Μια βραδιά στο Χίλτον (διήγημα του Βασίλη Τσιαμπούση)

3
710

του Βασίλη Τσιαμπούση

 

Παραμονή του Ευαγγελισμού, στις πέντε το απόγευμα, μόνος στο μπαλκονάκι μου πίνω πικρό καφέ. Εδώ και λίγη ώρα παρατηρώ ένα αδέσποτο σκυλί, ξαπλωμένο στη μέση της νησίδας που διχοτομεί κατά μήκος τη λεωφόρο Εθνικής Αμύνης. Το ντεκόρ γύρω του είναι αναιμικά λουλούδια, κιτρινισμένο γκαζόν και ξεραμένοι θάμνοι, που ποτίζονται από πλαστικά σωληνάρια, τρύπια σαν την καρδιά μου.

Ξαφνικά, προβάλει από μακριά ένα περιπολικό της αστυνομίας με τους φάρους της οροφής του αναμμένους και τη σειρήνα του να ουρλιάζει. Πλησιάζει, προσπερνά, εξαφανίζεται αναστατώνοντας τους πάντες, μα το σκυλί παραμένει απαθές.

Μπαίνω στο σαλόνι και στέκομαι πάνω απ’ το τηλέφωνό μου –απ’ το πρωί δεν χτύπησε καθόλου. Είναι μια μαύρη συσκευή από βακελίτη με περιστρεφόμενο καντράν και βαρύ ακουστικό που, όταν κουδουνίζει, ξεσηκώνει όλη την οικοδομή.

Ο μπαμπάς μου ήταν δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω. Απ’ τη δουλειά του έβγαλε πολλά λεφτά, που τα σπατάλησε σε γυναικοδουλειές και χαρτοπαίγνια. Σε αυτά πίστευε ότι επεδείκνυε τον ανδρισμό και την εξυπνάδα του, αν και στον κύκλο του ήταν καταγεγραμμένος ως αιώνιο θύμα. Εντούτοις, μου κληροδότησε μια μονοκατοικία κι ένα ισόγειο κατάστημα στο κέντρο της πόλης, απ’ τα ενοίκια των οποίων ζω. Μου άφησε και χιλιάδες τόμους της νομικής επιστήμης, τους οποίους παρέδωσα για ανακύκλωση, τα έπιπλα του γραφείου του, που τα ξεπούλησα σ’ έναν παλιατζή, και το συγκεκριμένο τηλέφωνο-αντίκα. Κάποιες φορές, όταν χτυπά αργά τη νύχτα, νομίζω ότι με καλεί απ’ τον Άδη για να με κατσαδιάσει, επειδή στη ζωή μου δεν πέτυχα τίποτε από όσα εκείνος ήθελε.

Μεσάνυχτα, η κίνηση των αυτοκινήτων έχει κοπάσει, αλλά το σκυλί βρίσκεται ακόμα στο παρτέρι. Και το επόμενο πρωί είναι πάλι στην ίδια θέση.

Το μεσημέρι κατεβαίνω στον δρόμο –η κίνηση λόγω της εθνικής γιορτής είναι σχετικά μειωμένη–, το πλησιάζω, κι εκείνο βλέποντάς με προσπαθεί να κουνήσει την ουρά του. Είναι ένα κοκαλιάρικο αρσενικό, βρώμικο, με τσιμπλιασμένα μάτια, πεσμένα αυτιά κι ελεεινή ουρά. Πριν από χρόνια ίσως ήταν όμορφο και κάποιος το είχε πάρει για συντροφιά αλλά, όταν έπαψε να το αγαπά, το πέταξε στ’ αζήτητα.

Του δίνω ένα κομμάτι αρνίσιο μπούτι, που το έψησα το προηγούμενο βράδυ πιστεύοντας ότι, αν η Βαγγελιώ επέστρεφε, ένα γεύμα με κεριά και κρασί θα θέρμαινε την επανένωσή μας. Το σκυλί γλείφει ανόρεχτα το κρέας κι έπειτα σταματά. Μ’ ένα μπουκαλάκι, που έφερα μαζί μου, του ρίχνω προσεκτικά λίγο νερό στη μουσούδα και στο κεφαλάκι του και πάλι δεν αντιδρά. Ετοιμάζομαι να φύγω και τότε εκείνο σηκώνεται όρθιο και προσπαθεί να με ακολουθήσει.

