αφορά εδώ τη θέση του ως πυρπολούμενου και ως θεατή, όπως στον Σινόπουλο· αφορά αφενός τη συμμετοχή του στην κοινωνική ζωή, αφετέρου τη συμβίωση με τον αληθινό εαυτό του. Διχασμός απαραίτητος, προκειμένου να είναι παρών στον χωροχρόνο του, χωρίς όμως να προδίδει και να εκποιεί την ψυχή του. Το θέμα επανέρχεται αλλού, όπως στα λόγια που προφέρει η μούσα του ορθάδικου κατηγορώντας τους ποιητές για εθισμό στη φενάκη: βολεύεστε οι πανάθλιοι/ επινοώντας στίχους μ’ ενοχές και θλίψεις/ το σώμα ευτελίζοντας και την ψυχή.// Που δίχως να καεί μετέχει δήθεν.
Για τον Μιχάλη Πιερή, ο ποιητής δίδεται με σώμα και ψυχή στο βίωμα, όπως δίδεται με σώμα και ψυχή στην τέχνη του. Το ποίημα δεν αποτελεί καταγραφή του βιώματος: Γιατί η τέχνη δεν είναι δούλη ή μαστροπός/ μετατροπής εκπόρνευσης πατρόν των αισθημάτων […]/ Το σώμα είναι σώμα το έχεις το κρατάς/ το γεύεσαι το προσκυνάς η τέχνη θέλει λέξεις, όπως γράφει στο εξαίρετο «Δοκίμιο ποιητικής». Υλικό της τέχνης είναι και το παρόν και το μέλλον και όσα εγκατοικούν στη μνήμη· αλλά δεν αρκούν. Απαιτούνται ώρες άγριας σιωπής ερήμωσης και τρόμου, και πρέπει ο ποιητής να νιώσει ανήμπορος/ δοσμένος έκθετος εκστατικός κι εκτεθειμένος και να σκύψει, τεχνίτης ταπεινός/ μα και γενναίος, πάνω από τις λέξεις του. Τότε θα συναντήσει τον επαρκή αναγνώστη, που νιώθει κι εκείνος την ανάγκη της αυθεντικότητας και γνωρίζει πως η τέχνη δεν είν’ διέξοδος, αυτό που ανακουφίζει/ η θεραπεία δειλινού καφέ, το ξόρκι της ημέρας. Για τέτοιους αναγνώστες και αναγνώστριες, όπως και για τον εαυτό του, ο ποιητής, με τη μνήμη ξέχειλη και με τη σκέψη πλήρη/ φτιάχνει έναν κόσμο αλλιώτικο/ φτιάχνει τον κόσμο νέο. Πλασματικό// κι αληθινό της ποίησης τον κόσμο.
Πλασματικός ο κόσμος της ποίησης, αφού εντός του χωρούν οπτασίες, συντελούνται μεταμορφώσεις, κλώθονται ιστορίες ολόκληρες από μια στιγμιαία διασταύρωση βλεμμάτων· αλλά και αληθινός, επειδή όλα αυτά ανταποκρίνονται σε ασύνειδες ανάγκες και επειδή στις λέξεις διυλίζονται και συγχωνεύονται βιώματα ατομικά και συλλογικά, σκέψεις, επιθυμίες, ιδέες.
Η ποίηση δεν είναι για εκείνον υποκατάστατο της ζωής. Συνιστά πράξη υπεύθυνη και δύσκολη, μόνο όμως όταν δεν επιστρατεύεται ως άλλοθι. Γραψίμι δεν αντισταθμίζει/ λόγο που δεν απόσωσες, λόγο ν’ αχνίζει/ πράξη. Κραυγή που δεν την έβγαλες/ φωνή που δεν τη βρήκες. Λόγια, ψοφίμι/ στο χαρτί γραμμένα με μολύβι. Όχι με το αίμα/ της καρδιάς. Που γράφει και δεν σβήνει. Έτσι, ο ποιητής διακινδυνεύει το κοινωνικό του πρόσωπο και τις εσωτερικές του ισορροπίες στους δρόμους των πόλεων και των ονείρων, νιώθοντας πως μόνο τότε σώζεται και ο ίδιος και η ποίηση. Και, περιδιαβαίνοντας τις πόλεις, προσηλώνεται συχνά σε στιγμές όπου το πάθος του έρωτα σμίγει με εκείνο της τέχνης (όπως της ασπροντυμένης κοπέλας που μένει ώρες ακίνητη μπροστά στο άγαλμα του Πούσκιν) ή όπου κάτι ετοιμάζεται να αποκαλυφθεί –μια δίοδος σε έναν αλλόκοσμο– και σβήνει πάλι.
