της Όλγας Σελλά
Βγαίνοντας από την Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου, την περασμένη Τρίτη το βράδυ, ήμουν σίγουρη ότι το μόνο που δεν θα κάνω, είναι κάποιας μορφής κριτική για την παράσταση που είδα. Γιατί μόνο να προσπαθήσει να μεταφέρει το βίωμα και την αίσθηση μιας παράστασης, όπου επί μιάμιση και πλέον ώρα ήταν στη σκηνή η Δέσποινα Μπεμπεδέλη, μπορούσε κανείς να επιδιώξει.
Μια ηθοποιός με τεράστια διαδρομή, τους περισσότερους σταθμούς της οποίας δεν τους έχει μοιραστεί με το κοινό της Ελλάδας απ’ όπου ξεκίνησε (από το Θέατρο Τέχνης), αφού το μεγαλύτερο μέρος της καριέρας της ήταν στην Κύπρο, η Δέσποινα Μπεμπεδέλη ήρθε στην Αθήνα, στο πλαίσιο της πρώτης Εβδομάδας Κυπριακού Θεάτρου, που πραγματοποιείται σε συνεργασία με το Εθνικό Θέατρο.
Στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού υπάρχει μια πολυθρόνα κι ένα μικρό τραπεζάκι δίπλα της. Μόνο. Και στο πίσω μέρος ένα τεράστιο τείχος, όπου έγινε αργότερα, στη διάρκεια της παράστασης, μια μεγάλη οθόνη προβολής ιστορικών ντοκουμέντων.
«Μια ζωή γερμανική» είναι ο τίτλος της παράστασης που είδαμε και παρουσιάστηκε τον Μάρτιο του 2020 στο Σατιρικό Θέατρο της Λευκωσίας. Ένα έργο του Χρίστοφερ Χάμπτον, βασισμένο στη μαρτυρία της Μπρουνχίλντε Πόμζελ, μιας απλής Γερμανίδας, που στις κρίσιμες ιστορικές στιγμές του 20ού αιώνα βρέθηκε να είναι γραμματέας του Γιόζεφ Γκέμπελς. Μιας γυναίκας που βρέθηκε στον κεντρικό μηχανισμό προπαγάνδας ενός ολέθριου συστήματος. Γνώριζε όσα συνέβαιναν; Τι γνώριζε; Πόσα γνώριζε; Κι αν γνώριζε πώς τα δεχόταν; Πώς σιωπούσε ακόμα;
Η παράσταση ξεκινάει με σιωπή. Είναι η Μπρουνχίλντε Πόμζελ που στέκεται μπροστά στους δημοσιογράφους και προσπαθεί να συγκεντρώσει τις σκέψεις και τις θύμησές της. Ισιώνει τη φούστα της, προσπαθεί να βολευτεί στην πολυθρόνα, χωρίς να μιλά. Και ήδη «ακούγεται» η Δέσποινα Μπεμπεδέλη στην πλατεία. Και μετά αρχίζει να εξιστορεί τη διαδρομή της και μαζί την κοινωνία του Βερολίνου λίγο πριν την άνοδο του Χίτλερ, τους Εβραίους φίλους και γείτονες, τους Εβραίους εργοδότες της. Εβραίος ήταν ο πρώτος της εργοδότης και λίγο αργότερα έπιασε δεύτερη δουλειά στο γραφείο ενός Ναζί. «Σε Εβραίο το πρωί, σε Ναζί το απόγευμα», λέει η Πόμζελ. Όλα περνούν από την αφήγησή της: η Νύχτα των Κρυστάλλων, οι εξαφανίσεις των Εβραίων φίλων της, η αναχώρηση όσων πρόλαβαν, οι φήμες (έτσι θέλει να λέει η Πόμζελ) για τα στρατόπεδα «επανεκπαίδευσης» των Εβραίων, ο πόλεμος, η αυτοκτονία του Γκέμπελς, του Χίτλερ, η δική της φυλάκιση μετά το τέλος του πολέμου στα στρατόπεδα συγκέντρωσης όπου πριν είχαν εξολοθρευτεί εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι…
Τα εξιστορεί όλα με φωνή που αποτυπώνει την προσπάθεια της μνήμης, το βάρος των χρόνων της, το βάρος της ενοχής που διαρκώς θέλει να αποσείσει. Και το κάνει περίτεχνα. Με αφέλεια, με πονηριά, με διπλωματία, αλλά και με δυναμισμό. Γιατί από την αρχή μέχρι το τέλος, δεν καταλήγει ο θεατής αν τελικά ήξερε η Μπρουνχίλντε Πόμζελ, αν τελικά ήξεραν οι Γερμανοί τα φριχτά έργα των Ναζί: «Τα πίστευα όλα εκείνα ή τώρα πιστεύω ότι τα πίστευα»; «Δεν νιώθω ένοχη. Πώς να νιώθεις ενοχές για κάτι που δεν έχεις κάνει;» «Δεν είχα ιδέα τι συνέβαινε. Ή πολύ λίγο. Τίποτα περισσότερο απ’ ό,τι όλοι οι άλλοι. Άρα δεν μπορείτε να μου προκαλέσετε ενοχές», λέει στην πιο καθοριστική φράση του έργου. Και η Δέσποινα Μπεμπεδέλη περπατάει με μαεστρία σ’ αυτό το μεταίχμιο, σ’ αυτό το παιχνίδι αμφιβολίας και πειθούς. Με καθηλωτική μαεστρία. Με την κάθε λέξη ν’ ακούγεται, μαζί με την κάθε ρωγμή της, την κάθε απόχρωσή της. Μ’ έναν τρόπο γήινο και μαζί σταθερό και δυναμικό.
Και στο τέλος της παράστασης, το κοινό στην κατάμεστη πλατεία της Κεντρικής Σκηνής, σηκώθηκε όρθιο φωνάζοντας για αρκετά λεπτά «μπράβο» στη Δέσποινα Μπεμπεδέλη, σαν αντίδωρο για την ερμηνεία της, σαν μια βαθιά υπόκλιση για τη διαδρομή της.
Η ταυτότητα της παράστασης
Μετάφραση: Ανθή Ζαχαριάδου, Σκηνοθεσία: Ανδρέας Αραούζος, Σκηνικά-Κοστούμια: Λάκης Γενεθλής, Προβολές-Φωτογραφίες: Νίκος Μυλωνάς, Σχεδιασμός φωτισμού: Αχιλλέας Μουσκής, Χειρισμός προβολών και ήχου: Κώστας Χαραλάμπους.