«Μπορείς, ρε μούργο, να περάσεις τον δρόμο;», το ρωτώ. Με κοιτάζει στα μάτια με αβάσταχτη θλίψη. Σκύβω και τάχα το χαϊδεύω κουνώντας την παλάμη μου σε απόσταση πέντε εκατοστών πάνω απ’ τη ράχη του. Ύστερα, αποφασιστικά, το παίρνω στην αγκαλιά μου, προσέχοντας μην το πονέσω, σε περίπτωση που το χτύπησε αυτοκίνητο κι έχει κάποιο εσωτερικό τραύμα.

Το αφήνω στην πυλωτή της πολυκατοικίας μας, δίπλα στο παμπάλαιο αυτοκίνητό μου. Αν δεν ήταν αργία, θα το πήγαινα σε κάποιο κτηνιατρείο, κάτι που όμως θα το κάνω την επομένη.

Ξεκινώ να μπω στην οικοδομή και με ακολουθεί σέρνοντας το πίσω αριστερό του πόδι. Όταν κλείνω την εξώπορτα, ξαπλώνει και κολλά το πρόσωπό του στο χοντρό τζάμι. «Για σήμερα» του λέω, «δεν έχω να σου προσφέρω τίποτε άλλο».

Του γυρίζω την πλάτη κι εκείνο κλαψουρίζει άψυχα δυο τρεις φορές. Κοντοστέκομαι, «Έχεις ανάγκη από βοήθεια, αλλά κι εγώ έχω τα δικά μου προβλήματα».

Παίρνω βαθιά ανάσα και κοιτάζω το ρολόι μου, σαν να έχω κάποιον που με περιμένει… Ξαναβγαίνω από την πόρτα και σκύβω δίπλα του, «Εμένα που με βλέπεις…», συγκινούμαι και δυσκολεύομαι να μιλήσω, «πριν από πέντε μέρες τα τσούγκρισα με τη δικιά μου. Και όταν λέω τα τσουγκρίσαμε, σαν να οδηγούσα εγώ ποδήλατο κι εκείνη φορτηγό. Δεν ήταν ούτε καλλονή ούτε είχε ιδιαίτερα προσόντα, αλλά ζήσαμε μαζί περίπου τρία χρόνια. Πεθαίνουν οι άνθρωποι, πεθαίνουν τα σκυλιά, πεθαίνουν όμως και οι σχέσεις. Και καμιά φορά ο πόνος του χωρισμού είναι χειρότερος κι απ’ του καρκίνου».

Περιστρέφω το βλέμμα μου, μήπως με ακούει κάποιος και με πάρει για τρελό, δεν υπάρχει όμως κανείς. «Και για να είμαι ειλικρινής», συνεχίζω, «οι δύο μας δεν ταιριάζαμε καθόλου. Εκείνη δεν καθάριζε ποτέ –ερχόταν κάθε Πέμπτη μια κυρία και της πληρώναμε ένα πενηντάρικο–, δεν έβαζε πλυντήριο και δεν μαγείρευε ούτε τηγανητά αυγά. Γι’ αυτό κάθε μέρα παραγγέλναμε τζανκ φούντ –ακόμα και τη σαλάτα την παίρναμε έτοιμη και το ψωμί κομμένο. Εγώ, όμως, έχω υψηλή χοληστερίνη και δεν έπρεπε να τρώω λίπη, αλλά τι να έκανα… Τ’ απογεύματα πίναμε καφεδάκια στο μπαλκόνι, στο σαλόνι, στην κρεβατοκάμαρη, στην τουαλέτα, στους καφέδες είναι πρωταθλήτρια κόσμου κι απορώ πώς τους αντέχει το στομάχι της.