Ξύπνησα κι ήμουν στ’ όνειρο. Οι τόποι μοιάζαν
γνώριμοι κι ας μην τους αναγνώριζα. Κάπου
τους έχω ξαναδεί σκεφτόμουν. Περπάτησα
σ’ αυτούς τους δρόμους. Θυμάμαι εκείνη
τη στροφή, τα δέντρα, το ποτάμι. Τη γέφυρα
που στάθηκα να με φωτογραφίσεις.
Πώς γίνεται να βλέπω τώρα και να μην βλέπω.
Ή μήπως δεν τους είχα δει πραγματικά. Μήπως
τους ονειρεύτηκα. Και τώρα αυτές οι πόλεις μοιάζουν
να είναι πέρασμα. Σ’ αυτό που νόμιζα πως είδα.
Το απατηλό πέρασμα, η αναπάντεχη ρωγμή, η σύζευξη ονείρου και πραγματικότητας, η πεισματική διεκδίκηση της αυθεντικότητας, η ανάδειξη του πάθους ως στάσης ζωής μορφοποιούνται σε υποβλητικούς ρυθμούς, λειτουργικά και άρρηκτα συναρτημένους με τη θεματική των ποιημάτων. Όπως δεν διστάζει να χρησιμοποιήσει ιδιωματισμούς που αποσκοπούν όχι στη γραφικότητα, αλλά στην ακρίβεια και στην αλήθεια της εξομολόγησης και της σκέψης, ο ποιητής, με ανάλογη τεχνική και στόχευση, δένει μαστορικά τους ελεύθερους στίχους του με έμμετρους: άρτιους δεκαπεντασύλλαβους, δεκατρισύλλαβους, ενδεκασύλλαβους, συχνά τέμνοντάς τους σε απροσδόκητα σημεία προκειμένου να κερδίσουν σε ένταση. Έτσι, ο γραπτός λόγος, του κατασταλαγμένου προβληματισμού, συμφύρεται με την προφορικότητα, κατακτώντας αμεσότητα και ευθυβολία· γραφή και φωνή συνυπάρχουν σε μια σπάνια σύζευξη κατορθώνοντας την ταυτόχρονη ενεργοποίηση του στοχασμού και της συγκίνησης.
Τόπος ευρύχωρος ο τρόπος να μιλήσεις.
Χρόνος χωρίς δεσμά φραγμούς και τείχη.
Όπως στα όνειρα. Όλα μαζί και χώρια.
Έναν ευρύχωρο τόπο και χρόνο μάς προσφέρει η ποίηση του Μιχάλη Πιερή. Ανοιχτό στον ξένο και στον μετανάστη, σε ίσκιους του παρελθόντος, σε συναπαντήματα, στον έρωτα, σε πλάσματα της φαντασίας (η είσοδος απαγορεύεται μονάχα στη φενάκη). Έναν χωροχρόνο που βιώνεται σαν πατρίδα και, μαζί, σαν επώδυνη απουσία, επιβάλλοντας νέες αναζητήσεις· έναν χωροχρόνο επικίνδυνο όσο κι ευτυχισμένο: και να ‘σαι θες ή δεν το θες/ μες στην καρδιά της θύελλας, αφού πάντα θα υπάρχει ένα ποίημα, γραμμένο σε πυρετού ρυθμό, που θα λειτουργεί σαν τ’ ανοικτάριν της ψυχής σου.
(*) Η Έλλη Φιλοκύπρου είναι καθηγήτρια στο Τμήμα Επικοινωνίας και Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης του Πανεπιστημίου Αθηνών.