»Ειδήσεις δεν έβλεπε παρά μόνο ταινίες και σειρές στο διαδίκτυο. Κι όλα αυτά κάθε μέρα, τελείως απαράλλαχτα, έτσι που όλη η ζωή μας έμοιαζε με χειμώνα στον Βόρειο Πόλο ή με καλοκαίρι στον Ισημερινό.

»Όσο για τα κρεβατώματά μας, μετά τον δεύτερο χρόνο… σούπα νερόβραστη. Πιο πολύ μ’ άρεσε τη νύχτα, όταν κοιμόταν, να στηρίζω την παλάμη μου στη μέση της, αλλά εκείνη δεν το αντιλαμβανόταν, γιατί, με το που ξάπλωνε, την έπιανε ο ύπνος. Τόση αθωότητα, τόσο μεγάλη έλλειψη τύψεων, τέτοια συμφιλίωση με τον εαυτό της… Σε δυο λεπτά ξεκινούσε το ροχαλητό, σαν σκούτερ σε ανηφόρα, κι άμα τη σκουντούσα ν’ αλλάξει ταχύτητα, αντιδρούσε άσκημα: “Εσύ λιγότερο ρετάρεις από μένα;”, και γύριζε στο άλλο πλευρό…

»Φιλαράκο, η ζωή είναι βασανιστική είτε είσαι άνθρωπος είτε είσαι ζώο είτε και τα δύο ταυτοχρόνως. Κι έρχεται κάποια στιγμή που αναφωνείς, τις πιο πολλές φορές θέλοντας να εντυπωσιάσεις, να ζει κανείς ή να μη ζει; Προχτές, για μια στιγμή, μου ήρθε να πηδήσω απ’ το μπαλκόνι κι ευτυχώς με σταμάτησε το κουδούνισμα του τηλεφώνου. Έτρεξα και το σήκωσα με αγωνία, αλλά ήταν μια κοπέλα απ’ τον ΟΤΕ, που μου έκανε προσφορά για να γραφτώ στο συνδρομητικό τους κανάλι. Αρνήθηκα, εκείνη επέμενε φορτικά και στο τέλος είπε: “Να σας δώσουμε προθεσμία δυο μέρες να το σκεφτείτε κι έπειτα να ξαναμιλήσουμε;».

Κοιτάζω τις πλάκες της πυλωτής που έχουν βρωμίσει –η καθαρίστρια της οικοδομής είναι η προσωποποίηση της τεμπελιάς– και στον τοίχο τα καπάκια της ντουλάπας με τους μετρητές της ΔΕΗ, που έχουν ξεχαρβαλωθεί.

Πώς κατάντησα έτσι, σκέφτομαι… Πόσο έχω ξεπέσει, και λέω τα βάσανά μου σ’ έναν σκύλο. Ετοιμάζομαι να τον αποχαιρετήσω, αλλά εκείνος με κοιτά με λαχτάρα στα μάτια, σαν να μου λέει: «Μη σταματάς, εγώ σ’ ακούω. Μη σταματάς!».

«Εντάξει, ρε, θα σου τα πω όλα με το νι και με το σίγμα… Και πρώτο απ’ όλα ότι η Βαγγελιώ τα σκυλιά και τα γατιά δεν ήθελε ούτε να τα βλέπει. Η παρουσία τους, έλεγε, της προκαλούσε αλλεργία, μα στην πραγματικότητα δεν είχε ίχνος φιλοζωικών αισθημάτων. “Τρωγόμαστε για τόσα”, αντέδρασε κάποια φορά που της πρότεινα να υιοθετήσουμε ένα κουτάβι, “γιατί να μαλώνουμε και για το ποιος θα βγάζει τον σκύλο βόλτα;”.

»Έτσι κι αλλιώς, όμως, εσύ δεν πρόκειται να τη γνωρίσεις, πριν από λίγες μέρες έφυγε μ’ έναν τύπο που οδηγεί μια μοτοσυκλέτα μεγάλου κυβισμού, μ’ ένα τεράστιο ΠΩΛΕΙΤΑΙ κολλημένο στο ρεζερβουάρ της. Έναν ψηλό και μπρατσωμένο, πιο καλοντυμένο από μένα, πιθανότατα πιο πνευματώδη, με σταθερή δουλειά… ένα βόδι που “με ρίχνει” σε όλες τις κατηγορίες. Κάποιος θα έλεγε ότι η καημένη έκανε τη σωστή επιλογή, αλλά αυτό είναι τελείως λανθασμένο! Γιατί, στις μέρες μας, το δυσκολότερο πράγμα είναι να βρεις κάποιον να σ’ αγαπάει! Κι αυτός για εκείνη ήμουν εγώ…

»Ξέρεις κάτι… Η Βαγγελιώ δεν ήταν πάντα αδιάφορη προς εμένα. Κάποια φορά, μάλιστα, όταν ήμασταν στα μέλια μας, μου είχε πει: “Αν ποτέ χωρίσουμε, δεν θα τ’ αντέξω”. Κι ο βλάκας το εξέλαβα σαν μια υπόσχεση παντοτινής πίστης, σαν ένα συμβόλαιο αφοσίωσης…

»Τις προάλλες όμως, “Θα πάμε”, αποφάσισε, “μια εβδομάδα στο βουνό. Ο καθένας θα πάρει ένα σακίδιο με μόνο τ’ απαραίτητα. Θα μείνουμε σ’ ένα παντέρημο μέρος, για να δοκιμάσουμε τη σχέση μας. Μετά ή θα χωρίσουμε ή θα παντρευτούμε”…

»Αυτό της μπήκε στο μυαλό από μια ταινία στην οποία κάποιο νιόπαντρο ζευγάρι νοίκιασε ένα ιστιοφόρο και ξανοίχτηκε στο πέλαγος. Αλλά έπιασε τρικυμία, το πλοίο βούλιαξε και οι δύο βγήκαν κολυμπώντας σ’ ένα απομονωμένο νησάκι, που θύμιζε παράδεισο: Μπόλικα φρούτα, μια πηγή με πεντακάθαρο νερό, παγίδες για κυνήγι, ένα εγκαταλειμμένο ξύλινο σπίτι για να κοιμούνται, ακόμα και σεντόνια και μαξιλαροθήκες και παντόφλες… Όταν, μετά από έξι μήνες που τους αναζητούσαν, τους βρήκαν και ξαναγύρισαν στο σπίτι τους, πριν σταματήσουν οι εφημερίδες να γράφουν γι’ αυτούς, πήραν διαζύγιο κοινή συναινέσει…

»“Οι δύο μας γνωριζόμαστε τόσο καλά, ώστε δεν χρειάζεται να τσεκάρουμε τίποτε”», απέρριψα την πρότασή της. Γιατί όταν ο χρόνος έχει καταντήσει σαράβαλο αυτοκίνητο, που για να πάρει μπρος το σπρώχνουμε στην κατηφόρα, όταν η μέρα μπερδεύεται με τη νύχτα – εκείνη έβλεπε ταινίες ως το πρωί, ξυπνούσε στις δώδεκα το μεσημέρι κι έτρωγε μεσημεριανό στις πέντε το απόγευμα–, όταν διαβάζεις ένα βιβλίο που οι μισές του σελίδες θα μείνουν για πάντα άκοπες, όταν ξεχνάς να πλύνεις τα δόντια σου ή κλάνεις χωρίς ντροπή μπροστά στον άλλο –κι εκείνος σε πληρώνει με το ίδιο νόμισμα–, τότε ή παίρνεις τα μπογαλάκια σου και φεύγεις ή μένεις κι αποδέχεσαι την κατάσταση όπως είναι.

»Εντέλει, πήγαμε σ’ ένα εγκαταλειμμένο σπίτι στην κορφή του πουθενά, χωρίς στοιχειώδεις ανέσεις, μ’ ένα στρώμα χωρίς σούστες που μου διέλυσε τη μέση, με μια σόμπα κουτσή –κι έπρεπε να μαζέψουμε ξύλα για να ζεσταινόμαστε–, σ’ έναν τόπο χωρίς θέα, χωρίς ιντερνέτ, πού στο διάολο το ανακάλυψε! Το αποτέλεσμα; Σε τρεις μέρες ζήτησε να γυρίσουμε πίσω. Και την επομένη με παράτησε.

Το ερώτημα που με βασανίζει είναι: Αν πριν απ’ τη δική της φαεινή τής πρότεινα να πηγαίναμε σ’ ένα νησί του Αιγαίου, σ’ ένα ξενοδοχείο μπροστά σε κάποια ήσυχη αμμουδιά, χωρίς νάιτ κλαμπ και νταβραντισμένους γκόμενους, θα έπαιρνε την ίδια απόφαση; Αλλά δεν σκέφτηκα να της το πω και, ως εκ τούτου, δεν υπάρχει απάντηση»…

Συγκινημένος σκύβω δίπλα στο σκυλί, του χαϊδεύω το κεφαλάκι, του τρίβω μαλακά τον σβέρκο, του τσαλακώνω τρυφερά τ’ αυτιά και, αν δεν ήταν βρώμικο, ίσως και να το φιλούσα. «Παλικάρι, αύριο θα πάμε στον κτηνίατρο. Θα βρούμε την καλύτερη κλινική και θα πληρώσω όσα χρειαστούν για να σε κάνουν καλά. Θέλω να πάρεις κιλά και ν’ αρχίσεις να περπατάς καμαρωτός! Θέλω να σε δω γαμπρό, κούκλο! Γι’ απόψε, όμως, θα μείνεις εδώ κάτω και, μόλις ξημερώσει, ξεκινάμε».

Μπαίνω πάλι στο χολ της οικοδομής αποφασισμένος ν’ ανέβω στο διαμέρισμά μου χωρίς να κοιτάξω πίσω μου, αλλά επιστρέφω πάλι στη βιτρίνα. «Δικέ μου…», το ύφος μου είναι πια αυστηρό, «όσο κι αν σε λυπάμαι, δεν μπορώ να σε υιοθετήσω. Και πρώτα πρώτα δεν γνωρίζω τίποτε για σένα. Τι ηλικία έχεις. Αν είσαι υγιής ή πάσχεις από κάποια μεταδοτική ασθένεια. Αν ξέρεις να περπατάς με λουρί στον λαιμό, όπως το κάνω εγώ μια ολόκληρη ζωή, ή αν θα μπουρδουκλώνεσαι στα πόδια μου, άμα πηγαίνουμε βόλτα. Αν χέζεις όπου βρεις κι όπου σταθείς…».

Όσο λέω αυτά, εκείνος με κοιτάζει με παράπονο, σαν να μπορούσα να γίνω ο σωτήρας του αλλά δεν το κάνω. Αυτό το παραμύθι, όμως, το έχω φάει στη ζωή μου κάμποσες φορές, γι’ αυτό πρέπει να συγκρατηθώ.

Κάνω να φύγω κι αντί γι’ αυτό βγαίνω πάλι από την τζαμωτή πόρτα… Σκύβω δίπλα του, «Κάθε χρόνο τέτοια νύχτα, λόγω της περίστασης, η Βαγγελιώ γινόταν μαζί μου τρυφερή κι ενδοτική. Πρόπερσι, στη γιορτή της, της δώρισα ένα σετ με ακριβά εσώρουχα, πλήρωσα εκατό ευρώ. Τα φόρεσε, στάθηκε μπρος στον καθρέφτη κι εγώ ξαπλωμένος την κοιτούσα. “Δεν πιστεύω το περιτύλιγμα να σ’ αρέσει πιο πολύ απ’ το περιεχόμενο”, με πείραξε. “Το περιτύλιγμα δεν τρώγεται!”, αστειεύτηκα, και τι μ’ απάντησε η αθεόφοβη: “Ούτε το περιεχόμενο μπαίνει στο πλυντήριο”.

»Τώρα… τη χαίρεται ο τύπος με τη μοτοσικλέτα κι εγώ περνώ τις νύχτες μου ολομόναχος. Όταν ήμουν παιδί, για να κοιμηθώ, ερχόταν η μάνα μου και μ’ έπαιρνε αγκαλιά. Μου έλεγε παραμύθια κι ο πατέρας μου θύμωνε, θα τον κάνεις μαλθακό, κορίτσι, βουτυρόπαιδο…

»Τα τελευταία βράδια, από τότε που έφυγε η Βαγγελιώ, δεν μπόρεσα να κλείσω μάτι. Μόλις κάπως ζαλιζόμουν, άπλωνα το χέρι μου να την αγγίξω κι έπιανα αέρα. Κατάντησα να βάλω μια μαξιλάρα στη θέση της, αλλά ποιος μπορεί να ξεγελάσει τον εαυτό του; Και προχτές πήγα σ’ ένα βιβλιοπωλείο κι αγόρασα ηχογραφημένα διηγήματα, για να τ’ ακούω στο κρεβάτι, αλλά κι αυτά δεν έκαναν δουλειά. Και, αντί να με πιάνει νύστα, μ’ έπιαναν τα κλάματα.

»Βέβαια, απ’ τ’ ότι σ’ τα εξομολογούμαι όλ’ αυτά, δεν πρέπει να σου καλλιεργούνται αμφίβολες ελπίδες. Εξάλλου, όσο αν η περίπτωση είναι απίθανη, εκείνη απόψε μπορεί να επιστρέψει, αν συνειδητοποίησε ότι κάτι με τον άλλο δεν πάει καλά, αν δεν είναι αυτός που της φάνηκε πως είναι, αν κατάλαβε ότι τη θέλει μόνο για πήδημα, αν ξύπνησαν, λόγω της μέρας, κάποιες γλυκές μας αναμνήσεις, επιτέλους, αν η Ευαγγελίστρια της φωτίσει το μυαλό…

Γι’ αυτό, καλού κακού, αγόρασα μια σοκολατένια τούρτα, δύο κρασιά, ένα μπλουζάκι τιρκουάζ για δώρο, ένα κουτάκι προφυλακτικά….

»Αν πράγματι πιστεύω ότι θα το κάνει; Θα το ήθελα πολύ, αλλά ποιος αλλάζει ένα χρυσό σκουλαρίκι μ’ ένα μπακιρένιο; Εντούτοις, εσύ θα παραμείνεις στην πυλωτή μέχρι τις 12 τα μεσάνυχτα. Κι άμα δεν έλθει μέχρι τότε, ίσως κατεβώ να σε πάρω επάνω, αν μπαίνεις σε ασανσέρ και δεν φοβάσαι.

»Αν γίνει αυτό, αντέχεις δεν αντέχεις, πρώτα θα σου κάνω ένα ντους με αφρόλουτρο, από τα μπουκαλάκια που εκείνη άφησε άφθονα πίσω της, κι έπειτα θα σε στεγνώσω με το πιστολάκι. Μετά θα σε ταΐσω μ’ ένα κουταλάκι του γλυκού χυλό αραβοσίτου και, αν έχεις διάθεση, ίσως να κόψουμε την τούρτα και να πιούμε το κρασί, ας λέμε και κανένα αστείο. Έπειτα θ’ ανεβάσω φωτογραφίες μας στο διαδίκτυο κι ας κοροϊδεύουν όσοι θα μας δουν… Με άλλα λόγια, θα σου προσφέρω μια βραδιά στο Χίλτον και μάλιστα με δημόσια προβολή.

»Τέλος, θα στρώσω στο πάτωμα μια παλιά κουβέρτα για να κοιμηθείς, αλλά μην κατουρήσεις στο σαλόνι ή στον καναπέ και μην ξεσκίσεις καμιά κουρτίνα.

»Ξέρεις, πάντα ήθελα έναν σκύλο όμορφο, έξυπνο, υγιή, πειθαρχημένο, τι έχεις εσύ απ’ όλα αυτά; Εμπρός, επιχειρηματολόγησε! Μίλησε όπως θα κάνω κι εγώ, όταν βρεθώ μπροστά στον Άγιο Πέτρο, για να τον πείσω να με βάλει στον Παράδεισο…

»Άσε καλύτερα να τα πω εγώ για σένα: “Σε όλη τη ζωή σου, κύριε, έψαχνες μια καλή σύντροφο, που μάλλον δεν τη βρήκες. Και τώρα η τύχη σού έστειλε έναν ανάξιο φίλο, ή μάλλον έναν αναξιοπαθούντα, άλλο το ένα κι άλλο το άλλο. Βεβαίως, μια βαρβάτη γκόμενα κι ένας ρυπαρός σκύλος δεν μπορούν να συγκριθούν. Αλλά, αφεντικούλη μου, και μόνο το ένα αν έχεις απ’ τα δύο, παύεις να είσαι μόνος. Εξάλλου, το σημαντικό είναι να μετράς αυτό που κρύβεται στην ψυχή του άλλου και όχι την εξωτερική του εμφάνιση. Μη με κοιτάς παράξενα, εσύ είπες ότι η Βαγγελίτσα σου έκανε λάθος που διάλεξε τον μορφονιό, γιατί το δύσκολο στις μέρες μας είναι να βρεις κάποιον που να σε αγαπά αληθινά. Κι εγώ υπόσχομαι πως θα το κάνω με όλη μου τη δύναμη και ίσως με αγαπήσεις κι εσύ, γιατί… εσύ κι εγώ… έχουμε κάτι που μπορεί να μας δέσει για πάντα. Έχουμε βιώσει και οι δύο την άκαρδη εγκατάλειψη”».

Τον κοιτάζω με τεράστια έκπληξη. «Μούλε», του λέω, «είσαι μεγάλο μούτρο! Μπαγαπόντης, πονηρός, συμφεροντολόγος, και δεν σου φαίνεται καθόλου. Ίσως και η δυστυχία και η ανημπόρια σου να είναι σκέτη υποκρισία, ένα κόλπο για να ξεφύγεις απ’ το πεζοδρόμιο και να εξασφαλίσεις μιαν άνετη ζωή για τα υπόλοιπά σου χρόνια…».

Εκείνη τη στιγμή φτάνει στ’ αυτιά μου απ’ το κλιμακοστάσιο το κουδούνισμα του τηλεφώνου μου. Αμφιταλαντεύομαι αν θα πρέπει να τρέξω βολίδα επάνω, αλλά επειδή δεν θα το προλάβω, και για κάποιον λόγο που ούτε ο ίδιος κατανοώ, δεν το κάνω. Επιτέλους, αν κάποιος έχει ανάγκη να μου μιλήσει, ας με ξανακαλέσει…

(Διάστιχο)

Κάθομαι στο μπαλκόνι μου πίνοντας καφέ και τρώγοντας μπαγιάτικα κουλουράκια. Βλέπω με αδιαφορία τα αυτοκίνητα που περνούν, και τη νησίδα στη μέση της λεωφόρου να είναι δακρυσμένη απ’ τις σταγόνες της βροχής.

Το προηγούμενο βράδυ, κι ενώ δεν μ’ έπιανε ο ύπνος, ο σκύλος ήρθε σερνάμενος και στάθηκε πλάι στο μαξιλάρι μου. «Τι θέλεις, ρε;», του είπα. Με ύφος περίλυπο με κοιτούσε στα μάτια.

Τράβηξα την κουβέρτα μου και τον κάλεσα ν’ ανέβει στο κρεβάτι, μα δεν μπορούσε να σκαρφαλώσει. Τον πήρα αγκαλιά και τον ακούμπησα στη θέση της Βαγγελιώς. Του έβαλα το κεφαλάκι στο μαξιλάρι της και τον σκέπασα προσεκτικά. Τότε άρχισε ν’ αναστενάζει και συγκινήθηκα. Χώθηκα κι εγώ κάτω από την κουβέρτα και τον χάιδεψα. Ήθελα να τον αγκαλιάσω, ή μάλλον να στηρίξω το χέρι μου πάνω του, αλλά φοβόμουν μην τον πονέσω…

Εντέλει, η υπόθεση, με τα έξοδα για την ταφή, μου στοίχισε 300 ευρώ. Η ακτινογραφία έδειξε πως δεν είχε καμιά ελπίδα επιβίωσης. «Καρκίνος στο πνευμόνια», είπε ο κτηνίατρος, «στα νιάτα του φαίνεται ότι κάπνιζε πολύ».

«Μπορώ», τον ρώτησα, ενόσω ετοιμαζόταν να του κάνει τη θανατηφόρα ένεση, «να τον κρατώ στην αγκαλιά μου;».

«Φυσικά», μου είπε. «Κι αν θέλετε, ψιθυρίζετε στ’ αυτί του το όνομά του. Είναι κάτι που αρέσει στα σκυλιά».

Τον σήκωσα και τον κράτησα με προσοχή, μουρμουρίζοντας: «Αχ Βαγγελίτσα, Ευαγγελίστριά μου…»

Ο κτηνίατρος πήγε κι ήρθε κάνα δυο φορές, ακουμπώντας το πόδι του σκύλου, για να ελέγξει αν επήλθε το μοιραίο.

«Αυτό που πιάνετε είναι το στραπατσαρισμένο», του είπα.

«Ήταν της γειτονιάς σας;», η ερώτηση μου φάνηκε ανόητη και δεν του απάντησα. «Και γιατί το λέτε Βαγγελίτσα, αφού είναι αρσενικό;».

«Διότι δεν γνωρίζω το πραγματικό του όνομα».

«Ε, ας το λέγατε Αζόρ».

«Είναι, πώς να το πω… ένα μαγικό κόλπο συμφιλίωσης κι επιστροφής».

Με κοίταξε περίεργα, σε άλλη στιγμή ίσως γελούσε κοροϊδευτικά. «Συμφιλίωσης ποιων;».

«Μιας άπιστης γυναίκας κι ενός ξεπεσμένου δερβίση»…

Η βροχή δυνάμωσε. Μπαίνω στο διαμέρισμα και κλείνω την μπαλκονόπορτα. Την ίδια στιγμή το μαύρο τηλέφωνο κουδουνίζει πιο εκνευριστικά από ποτέ.

Σήκωσα το ακουστικό, «Γεια σας. Τηλεφώνησα και προχτές για την προσφορά του ΟΤΕ…».

Το μάτι μου έπεσε στο πλάι του μπουφέ, τη νύχτα το σκυλί έκαν’ ένα κουραδάκι που δεν το αντιλήφθηκα. Αντί να τσατιστώ, το εξέλαβα ως ταιριαστό μήνυμα. Ότι πρέπει να προσέχουμε ποιους βάζουμε στο σπίτι μας, γιατί, αν είναι του πεζοδρομίου, όση αγάπη και να τους προσφέρουμε, μπορεί να μας βρωμίσουν.

Η κοπέλα συνέχιζε να μιλά. «Κορίτσι μου», την έκοψα, «έχετε κάποιο πρόγραμμα που να δίνει δώρο καμιά καλή τηλεφωνική συσκευή;».

Χωρίς να δείξει την παραμικρή έκπληξη μ’ απάντησε: «Θα συζητήσω με τον προϊστάμενο τι μπορούμε να κάνουμε και θα σας ξανατηλεφωνήσω».

Στο υπνοδωμάτιο το κρεβάτι ήταν άστρωτο και το σεντόνι γεμάτο τρίχες. Ξάπλωσα, κουκουλώθηκα πάνω απ’ το κεφάλι μου κι άρχισα να κλαίω με λυγμούς.

 

Προηγούμενο άρθροΠερί αλήθειας στη λογοτεχνία: μια κριτική της κριτικής (του Αντώνη Γαζάκη)
Επόμενο άρθροΟι πρεμιέρες που έρχονται (της Όλγας Σελλά)

3 ΣΧΟΛΙΑ

  1. “Μία νύχτα στο Χίλτον”
    Αναμοχλευει με αυτοσαρκασμο την αλληγορία σχέσεων που κάνουν την ευάλωτη αγάπη “κραταιά ως θάνατο.”
    Μάθημα πεζογραφικης δεινοτητος

Γράψτε απάντηση στο Γ. Πατσωνης Ακύρωση απάντησης

εισάγετε το σχόλιό σας!
παρακαλώ εισάγετε το όνομά σας εδώ